Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Από την αποθέωση στην απογοήτευση;

Γράφει ο Βασίλης Μαρκεζίνης
αναδημοσίευση από το Έθνος 7-11-2009


Πολλοί λησμονούν ότι η εκλογική νίκη του Μπαράκ Ομπάμα κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη ήταν τον Αύγουστο του 2008.
Αιφνιδίως, όμως, ξέσπασε η οικονομική κρίση, την οποία οι Ρεπουμπλικανοί χειρίστηκαν αδέξια, δίνοντας στον Ομπάμα την εκλογική νίκη.
Ετσι, τις τελευταίες ημέρες της διακυβέρνησης Μπους, ο αμερικανικός καπιταλισμός γνώρισε την πτώση πολλών συμβόλων του, έναν απίστευτο οικονομικό κρατικό παρεμβατισμό, κατάρρευση σημαντικών τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών αλλά και ενός τμήματος της αυτοκινητοβιομηχανίας τoυ.
Επιπλέον, εκατομμύρια Αμερικανοί έχασαν τις κατοικίες τους, αδυνατούντες να αποπληρώσουν τα στεγαστικά τους δάνεια, το δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε σε αστρονομικά ύψη και, σήμερα, έναν χρόνο αργότερα, ο μέσος όρος ανεργίας πλησιάζει το 10%.
Για τα παραπάνω δεν έφταιγε ο Ομπάμα, αλλά η κληρονομιά Μπους. Σε αυτήν όμως προστέθηκε και μια δική του περιπέτεια πρώτου μεγέθους, απότοκη της ορθής επιθυμίας του να δώσει σε 46 εκατομμύρια Αμερικανούς την ιατρική περίθαλψη που μέχρι σήμερα στερούνται λόγω φτώχειας.
Η λύση αυτού του προβλήματος, όμως, δεν είναι φτηνή. Η αμερικανική μεσαία τάξη, που θεωρεί -δικαίως- ότι αυτή θα πληρώσει το τίμημα, έχει κυριολεκτικά εξεγερθεί, παρωθούμενη από τους Ρεπουμπλικανούς και τις ασφαλιστικές εταιρείες που κινδυνεύουν να χάσουν το ιδιωτικό μονοπώλιο παροχής ιατρικής περίθαλψης, χάρις στο οποίο πραγματοποιούν ετήσια κέρδη ύψους $ 15 δισ.!
Την περίοδο που γράφεται το παρόν κείμενο είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τον τελικό συμβιβασμό σε μια διαμάχη που έχει πλήξει τη δημοτικότητα του Προέδρου και αναδείξει ανησυχητικές τάσεις πολιτικής πολώσεως,. Αγνωστο επίσης παραμένει το εάν η ασφάλιση θα αποκτήσει και δημόσιο χαρακτήρα ή, αντιθέτως, θα παραμείνει στα χέρια ιδιωτικών εταιρειών.
Η μελαγχολική αυτή εικόνα ενισχύει την εντύπωση ότι ο χαρισματικός Πρόεδρος ανήλθε στην εξουσία -όπως ισχυρίστηκαν οι αντίπαλοί του- μάλλον «απροετοίμαστος». Καθώς πέρυσι εντόπισα το ίδιο ελάττωμα και στην εξωτερική πολιτική του, που κατά το τρέχον μόνον έτος θα του κοστίσει πάνω από 730 δισ. δολάρια, θα επικεντρωθώ σ’ αυτό το θέμα, μια και εδώ παρατηρούμε ότι ο Πρόεδρος του Νομπέλ Ειρήνης συνεχίζει τους πολέμους του προκατόχου του που τόσο στηλίτευσε στον προεκλογικού του αγώνα.


Το πολιτικό κόστος των πολέμων
Οπως έγραψα στις 2 Νοεμβρίου 2008 στο Βήμα, αυτό το λάθος προέκυψε από το γεγονός ότι το στρατόπεδο Ομπάμα δεν προέβλεψε πόσο αλληλένδετες ήταν οι υποσχέσεις του στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.
Αντιθέτως, επικράτησε η αλαζονική πεποίθηση ότι η χαρισματική φύση του Προέδρου και η δεδηλωμένη προτίμηση για συναινετική πολιτική θα ωθούσαν Ευρωπαίους και αντιπάλους σε μια συνεργατική προσέγγιση. Αυτό όμως δεν συνέβη. Τα αποτελέσματα λοιπόν της μοναχικής παρουσίας της Αμερικής στους υπερατλαντικούς πολέμους παραμένουν θλιβερά και αδιαμφισβήτητα.
Η αποχώρηση από το Ιράκ δεν είναι πλήρης· η πολιτική σταθεροποίηση της ίδιας χώρας παραμένει ημιτελής και αβέβαιη· ο αριθμός των θυμάτων από βίαιες πράξεις αυξάνεται· η ιρανική επιρροή στη χώρα εντείνεται ποικιλοτρόπως· η μεταφορά στρατευμάτων στο Αφγανιστάν έχει γίνει προβληματική.
Η ανωτέρω σύνοψη δείχνει ότι το Ιράκ εξακολουθεί να αποτελεί ανοικτή πληγή για τους Αμερικανούς, πληγή που μπορεί να έχει σοβαρότερες επιπτώσεις στον μελλοντικό σχεδιασμό της αμερικανικής στρατιωτικής πολιτικής.


Ο κυκεώνας Αφγανιστάν - Πακιστάν
Ολο και περισσότεροι Αμερικανοί δεν καταλαβαίνουν αυτόν τον πόλεμο. Το ίδιο συμβαίνει με τους Ευρωπαίους, τους οποίους παρέσυρε το αμερικανοκρατούμενο ΝΑΤΟ προκειμένου να βοηθήσουν κατά τη διάρκεια της συναισθηματικά φορτισμένης περιόδου μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Η μηχανική αυτή αντίδραση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο λόγω της απόφασης της Αμερικής να συνεργαστεί με το φαύλο τοπικό καθεστώς αλλά και να αποσταθεροποιήσει το μη δημοκρατικό αλλά φίλιο γειτονικό καθεστώς, βυθίζοντας έτσι και το Πακιστάν στο χάος. Το σφάλμα του Μπους αποκορυφώθηκε, όμως, όταν ο Ομπάμα αποφάσισε να καταστήσει το Πακιστάν επίκεντρο (δεύτερου) πολέμου του κατά των Ταλιμπάν.
Αποτέλεσμα: Επίταση της δραστηριότητας των Ταλιμπάν και στις δύο χώρες· εκτοπισμός εκατοντάδων χιλιάδων Πακιστανών εξαιτίας των εσωτερικών διαμαχών· αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και των θανάτων άμαχου πληθυσμού, με συνέπεια να μειωθεί περαιτέρω η στήριξη του πολέμου. Ετσι, δεν υπάρχει πλέον Αμερικανός ή Αγγλος στρατηγός που να μην αποδέχεται ότι ο πόλεμος χάνεται ή τουλάχιστον δεν κερδίζεται όπως έχουν ήδη τα πράγματα.
Αυτοί που ασπάζονται τη δεύτερη εκδοχή καταλήγουν λοιπόν να ζητούν περισσότερους στρατιώτες - 40.000 κατά τον στρατηγό Μακρίσταλ. Η ιδέα όμως αποστολής περισσότερων στρατιωτών κατά τη διάρκεια μιας περιόδου οικονομικής ύφεσης, εντεινόμενων αντιδράσεων προς τον πόλεμο στο εσωτερικό της Αμερικής, αλλά και αυξανόμενων κρουσμάτων βίας και πολιτικής φαυλότητας στο Αφγανιστάν, είναι παράλογη.
Ακόμη και ο Ομπάμα αμφιταλαντεύεται πάνω σ’ αυτό το αίτημα εδώ και τρεις εβδομάδες. Παρ’ όλο που άλλη μια φορά οι Ευρωπαίοι -ορθώς- αρνούνται περαιτέρω βοήθεια, οι ενδείξεις είναι ότι η αμερικανική ηγεσία θα ενδώσει στις πιέσεις των Ρεπουμπλικανών και του στρατιωτικού κατεστημένου μετά την επανάληψη των εκλογών.
Αν αυτό όντως συμβεί, θα δείξει για μία ακόμη φορά ποιος πραγματικά κυβερνά την Αμερική. Εξίσου σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι θα αποδείξει πόσο μικρή μνήμη έχουν και το γενικό κοινό αλλά και οι λεγόμενοι «ειδικοί».
Διότι τώρα πλέον ξέρουμε ότι στον πόλεμο του Βιετνάμ, ήδη από το 1966, ο τότε υπουργός Αμύνης Ρόμπερτ Μακναμάρα συνέστησε στον Πρόεδρο Τζόνσον ότι «we ought definitely to plan on termination of bombing in the North» (Θα ‘πρεπε να σχεδιάσουμε τον τερματισμό των βομβαρδισμών στον Βορρά).
Το στρατιωτικό κατεστημένο όμως είχε και τότε άλλη γνώμη. Γι’ αυτό, ένα έτος αργότερα, στις 19 Μαΐου 1967, ο υπουργός έστειλε στον Τζόνσον λεπτομερές μνημόνιο επαναλαμβάνοντας την ίδια εισήγηση. Αυτή τη φορά όμως ο Πρόεδρος, πιστεύσας - κακώς- ότι οι εισηγήσεις του Μακναμάρα οφείλονταν στο γεγονός ότι ήθελε να βοηθήσει τον Ρόμπερτ Κένεντι στις επερχόμενες εκλογές του 1968, απέλυσε τελικά τον υπουργό του!
Εμμένω, συνεπώς, στο συμπέρασμά μου στο Βήμα της 30ής Νοεμβρίου 2008 όπου υποστήριξα ότι το Αφγανιστάν εξελίσσεται σε δεύτερο Βιετνάμ. Το μόνο ερώτημα που έθεσα σε μια ομιλία προ καιρού ήταν ποιος Αμερικανός θα προταθεί για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης -ο Ομπάμα, η Κλίντον ή και οι δύο- για τη «στρατηγική αποχώρηση» που τα ΜΜΕ θα παρουσιάσουν ως θρίαμβο; Μια και ο Ομπάμα ήδη αμείφθηκε για τους ωραίους λόγους του, φαντάζομαι η κ. Κλίντον έχει τώρα τη σειρά!


Ισραήλ και Ιράν
Προέβλεψα πέρυσι ότι τίποτε δεν θα συμβεί άμεσα στα δύο αυτά μέτωπα, ιδίως στο Παλαιστινιακό, παρά τις μεγαλόπνευστες ομιλίες του Ομπάμα στην Αγκυρα και στο Κάιρο. Αντιθέτως, υποστήριξα ότι το κλειδί για τη γενικότερη μάχη είναι η Ρωσία, ενώ σημαντικό πρόβλημα παραμένει το Ισραήλ. Εξέτασα τα θέματα αυτά στο Βήμα της 11ης Οκτωβρίου και δεν χρειάζεται να επανέλθω ξανά εδώ.


Η Ρωσία
Ημουν από τους ελάχιστους -ίσως ο μόνος- που υποστήριξα ότι το κρισιμότερο πρόβλημα της Αμερικής είναι πώς θα επιτύχει έναν ουσιαστικό συμβιβασμό με τη Ρωσία - δηλαδή να παύσουν οι Αμερικανοί να αναμειγνύονται στην περιφερειακή ζώνη επιρροής της παλαιάς Σοβιετικής Ενωσης.
Γι’ αυτόν τον λόγο, θεώρησα περιττή κάθε συζήτηση για την αντιπυραυλική ασπίδα στην Πολωνία και την εγκατάσταση ρωσικών πυραύλων Ισκαντέρ στο Καλίνιγκραντ, μια και, όπως εξήγησα (ακόμη και από ραδιοφώνου), κανένα από τα δύο αυτά σχέδια δεν ήταν έτοιμο να εφαρμοστεί.
Επειτα από την απόφαση της Αμερικής να μην προβεί στην εν λόγω εγκατάσταση, το ζήτημα αυτό έγινε καθαρώς «θεωρητικό».
Εντούτοις, κάτι που δεν είναι καθόλου θεωρητικό είναι ότι οι Ρώσοι εξέλαβαν αυτήν την κίνηση ως «ανταπόδοση» για την παροχή βοήθειας στο πλαίσιο του ανεφοδιασμού των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν μέσω του ρωσικού εναέριου χώρου.
Οι Αμερικανοί προσποιούνται ότι κάτι τέτοιο είναι παράλογο και γι’ αυτό επανέρχονται στο θέμα των πυραύλων, μιλώντας τώρα για την Ουκρανία και τη Ρουμανία. Κι ωστόσο, επιμένω: μην περιμένετε καμία πρόοδο στο Ιράν αν οι Ρώσοι δεν λάβουν ουσιαστικές παραχωρήσεις!
Το λέω μετ’ εμφάσεως αυτό, όχι μόνον επειδή γνωρίζω τη ρωσική ιστορία, αλλά και επειδή δεν ξεχνώ τη συμφωνία Γκορμπατσόφ/Μπους (πατρός), βάσει της οποίας εάν η Ρωσία επέτρεπε την επανενοποίηση των δύο Γερμανιών, το ΝΑΤΟ, ως αντάλλαγμα, δεν θα επεκτεινόταν ανατολικότερα των συνόρων της Ανατολικής Γερμανίας. Η Δύση παρέβη τον λόγο της. Οι Ρώσοι δεν ξεχνάνε.
Αν σ’ αυτές τις απειλές προσθέσετε τις πρόσφατες επιδεικτικές πόζες του Αμερικανού αντιπροέδρου Μπάιντεν, είναι σαφέστατο πλέον ότι η αμερικανική πολιτική παραμένει πανομοιότυπη με εκείνη του Μπους. Αμερικανοί παρατηρητές το λένε αυτό τώρα, εγώ απλώς το προέβλεψα προ ενός έτους!


Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Ρώσοι θα συνεχίσουν το σκληρό παζάρι; Βεβαίως.


Πρώτον: Τα πρόσφατα ρωσικά ανοίγματα προς την Τουρκία δίνουν σαφή την εντύπωση ότι οι Ρώσοι δεν θα καθίσουν με σταυρωμένα τα χέρια εν όψει αμερικανικών προκλήσεων. Διότι οι ρωσοτουρκικές συμφωνίες που άπτονται ενεργειακών θεμάτων δεν είναι απλές «εμπορικές συμφωνίες», αλλά διπλωματικές κινήσεις προορισμένες να υπενθυμίσουν στους Αμερικανούς ότι η Ρωσία εξακολουθεί να αποτελεί υπολογίσιμη δύναμη.


Δεύτερον: Εξαιρετικά σημαντικές είναι οι πρόσφατες και ποικίλες «χειρονομίες» της Ρωσίας προς τους πρώην δορυφόρους της στην Ανατολική Ευρώπη. Ετσι, ενώ συνεχίζεται ο πόλεμος «φθοράς» με την Ουκρανία, η Ρωσία κάνει σειρά συμβολικών κινήσεων προς τη Σερβία και την Πολωνία. Αυτά, ως συνήθως, ο ελληνικός Τύπος τα μισο-αγνοεί.


Τουρκία και Ελλάδα
Στο θέμα αυτό, ο ρεαλισμός μου άγγιξε τα όρια του κυνισμού, αλλά δεν μετανιώνω γιατί είπα την αλήθεια που, ως επί το πλείστον, κόμματα και Τύπος αποσιώπησαν.
Αρνήθηκα έτσι να συμμεριστώ τον ρομαντικό ενθουσιασμό κάποιων συμπατριωτών μου που πίστεψαν ότι ο αντιπρόεδρος Μπάιντεν, καθώς και τα μέλη του αποδιοργανωμένου ελληνοαμερικανικού λόμπι, θα μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματά μας με την πΓΔΜ και την Τουρκία.
Μια μέρα -δεν ξέρω πότε, αλλά θα γίνει αυτό- το εκλογικό μας σώμα θα ξυπνήσει από τον σύγχρονο καταναλωτισμό του και θα ζητήσει εξηγήσεις για τη χαλαρή στάση μερικών πολιτικών. Ή, για να το θέσω διαφορετικά, είναι αδικαιολόγητοι οι Τούρκοι που βλέπουν την απραξία των τελευταίων ετών ως ένδειξη αδυναμίας; Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση είναι «Καθόλου».
Φαίνεται όμως ότι η άρχουσα ελίτ του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών - ιδίως στα τελευταία χρόνια της προηγούμενης αναποφάσιστης κυβερνήσεως- αδυνατούσαν να καταλάβουν πόσο η Τουρκία, εν αντιθέσει με τη χώρα μας, ανεβαθμίζετο συνεχώς και στα μάτια της Αμερικής αλλά και της Ρωσίας. Ετσι, η προσπάθειά τους να παρουσιάσουν την επίσκεψη Ομπάμα στην Τουρκία ως «πολιτικά ουδέτερη» για την Ελλάδα αποδεικνύει την αδυναμία τους να κατανοήσουν ή να παραδεχθούν την εις βάρους μας μεταστροφή.


Η Αμερική πιέζει
Η συναγωγή συμπερασμάτων από αναλύσεις και αξιολογήσεις είναι σαφώς χρησιμότερη από τον κομπασμό. Ιδού, λοιπόν, τα δικά μου συμπεράσματα.
Προεκλογικά, οι οπαδοί του Ομπάμα επικέντρωσαν τις διαμαρτυρίες τους στην αντίθεσή τους προς τους υπερπόντιους πολέμους της Αμερικής. Εναν χρόνο αργότερα, το ζήτημα αυτό συζητείται όλο και περισσότερο στην Αμερική, λιγότερο όμως στην Ελλάδα. Στο «γιατί;», δίνω δύο απαντήσεις.
Η πρώτη είναι ότι οι Ελληνες εσφαλμένα έτρεφαν ελπίδες για την κυβέρνηση Ομπάμα. Και εάν όντως ήταν εσφαλμένη αυτή η στάση, τότε διαπράττουν δεύτερο σφάλμα, εάν νομίζουν ότι μπορούν ακόμη να βασίζονται στους Αμερικανούς.
Η δεύτερη απάντηση επιβάλλει να συνειδητοποιήσουμε ποιοι ευθύνονται για την αφέλειά μας.
Σίγουρα, πρώτοι έρχονται οι πολιτικοί. Το λέω αυτό γιατί είναι λογικό η Αμερική να μας πιέζει να κάνουμε ό,τι εξυπηρετεί τα συμφέροντά της· είναι όμως απαράδεκτο εμείς να μη μαχόμαστε για τα δικά μας.
Συνυπαίτιοι είναι και όσοι δημοσιογράφοι πείθονται -και αφήνω ανοικτό το ερώτημα «από ποιους και πώς;»- να αποκρύπτουν την πραγματικότητα όπως συνέβη κατά την προεκλογική περίοδο.
Ετσι, το ελληνικό κατεστημένο συστηματικά ωραιοποιεί την εικόνα της Αμερικής διά παντός μέσου. Και αν κανείς τολμήσει, όπως ο γράφων, να πει τη σκάφη σκάφη και τα σύκα σύκα, τότε χαρακτηρίζεται ως «υπερβολικά αντιαμερικανός» ή «ανεπίτρεπτα ρωσόφιλος».
Και όμως, το μόνο που προσπάθησε ο γράφων να κάνει στα άρθρα του, συμπεριλαμβανομένου του παρόντος, ήταν να παρουσιάσει γεγονότα.
Εάν υπάρχουν λάθη σε αυτά τα γεγονότα, ας μου τα υποδείξει κάποιος αναγνώστης. Εάν όμως αυτά τα γεγονότα είναι, στη βάση τους, ορθά, τότε τα συμπεράσματά μου, και αν ακόμη είναι λανθασμένα, είναι επιτρεπτά. Διότι, όπως σωστά κάποτε παρατήρησε το Αμερικανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, «τα γεγονότα είναι ιερά, αλλά η γνώμη ελεύθερη».


* Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του «σερ», είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες
του εξωτερικού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου