Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Μεθοδολογικά προβλήματα, αντιφάσεις, άλματα συλλογισμών και λογικά-επιστημονικά σφάλματα στην άχαρη ημιμαθή πορεία μερικών βαλκάνιων «κριτικών» ιστοριογράφων

Αναρτημένο στην διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/60.htm
Παναγιώτης Ήφαιστος
Καθηγητής Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές, Έδρα Jean Monnet, Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση, Πάντειον Παν/μιο
Αντίβαρο, Απρίλιος 2007

Περιεχόμενα:

1. Προγραμματική προκατάληψη μιας αντι-επιστημονικής μεθοδολογίας.
2. Αντικειμενικά κριτήρια μιας καλής ιστοριογραφίας.
3. Αποτελεί μύθος ότι όλοι οι έλληνες ιστορικοί συμφωνούν με την «κριτική» αναθεώρηση της ιστορίας.
4. Ρίζες, εξέλιξη, εξυπηρετήσεις της «κριτικής» ιστοριογραφίας και η τα επιστημονικά κίβδηλα υποπροϊόντα
5. Περί ιστορικών μύθων και οι «κριτικοί» μυθολόγοι.

Εισαγωγική σημείωση: Η εμβέλεια του παρόντος σημειώματος είναι μικρή: Ανάδειξη μερικών μόνο πτυχών της «κριτικής» ιστοριογραφίας και κατάδειξη κάποιων επιστημονικών αλμάτων, λογικών σφαλμάτων και αυθαίρετων επικλήσεων επιστημονικής εγκυρότητας. Έπεται εκτενέστερο κείμενο που θα δημοσιευτεί σε εύθετο χρόνο. Στάσεις όπως το σχέδιο Αναν, οι προπετείς αξιώσεις για κατευνασμό του τουρκικού και άλλων αναθεωρητισμών και τα βιβλία ιστορίας του CDRSEE, υφαίνουν πλέον ένα πέπλο παραδοχών που διαφθείρει στοχαστικά ολοένα και περισσότερο τις κοινωνικές επιστήμες και τον δημόσιο διάλογο, ζήτημα ως προς το οποίο έχουμε χρέος και καθήκον να επανέλθουμε.

1. Προγραμματική προκατάληψη μιας αντι-επιστημονικής μεθοδολογίας. Κατά πρώτον, παραθέτω μερικά μόνο ενδεικτικά εδάφια των δραστών εκφυλισμένων «κριτικών» ιστοριογραφικών απόψεων (περισσότερα, εκτενέστερα και με παραπομπές σε επερχόμενη μονογραφία και σύντομες επιστημολογικές αναφορές πιο κάτω):

«Η πρόκληση της διδασκαλίας της εθνικής ιστορίας έγκειται στο τρόπο διαχείρισης των συγκρούσεων και μάλιστα όταν οι συγκρούσεις αυτές έχουν νωπά αποτυπώματα στην συλλογική μνήμη. Στην περίπτωση της ελληνικής εθνικής ιστορίας, κεντρικό ρόλο κατέχει η ελληνοτουρκική σύγκρουση, τρία τουλάχιστον σημεία καμπής: την Ελληνική Επανάσταση, την Μικρασιατική Καταστροφή και το Κυπριακό. Τα δύο τελευταία διατηρούν ζωντανή την μνήμη του πόνου και της σύγκρουσης και συμβάλλουν στην διαμόρφωση πολιτικών θέσεων σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που η συζήτηση περί ιστορίας εντοπίζεται κυρίως στα σημεία εκείνα που δίνουν πολιτικό περιεχόμενο στην ιστορική αφήγηση της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης».

Αλλού: «Όσοι θέλουν την λεπτομερή αφήγηση των δεινών που υπέφεραν οι Έλληνες από τους Τούρκους θυματοποιούν το έθνος και επιδιώκουν την ιστορική νομιμοποίηση της σύγκρουσης ώστε να είναι πάντα παρούσα» (η διδασκαλία της ιστορίας αλλού) «έχει πάψει (sic) πριν από πολλές δεκαετίες να “ρέει αίμα” στις σελίδες των σχολικών βιβλίων». Αλλού της «μητρικής» ομάδας υπό το CDRSEE: «(η ιστοριογραφική στρατηγική σκοπό έχει) «μια αλλαγή στο περιεχόμενο των εισαγωγικών βιβλίων της ιστορίας που μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε αλλαγή του τρόπου με τον οποίο οι μαθητές βλέπουν το ιστορικό παρελθόν τους εξαφανίζοντας τις τάσεις για σύγκρουση-παραγωγή στερεοτύπων».

Αλλού: «Η διδασκαλία της ιστορίας πρέπει να καταπολεμήσει την αντίληψη ότι η ιστορία είναι αντικειμενική»… «Η αποδόμηση της ιστορικής “αλήθειας” μπορεί να κατορθωθεί με το να παρουσιάζεις την “αλήθεια” του άλλου, αυτή του “εχθρού” γύρω από το ίδιο θέμα. Αυτή η προσέγγιση είναι ίσως η κατάλληλη για να διδάξεις γύρω από τα ζητήματα που ενέχουν συγκρούσεις».

Αλλού: «Παρουσιάζοντας τις συγκρούσεις όχι μόνο με τους άλλους αλλά και εντός του έθνους βοηθά στην υπονόμευση της ιδέας της εθνικής ομοιογένειας η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της εθνοκεντρικής ιστορίας».

Αλλού: «… στην προοπτική μιας φιλειρηνικής εκπαίδευσης κρίθηκε σκόπιμο ότι είναι σκόπιμο να αποσιωπηθούν οι συγκρούσεις και τα αισθήματα εχθρότητας που ανάπτυξαν δύο έθνη στο παρελθόν. Μετατοπίστηκε λοιπόν το κέντρο βάρους από την πολιτική και διπλωματική ιστορία στην κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ιστορία, η οποία δεν περιέχει αιματηρές συγκρούσεις και εντοπίζει το ενδιαφέρον σε άλλες πτυχές του παρελθόντος» (έμφαση σε διάφορα σημεία και το «sic» δικά μου)

Μόνο σε πολιτικοποιημένους, ιδεοληπτικούς και προπαγανδιστικούς ιστοριογραφικούς κύκλους μπορούν, χωρίς να ελέγχονται επιστημονικά, να λέγονται απίστευτα προκατειλημμένες γνώμες όπως οι πιο πάνω. Μπορεί αυτά να συνάδουν με το όνειρο του Σόρος για μια «ανοικτή κοινωνία» ή με τις στρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ για αποδόμηση των κοινωνιών των κρατών-στόχων αλλά δεν αντέχουν σε σοβαρή επιστημονική κριτική. Το γεγονός ότι στα ημέτερα Βαλκάνια αυτοί που τα στηρίζουν αυξάνονται και πληθύνονται αριθμητικά (διογκώνοντας έτσι «λίστες υπογραφών ιστορικών», βλ. πιο κάτω) αποτελεί πρόβλημα της κοινωνίας που πληρώνει για την ύπαρξη Τμημάτων Κοινωνικών Επιστημών που εμφανώς διολισθαίνουν στο τέλμα της ιδεοληψίας και της πολιτικής προπαγάνδας. Αριθμητική αύξησή τους δεν αποτελεί τεκμήριο εγκυρότητας της ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένης τσαρλατανιάς (είναι τσαρλατανιά να προτάσσεις προγραμματικούς πολιτικούς σκοπούς στην ιστοριογραφία, βλ. πιο κάτω) αλλά πρόβλημα των φορολογουμένων όταν πληρώνουν για να εκκολάπτονται αυτοτροφοδοτούμενα συστήματα αντι-κοινωνικής προπαγάνδας (είναι αντικοινωνική προπαγάνδα η υποβάθμιση της ιστορικής μνήμης για τους αγώνες ελευθερίας μιας κοινωνίας και η εξίσωσή τους με του δυνάστες και τα εγκλήματά τους).

2. Αντικειμενικά κριτήρια μιας καλής ιστοριογραφίας. Κατά κοινή παραδοχή όλων των καλών ιστορικών όλων των εποχών (πλην κάποιων βαλκάνιων και κυρίως ελλήνων «κριτικών» ιστοριογράφων) η καλή ιστοριογραφία είναι κατά βάση θουκυδίδεια (Romilly- Ιστορία και λόγος στον Θουκυδίδη). Αυτό γιατί, μεταξύ άλλων: (Ο Θουκυδίδης) «τείνει στην απόλυτη αντικειμενικότητα του ερευνητή» (σ. 15). Οφείλει τη μεγάλη αξία του στο γεγονός πως κατόρθωσε: να «βλέπει τη λεπτομέρεια σε συνάρτηση με το σύνολο (βλ. σ. 43), παραθέτει και αξιολογεί «μόνο εκείνες τις πληροφορίες που αναφέρονται σε κάποιο σημαντικό σκοπό (βλ. σ. 48), εξετάζει ό,τι έχει γνώρισμα καθολικό (βλ. σ. 49), παραθέτει «προθέσεις» ή «γνώμες» διαχρονικής αξίας και ανεξάρτητων των ατομικών περιπτώσεων (βλ. σ. 50). Εστιάζει την προσοχή με αυστηρή ακρίβεια επί της ουσίας και με τρόπο που μας επιτρέπει «να εντοπίσουμε κάτω από τις επιμέρους πράξεις την ύπαρξη τάσεων, αιτίων και λογικών αλληλουχιών, που είναι ολοένα και πιο βαθιές και μακρινές, που η αληθοφάνειά τους παίρνει έτσι έναν χαρακτήρα πιο γενικό», πιο ανεξάρτητο από τις περιστάσεις και τα πρόσωπα. «αυτές οι αλληλουχίες επαναλαμβάνονται τόσο περισσότερο όσο πιο αυστηρά έχουν αναχθεί στο ουσιώδες» (σ. 52) (έμφαση δική μου).

Αυτά είναι αντικειμενικά κριτήρια κάθε ιστοριογραφίας (πλην μερικών βαλκάνιων και κυρίως ελλήνων «κριτικών»). Απλή και μόνο σύγκριση αυτών των κριτηρίων με τις εντός εισαγωγικών θέσεις των ελλήνων «κριτικών» αναθεωρητών στην προηγούμενη ενότητα κάνει σαφές ακόμη και για τους πιο δύσπιστους ότι οι «κριτικοί» αφενός είναι επιστημονικά έωλοι και αφετέρου ότι ο σκοπός είναι πολιτικός και όχι επιστημονικός.

3. Αποτελεί μύθο ότι όλοι οι έλληνες κοινωνικοί επιστήμονες συμφωνούν με την «κριτική» αναθεώρηση της ιστορίας: Θεωρώ ακαδημαϊκή ατασθαλία την επίκληση του επιστημονικού τίτλου για να κάνει κάποιος πασίδηλη ιδεολογική προπαγάνδα υπέρ πολιτικών αλλαγών [γεγονός, μάλιστα, που δεν διστάζει να το κηρύττει δημόσια και κραυγαλέα, ίσως λόγω αυτοπεποίθησης που προκύπτει από την αριθμητική (όχι ποιοτική) διόγκωση των «κριτικών» κοινωνικών επιστημόνων στα πανεπιστημιακά τμήματα. Εξ αντικειμένου, μια τέτοια εξέλιξη είναι επιστημονικά θανατηφόρα και κοινωνικά ζημιογόνα].

Ασφαλώς, υπάρχει η έκθεση-καταπέλτης της Ακαδημίας Αθηνών η οποία από μόνη της θεμελιώνει ότι οι «κριτικοί» ιστοριογράφοι είναι ιστοριογραφικά ανεπαρκείς. Υπάρχουν επίσης αντίστοιχες μελέτες στην Κύπρο και της Εκκλησίας της Ελλάδας. Υπάρχουν επίσης άπειρα άλλα κείμενα έγκυρων ελλήνων κοινωνικών επιστημόνων και επιστημόνων άλλων κλάδων που αν και όχι «ιστορικοί» επειδή κάποια ζητήματα είναι γενικά επιστημολογικά κριτήρια όλων των επιστημών μπορούν να διακρίνουν το άσπρο από το μαύρο [Η «κριτική» ιστοριογραφία ούτε ιστορία είναι ούτε αφορά μόνο τους ιστορικούς. Αφορά όλους τους κοινωνικούς επιστήμονες γιατί θίγει ιερά και όσια της επιστημολογίας των κοινωνικών επιστημών, ιδιαίτερα των διεθνών σχέσεων. Ιδιαίτερα οι διεθνείς σχέσεις, εάν στηρίζεται σε «κριτικά» θεωρήματα είναι εξαρχής άχρηστη – αυτό για τους αυτόκλητους «διεθνολογούντες» ειδικούς στην τσαρλατανιές υπέρ του κάθε «Άλλου»]. Υπάρχουν επίσης εκατοντάδες κοινωνικοί επιστήμονες οι οποίοι δυστυχώς κλονίζονται και δεν παρεμβαίνουν για μια σειρά λόγων που σχετίζονται με την ατμόσφαιρα φασιστοειδούς τρομοκρατίας στον δημόσιο διάλογο [Είναι, δήθεν, «εθνικιστής» ή και «φασίστας» … όποιος δεν συμφωνεί με την άθλια αποδομητική «κριτική» ιστοριογραφία και δήθεν «δεν δικαιούται να ομιλεί» αν δεν φορεί επιστημονικοφανείς συμβατικούς ιστοριογραφικούς τίτλους].

Πάντως, σε αναφορά με κάποια λίστα που κυκλοφόρησε και την οποία λέγεται ότι υπέγραψαν εκατοντάδες «ιστορικοί», χρήζει και αξίζει να ειπωθούν συντομογραφικά τα εξής:

α) Εκτός του ότι όσοι υπέγραψαν δεν είναι όλοι ιστορικοί, έχει την ίδια επιστημονική αξία όση και η αντίστοιχη λίστα υπέρ του φασιστοειδούς σχεδίου Αναν (πάρα πολλά ονόματα «ιστορικών», «διεθνολόγων», «κοινωνιολόγων» κτλ, όλως περιέργως είναι τα ίδια σε αμφότερες τις λίστες). Για την επιστημονική βαθμίδα των φορέων των απόψεων της υπέρ του σχεδίου Αναν λίστας δέστε τεκμηριωμένη κριτική στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/32.htm. Κανείς, κυριολεκτικά κανείς από τους τότε «λίσταρχους», «λισταρχάκια» και λαλίστατους «μαϊντανούς των επιφυλλίδων και των τηλεοπτικών πάνελ» (http://www.ifestos.edu.gr/59.htm) δεν τόλμησε να αντικρούσει με επιστημονικούς όρους αυτή την επιστημονικά απολύτως τεκμηριωμένη ανάλυση για την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα που με λύσσα πολλοί καταπολέμησαν (λύσσα που συνοδευόταν με ανάλογη επίκληση επιστημονικών τίτλων που ακούμε σήμερα σε αναφορά με την «κριτική» βιβλιογραφία). «Λίσταρχοι» (αυτοί δηλαδή που συνήθως παίρνουν την πρωτοβουλία να κυκλοφορήσουν λίστες υπογραφών), «λίστες» και ανοησίες του τύπου «δεν δικαιούστε να ομιλείται γιατί δεν είσαστε … ιστορικοί» αποτελούν ομολογία επιστημονικής αδυναμίας και όχι τεκμήριο εγκυρότητας και αξιοπιστίας. Όσον αφορά την «κριτική» ιστοριογραφική λίστα υπομονή: Οι επιστημονικές απαντήσεις «σερβίρονται κρύες» και η απάντηση έρχεται σύντομα, νηφάλια και με τρόπο μάλιστα που θα αποκαλύψει ποια είναι ακριβώς τα αίτια της πασίδηλης διολίσθησης πολλών κοινωνικών επιστημόνων στο τέλμα της προκατάληψης, της ιδεοληψίας και της πολιτικής προπαγάνδας.

β) Σε κάθε περίπτωση, η κυκλοφορία λιστών από αρχαιότερους «λίσταρχους» αποτελεί ακαδημαϊκή ατασθαλία που κάποια στιγμή θα πρέπει να απασχολήσει τα ακαδημαϊκά όργανα και ίσως και άλλα όργανα της συντεταγμένης πολιτείας. Αποτελούν στιλέτο κατά της ακαδημαϊκής ελευθερίας και ενδο-ακαδημαϊκή μέθοδο εξεζητημένου καταναγκασμού που λειτουργεί εκβιαστικά για τα νεότερα ή νεοεισερχόμενα στελέχη. Είναι οπωσδήποτε βαθύτατη αντιδεοντολογική πράξη: Όταν τέτοιες λίστες κυκλοφορούν, όλα τα νεότερα ή νεοεισερχόμενα στελέχη του ακαδημαϊκού χώρου νοιώθουν καταναγκασμένα να συνυπογράψουν. Ακόμη χειρότερα, ασθενείς ψυχές και επιστημονικά αδύναμοι φορείς εκτός πανεπιστημίου αντί να ευθυγραμμιστούν με επιστημονικά βάσιμες προσεγγίσεις για να εισέλθουν στο πανεπιστήμιο ή για να εξελιχθούν, σκανδαλίζονται γιατί δημιουργείται μια διεφθαρμένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα που υποδηλώνει πως συνταύτιση με ρευστές ιδεολογικοπολιτικές πλειονότητες αποτελεί εγγύηση ανέξοδης ακαδημαϊκής αναρρίχησης.

4. Ρίζες, εξέλιξη, εξυπηρετήσεις της «κριτικής» ιστοριογραφίας και η τα επιστημονικά κίβδηλα υποπροϊόντα. Απλή ανάγνωση των εντός εισαγωγικών εδαφίων (μερικά παρατίθενται πιο πάνω) καταμαρτυρεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι πραγματικός σκοπός των «κριτικών» ιστοριογράφων είναι πολιτικός και όχι επιστημονικός. Δεν ενδιαφέρει η ιστορική αλήθεια αλλά: α) η προγραμματική οριοθέτηση «κριτικών» πολιτικών σκοπών, β) η επιλογή πηγών με προκατειλημμένο-επιλεκτικό τρόπο ούτως ώστε να φωτιστούν συγκεκριμένες πτυχές (οι ασήμαντες) και να συσκοτιστούν άλλες (οι πιο σημαντικές και διαμορφωτικές του ιστορικού γίγνεσθαι όπως τα επικά γεγονότα), γ) η διαχείριση των πηγών ούτως ώστε να «τραβηχτούν από τα μαλλιά» συμπεράσματα που εξυπηρετούν τους προ-αποφασισθέντες πολιτικούς σκοπούς και δ) η πολιτική διαχείριση των πολιτικά προκατειλημμένων συμπερασμάτων για να «αποδομηθεί» συνειδησιακά η κοινωνία.

Για τους μη μυημένους στην διεθνή βιβλιογραφία, μπορώ να σκιαγραφήσω –περισσότερα σε επερχόμενη μονογραφία– τις τρις βασικά τάσεις (και το τέταρτο εκφυλισμένο βαλκάνιο υποπροϊόν τους).
Πρώτον, οι παραδοσιακοί «κριτικοί» απόρροια επιρροών της σχολής της Φραγκφούρτης (Χάμπερμας, Χόρκχαϊμερ, Μαρκούζε et al) που προβληματίζονται αιρετικά (αιρετικά, για τους περισσότερους «ορθόδοξους» μαρξιστές) κυρίως στην βάση των «αναρχικών» πρώτων κειμένων του Μάρξ (περίπου οδηγούν, ευθέως ή ίσαμε τις ακραίες συνέπεις, στο εξής συμπέρασμα: «Θα κατεδαφίσω τον κόσμο, αδιάφορο του τι θα προκύψει μετά») για να δημιουργηθεί ένας «μεταμοντέρνος», «μεταεθνικός» κόσμος. Μερικοί «οπαδοί» τους μιλούν για αποδόμηση και κατεδάφιση των κρατών και για ένα νέο-μεσσιανικό κόσμο («που “πιθανώς” θα προκύψει»). Αυτός ο κόσμος της διεστραμμένης φαντασίας των αυτόκλητων «κριτικών» αποδομηστών (διεστραμμένης, μιας και βάλλει κατά της οντολογικά θεμελιωμένης κοινωνικοπολιτικής δομής του κόσμου) θα αποτελείται, υποστηρίζουν, από … χιλιάδες «αυτόνομες κοινότητες». Έτσι, θα εισέλθουμε σε μια νέο-μεσσιανική εποχή … («έλεος», θα έλεγε κάποιος σ’ αυτούς τους επιστημονικά μεταμφιεσμένους φαντασιόπληκτους)

Δεύτερη τάση, είναι οι συμβατικοί κονστρουκτιβιστές όπως οι Bull, Wight, Carr et al (που ουσιαστικά καμιά σχέση δεν έχουν με τους «κριτικούς», έστω και αν οι τελευταίοι συχνά τους επικαλούνται λαθραία). Οι κονστρουκτιβιστές της «Βρετανικής Σχολής», ακριβώς, έγραψαν όχι για αποδόμηση του οντολογικά θεμελιωμένου εθνικού-κρατικού συστήματος αλλά αντίθετα για οικοδόμηση θεσμών, κωδίκων, δεοντολογιών και διακρατικών πρακτικών που ενισχύουν την διεθνή δομή και τους θεσμούς της (συμπεριλαμβανομένων των εθνικών-κρατικών θεσμών) (στην Ελλάδα, με επιστημονική ευθύνη και επιμέλεια του υποφαινόμενου, κυκλοφορούν τα βιβλία των κυριότερων ταγών της «Βρετανικής Σχολής», δηλαδή των Bull, Wight, Carr, Watson). http://www.piotita.gr

Τρίτη και κυρίαρχη άποψη, είναι οι αμερικανοί «κριτικοί κονστρουκτιβιστές». Απαλλαγμένοι προπετών συμπλεγμάτων επιστημονικής μεγαλομανίας που συχνά χαρακτηρίζουν ημιμαθείς και μεταπράτες ιδεολογημάτων σε ξεπεσμένες περιφερειακές «επιστημονικές» κοινότητες –οι οποίοι, φαίνεται, όντως, κάτι θέλουν να κρύψουν όταν επικαλούνται «επιστημονικούς τίτλους» - «είμαι ιστορικός, οι άλλοι δεν είναι…»)– οι αμερικανοί «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» ταπεινά εξετάζουν ζητήματα ιδεολογίας, ιστορικών ταυτοτήτων, ιστορικών συνειδήσεων και άλλων κοινωνιολογικών πτυχών στις διακρατικές και διακρατικές σχέσεις. Από επιστημονική και επιστημολογική άποψη, όμως, απλά και ταπεινά δηλώνουν πως σκοπός τους δεν είναι να αμφισβητήσουν τις κυρίαρχες παραδοσιακές ιστοριογραφικές και διεθνολογικές επιστημονικές προσεγγίσεις (ο Θουκυδίδειος Πολιτικός Ρεαλισμός είναι η κυρίαρχη προσέγγιση στην ανάλυση των διεθνών σχέσεων) αλλά μόνο η συμπλήρωση κάποιων κενών με πολιτικό ενδιαφέρον για την αμερικανική στρατηγική. Όντως, συχνά δηλώνουν απερίφραστα ότι αυτή η στοχαστική σχοινοβασία έχει τουλάχιστον ένα «καλό» σκοπό: Να εξυπηρετήσει την αμερικανική στρατηγική και την διείσδυση των αμερικανικών συμφερόντων σε ένα κόσμο όπου η κυριαρχία πολλών κρατών όντως παραπαίει. Παραθέτω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Αμερικανοί ηγέτες σε προηγούμενες εποχές αυτόν τον αιώνα είχαν επιτύχει κάποια αποτελέσματα όταν καθοδηγούσαν την αμερικανική εξωτερική πολιτική προς την κατεύθυνση αναδόμησης της διεθνούς τάξης με όρους οργανωτικών κριτηρίων (organizing principles) που συντόνιζαν [το διεθνές σύστημα] σύμφωνα με τις κοσμοεικόνες που είχαν οι αμερικανοί για τον εαυτό τους, πιο συγκεκριμένα με τον αμερικανικό αστικοπολιτικό εθνικισμό …(η στρατηγική αυτή και ο τρόπος που σχετίζεται με τις «κριτικές» κονστρουκτιβιστικές» επιστημονικές αναζητήσεις) θα διαφέρει στα διάφορα σημεία του κόσμου ανάλογα με τις γεωπολιτικές συνθήκες» (Ruggie 1998). «O σκοπός (των αμερικανικών στρατηγικών) δεν ήταν απλώς να προωθήσουν συγκεκριμένους στόχους, αλλά να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο οι συγκεκριμένες κοινωνίες βλέπουν τα οικεία συμφέροντα. H έμφαση αυτού που ο Nye ονομάζει “μαλακή ισχύς” σχετίζεται τόσο με ρεαλιστικούς φόβους [κατανομής ισχύος] για τη σχετική ισχύ όσο και με την [“κριτική”] κονστρουκτιβιστική ανάλυση για συλλογικά πιστεύω, πεποιθήσεις και ταυτότητες (Katzestein, Keohane, Krasner 1998). «(αναφορικά με την μαλακή ισχύς της αμερικανικής στρατηγικής) Εάν καταφέρω να σε κάνω να θέλεις αυτό που θέλω, τότε δεν χρειάζεται να σε αναγκάσω να κάνεις αυτό που δεν επιθυμείς» (Nye 2005). «Για να επιτευχθεί ένα «μεταεθνικό διεθνές σύστημα” θα πρέπει να αλλάξουν δραστικά οι ταυτότητες των (κοινωνιών) κρατών, και πιο συγκεκριμένα να μεταλλαχθούν στο πως τα κράτη σκέφτονται για τους εαυτούς τους, τους και για τα άλλα κράτη (περιγραφή Mearheimer 2007)

Για τους σκοπούς του παρόντος σύντομου σημειώματος, συμπληρώνω ότι δεν αναφερόμαστε σε κάποια μυστήρια συνωμοσιολογική ερμηνεία της διεθνούς πολιτικής αλλά στην αμερικανική στρατηγική. Οι αμερικανοί, των οποίων η ανάλυση διεθνών σχέσεων είναι σχεδόν πάντοτε απολύτως πολιτικά στρατευμένη (πλην ελάχιστων λαμπρών εξαιρέσεων), έξυπνα αναζητούν τρόπους εκμετάλλευσης της αφέλειας (ή άλλων κινήτρων, πιο πεζών, όπως αναρχικές ιδεολογίες ή ωφελήματα διεθνικών χρηματοδοτήσεων) όσων είναι πρόθυμοι να αποδυναμώσουν τα κράτη τους στο όνομα κάποιου διεθνιστικού σκοπού που –στην βάση της ρήσης «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και τις διεθνικές χρηματοδοτικές συντροφιές– διευκολύνεται με την αποδόμηση των οικείων κοινωνιών. Η διεθνής βιβλιογραφία έχει καλύψει αυτό το ζήτημα εκτενέστατα. Παραπέμπω σε ένα σύντομο κείμενο το οποίο όχι μόνο εξηγεί την στρατηγική «μαλακής ισχύος» των ΗΠΑ αλλά επιπλέον παραπέμπει επίσης στις μεθοδεύσεις των αμερικανικών υπηρεσιών, στα «ιδρύματα» που στην Αμερική και στον υπόλοιπο κόσμο επιστρατεύονται και στους συγκεκριμένους σκοπούς που εκπληρώνονται με την οικοδόμηση «μαλακής ισχύος»: http://www.ifestos.edu.gr/47.htm. Διαβάζοντας αυτό το κείμενο, ο ενδιαφερόμενος θα διαπιστώσει ότι ένα σημαντικό μακρύ χέρι είναι και τα ιδρύματα του κερδοσκόπου Σόρος που λειτουργεί διεθνικά και συχνά ανεξάρτητα. Για οτιδήποτε θα μπορούσε να σημαίνει αυτό, σημειώνω ότι τα ιδρύματα Σόρος τα συναντάμε και στους χρηματοδότες των τεσσάρων βιβλίων του CDRSEE που αποτελούν και την αφετηρία των προσπαθειών «κριτικής» ιστοριογραφικής αποδόμησης των Βαλκανικών κοινωνιών. Κάθε λογικός αναγνώστης θα κατανοήσει απολύτως κατά πόσο αυτό εξυπηρετεί την αμερικανική (κατακτητική) «ειρήνη» και το όνειρο του τυχάρπαστου Σόρος «να έχει δική του εξωτερική πολιτική» ή την ισορροπία και την ειρήνη μεταξύ των Βαλκανικών κοινωνιών.

Τουλάχιστον στο δικό μας επίπεδο επιστημονικής κριτικής δεν ασχολούμαστε με υπόγειες διαδρομές και συμφέροντα. Νομιμοποιημένα όμως επισημαίνουμε ότι τέτοιες συναναστροφές με «σόρους, σοράκια και κοράκια» του αχανούς διεθνικούς χώρου δεν τις θεωρούμε συμβατές με την αξιολογικά ελεύθερη επιστημονική σκέψη (Βλ. http://www.ifestos.edu.gr/60.htm). Εμείς νοούμε το ακαδημαϊκό έργο όπως το πνεύμα και το γράμμα του νόμου και πάγιοι κώδικες επιστημονικής δεοντολογίας επιτάσσουν: Ανεπηρέαστο, αδέσμευτο, απαλλαγμένο πολιτικών εισροών, περιγραφικό της αλήθειας και αποστασιοποιημένο από αμφιλεγόμενες εκλεκτικές συγγένειες και συναναστροφές. Αν κάποιοι δεν ενοχλούνται όταν συναγελάζονται με τους υπαλλήλους των ιδρυμάτων του άκρως αμφιλεγόμενου Σόρος, περίεργους εφοπλιστές, ιδρύματα της υπερατλαντικής δύναμης, κτλ, για να γράψουν την ιστορία των Βαλκανίων, είναι ελεύθεροι να κατηφορίζουν αυτό τον ολισθηρό δρόμο αλλά δεν είμαστε υποχρεωμένοι να μην το λαμβάνουμε υπόψη και να μην αποστασιοποιούμαστε.

Υπάρχει όμως και μια τέταρτη «κριτική» τάση, στοχαστικό υποπροϊόν των πιο πάνω: Όπως οι αυλικοί οι οπαδοί είναι πάντοτε βασιλικότεροι του βασιλέως. Η τάση αυτή εκδηλώνεται με ημιμαθείς, ιδεοληπτικές και φανατισμένες θέσεις φορέων επιστημονικών τίτλων, κυρίως σε παρακμασμένες και παραπαίουσες κοινωνίες των οποίων οι επιστημονικές τους κοινότητες φθίνουν και παρακμάζουν. Στις περιπτώσεις αυτές αφθονούν τα ιδεολογήματα και τα αστεία θεωρήματα που τα στηρίζουν. Όσο περισσότερο αυξάνονται αριθμητικά τα στοχαστικά υποπροϊόντα τόσο πιο προπετή γίνονται οι θέσεις, τόσο περισσότερο συσκοτίζουν την ποιοτική τους βαθμίδα με αυτοαναφορικές αλληλοενισχύσεις και τόσο περισσότερο χαμηλώνει η ποιοτική βαθμίδα των συζητήσεων στον δημόσιο διάλογο. Το μόνο επιχείρημα που τους μένει όταν θίγεται η διϋποκειμενική αλήθεια είναι το «εμείς είμαστε επιστήμονες-ιστορικοί και εσείς όχι». Γι’ αυτό καλά θα κάνουμε να «φωτογραφίσουμε» τις μεθοδεύσεις τους και να τους ξεσκεπάσουμε επιστημονικά και επιστημολογικά.

Κατ’ αρχάς, τα φαινόμενα της επιστημονικής παρακμής επιχειρείται να επισκιαστούν με οχλαγωγίες, με λίστες υπογραφών ακαδημαϊκών και με φανατισμούς επιφυλλιδογράφων ή αστέρων των τηλεοπτικών πάνελ όταν επισείουν τίτλους ως δήθεν αμάχητο τεκμήριο επιστημοσύνης. Ο κατήφορος συμπεριλαμβάνει υπόγειες ή πιο φανερές διασυνδέσεις με τον παραταξιακό χώρο και διεθνικές «δυνάμεις» που αν και επιστημονικά αδιάφορες μπορεί να θρέφει ένα στρεβλό «επιστημονικό» χώρο που έχει μόνο έρεισμα την αριθμητική αύξηση αυτών που φωνάζουν και κραυγάζουν «κριτικά» και δευτερογενές έρεισμα την στήριξη διεθνικών «δυνάμεων» και συστημάτων πολιτικής εξάρτησης.

Κυριολεκτικά αποσπασματικά και «τραβώντας από τα μαλλιά» ασύνδετα πράγματα είναι φυσικό να διατείνονται πως αντιπροσωπεύουν, δήθεν, μια διεθνώς κυρίαρχη ιστοριογραφία ή διεθνολογία που δήθεν κυριαρχεί πολιτικά στην Ευρώπη. Μπροστά σ’ αυτή πρέπει, δήθεν, όλοι να γονατίσουν. Όσοι δεν γονατίσουν ή σιωπήσουν μπροστά σε τέτοιες τσαρλατανιές η –για «κάποιο περίεργο λόγο» διασφαλισμένη– πρόσβαση σε επιφυλλίδες και πάνελ εξασφαλίζει δολοφονίες των επιστημονικών και των πολιτικών χαρακτήρων όσων διαφωνούν: Κάνοντας τεράστια και επιστημονικά αντιδεοντολογικά άλματα συλλογισμών λένε ότι αν «ο Α και ο Β είπαν ότι ο γάιδαρος δεν έχει φτερά, άλλα επειδή αμφότεροι το λένε είναι ιδεολογικά όμοιοι, άρα δεν δικαιούνται να ομιλούν και άρα εμείς είμαστε καθαρόαιμοι και φιλειρηνιστές, ενώ όσοι διαφωνούν είναι εθνικιστές, πολεμοκάπηλοι και ίσως αιμοσταγείς».
Αφού φωτογραφίσαμε τις επικοινωνιακές τους πρακτικές, καλά κάνουμε τώρα νηφάλια να τονίσουμε το προαναφερθέν γεγονός, δηλαδή τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της μίζερης αναπαραγωγής «κριτικών» υποπροϊόντων σε παρακμάζουσες και ανυποψίαστες κοινωνίες. Ακριβώς, γράφεται σε αναφορά με τις πιο ακραίες και επιστημονικά αμφιλεγόμενες εκδοχές των «κριτικών» τάσεων, προσφέρεται (στους «κριτικούς) «η δυνατότητα, δρώντας πολιτικά διαμέσου ΜΚΟ και άλλων συνομαδώσεων) «να αναπτύξουν συμμαχίες και διασυνδέσεις διαμέσου των συνόρων και σ’ όλη την υδρόγειο, οι οποίες, μακροπρόθεσμα, θα υπηρετήσουν τον σκοπό υπονόμευσης των “ιστορικών δομών” [δηλαδή των εθνών-κρατών] και θα δημιουργήσουν ορατές αλλαγές στην παγκόσμια πολιτική» (Lipschutz 1992). Αν διαβάζοντας τέτοια κείμενα είναι πειρασμός για κάποιον να πει ότι σε κάποια μικρά επιστημονικά μυαλά μπαίνουν μεγάλες ιδέες, στα ημέτερα Βαλκάνια «σόροι, σοράκια και κοράκια» κυριολεκτικά οργιάζουν, με το να εκτρέπουν τις συζητήσεις σε ακόμη πιο επισφαλή μονοπάτια, με το να προκαλούν επιστημονική σύγχυση και με το να διαφθείρουν έτσι τον δημόσιο διάλογο. Δημόσιο διάλογο μεταξύ των μελών της κοινωνίας που θα ανέμενε από τους φορείς ακαδημαϊκών τίτλων εγκυρότητα, αξιοπιστία και προσήλωση στα ουσιαστικά και σημαντικά της επιστημονικής προσπάθειας.

Έτσι βλέπουμε κάποιους να διατείνονται πως είναι υψηλοί αντιπρόσωποι κάποιας δήθεν μεγάλης ιστοριογραφικής σχολής. Η επιστημονική αλήθεια, εν τούτοις, είναι ότι οι επικλήσεις τους αφορούν τις πιο οριακές, τις πιο πολιτικοποιημένες, τις πιο ιδεολογικοποιημένες και τις ελάχιστα επιστημονικές των πιο ακραίων και αμφιλεγόμενων επιστημολογικών αιρέσεων που διανθίζουν με σορικά ιδεολογήματα και πνευματικό σανό που οι ηγεμονικές δυνάμεις ή οι ποικιλόχρωμοι διεθνικοί χρηματοδότες προορίζουν μόνο για κοινωνίες-στόχους τους (βλ. πιάνω θέσεις για τους αμερικανικούς σκοπούς όσον αφορά τους «κριτικούς»).

Σπρώχνοντας στα πιο στοχαστικά ακραία και πολιτικά επικίνδυνα όρια μερικές σκέψεις υποπροϊόντα της «σχολής της Φραγκφούρτης»και των πιο ακραίων «μεταεθνικών» υποπροϊόντων της, θέλουν να διευρύνουν τις αποδομητικές δραστηριότητές τους για να συμπεριλάβουν τα ελληνικά σχολεία και πανεπιστήμια (για τα τελευταία ίσως είναι πια αργά).

Ακόμη και για ένα ελάχιστα πληροφορημένο για αυτές τις οριακές τάσεις στην διεθνή βιβλιογραφία, είναι σαφές πως ότι λένε, ότι γράφουν και ανεξαρτήτως ωραιοποιητικών ή επιστημονικών μεταμφιέσεων, οδηγεί ευθέως, στην υπονόμευση των ιστορικών εθνικών συνειδήσεων, στην αμφισβήτηση της διϋποκειμενικής ιστορικής γνώσης, στην συγγραφή αποδομητικών ιστορικών αφηγήσεων που εξομοιώνουν θύτες και θύματα και στην εν γένει αποδόμηση των εθνικών-κρατικών δομών («εθνοκεντρικών» τις ονομάζουν, υποτιμητικά).

Εδώ, ακριβώς, είναι σημαντικό να τονιστεί πως ενδιαφέρουν όχι οι προθέσεις ή τα ελάχιστα διαφανή ωφελήματα των διεθνικών χρηματοδοτήσεων (αυτό ας το ψάξουν όσοι ενδιαφέρονται αρμοδίως) αλλά η υπερβολική, ακραία και άκρως αμφιλεγόμενη πορεία των κοινωνικών επιστημών και ιδιαίτερα η ιστοριογραφία στα Βαλκάνια.

Οι ημέτεροι Βαλκάνιοι «κριτικοί», κινούμενοι βασικά εκτός ορίων της διεθνούς βιβλιογραφίας και «νομιμοποιώντας» αυτοαναφορικά τις περιθωριακές τους απόψεις, βασικά διατείνονται δημοσίως πως δικαιούνται, δήθεν, να πετάνε στα σκουπίδια κώδικες και δεοντολογίες επιστημονικής ουδετερότητας και την υποχρέωση ακριβούς περιγραφής. Σχεδόν σε κανένα κείμενο από τα χιλιάδες που διαβάσαμε της κριτικής βιβλιογραφίας δεν διακρίναμε μια τέτοια στάση. Γι’ αυτό, δεν εκπλήττει η προπέτεια με την οποία δηλώνεται πως είναι στρατευμένοι στην εκπλήρωση συγκεκριμένων πολιτικών σκοπών (που όλως περιέργως κάποιοι δυτικοί διεθνοεθνικιστικές αν και θα το θεωρούσαν ως εγκληματικό για την δική τους χώρα για τα «κράτη-στόχους» το θεωρούν ως αναγκαίο πνευματικό κουτόχορτο για τους ιθαγενείς υποψήφια θύματα των ηγεμονικών αξιώσεων).

Η «τέταρτη τάση» που μόλις σκιαγραφήσαμε, δηλαδή η πιο ακραία, εξτρεμιστική και επιστημονικά-πολιτικά επικίνδυνη αντίληψη της ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενης «κριτικής» θεώρησης, φαίνεται πως τελικά ευδοκίμησε σε κάποιες βαλκανικές χώρες (στην Ρωσία οι ΜΚΟ που την έθρεφαν με αμερικανικά κονδύλια και λεφτά του Σόρος ελέγχθηκαν νομοθετικά). Στο επιστημονικό τέλμα που οδηγεί φαίνεται πως διολισθαίνουν –συνειδητά ή ανεπίγνωστα, είναι επιστημονικά αδιάφορο– οι πλείστοι έλληνες «κριτικοί».

Ακόμη, συνεκτιμώντας όλους τους παράγοντες αυτού του ιδιόμορφου φαινομένου, βλέπουμε ότι στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ενώνονται νήματα κλασικού αναρχισμού, ηγεμονικού νεοφιλελευθερισμού, παρωχημένου διεθνισμού, αφελούς κοσμοπολιτισμού και διεθνοαναρχικού «σορισμού». Η άγνοια της πολιτικής ηγεσίας και των υπόλοιπων διανοουμένων (και των δημοσιογράφων) για τον πραγματικό χαρακτήρα αυτών των παρακμιακών φαινομένων οδηγεί σε περαιτέρω εκτροχιασμό του ελληνικού δημόσιου διαλόγου. Δημιουργεί κινδύνους, επίσης, μετατροπής των μαθητών σε πνευματικό σκουπιδοτενεκέ ακραίων και εξτρεμιστικών «κριτικών» απόψεων που καμιά σχέση δεν έχουν με την ειρήνη και την σταθερότητα στις διεθνείς σχέσεις. Ούτε καμιά σχέση έχουν, βεβαίως, με βάσιμες επιστημονικές θεωρήσεις που κυριαρχούν στην διεθνή βιβλιογραφία (συμπεριλαμβανομένων των «κριτικών»).

Για να το θέσουμε με απλά λόγια: ημιμαθή αναμασήματα των πιο ακραίων ξένων παρακμασμένων (και οριακών στις κοινωνικές επιστήμες) τάσεων οδηγούν κάποιους στην Ελλάδα σε ακρότητες και επικλήσεις επιστημονικών τίτλων για εκπλήρωση πολιτικών σκοπώ. Το αποτέλεσμα είναι μια απίστευτη οχλαγωγία που δεν τιμά τον δημόσιο και επιστημονικό διάλογο στην Ελλάδα (μερικοί διευθυντές εφημερίδων, πάντως, φέρουν την κύρια πολιτική ευθύνη όταν φιλοξενούν δέκατης ή εικοστής κατηγορίες ιδεολογήματα και τα θεωρήματα).

5. Περί ιστορικών μύθων και οι «κριτικοί» μυθολόγοι. Ένα άλλο ανησυχητικό φαινόμενο είναι η πνευματική προπέτεια κάποιων όταν, φαινομενικά τουλάχιστον συντονισμένα, χρησιμοποιούν τον επιστημονικό τους μανδύα για να εξευτελίσουν καίριους, βάσιμους και σημαντικούς επιστημονικούς όρους και έννοιες. Θλίβει αν σε μια χώρα που πληρώνει τεράστια ποσά για την ύπαρξη πανεπιστημιακών τμημάτων κοινωνικών επιστημών, αυτά διολισθαίνουν στην πιο ακραία εκδοχή αποδομητικής «κριτικής» προπαγάνδας. Γι’ αυτό όλοι είναι υποχρεωμένοι να υποστηρίξουν όχι μόνο τα επιστημονικά αυτονόητα και πασίγνωστα αλλά επίσης και τα λογικά και πασίδηλα.

Καταντήσαμε να ακούμε τηλεοπτικούς διαπληκτισμούς όταν κάποιοι επικαλούνται συμβατικούς επιστημονικούς τίτλους («ιστορικού», «διεθνολόγου» κτλ) ως αμάχητο δήθεν κριτήριο επιστημονικής εγκυρότητας, με πασίδηλο σκοπό να μεταμφιέσουν αποδομητική «κριτική» πολιτική προπαγάνδα και να κατεδαφίσουν την διϋποκειμενική ιστορική γνώση. Δηλαδή, την ιστορική αφήγηση κάθε κοινωνίας για τους αγώνες ελευθεριας των προγόνων της που περιγράφει καλύτερα –και κυρίως ακριβέστερα– από κάθε φορέα επιστημονικών τίτλων, τις κινητήριες διαμορφωτικές δυνάμεις της ιστορίας, τον διαμορφωτικό χαρακτήρα των αγώνων ελευθερίας, τον δυναστικό χαρακτήρα των δυναστικών αυτοκρατορικών γεγονότων, τον φασιστοειδή χαρακτήρα των ηγεμονισμών όλων των εποχών, τη σημασία της λαϊκής αντίστασης κατά των ηγεμονισμών και τους κινδύνους για την αξιοπρεπή επιβίωση μιας σημερινής κοινωνίας από τα αίτια πολέμου που σχετίζονται με το ιστορικό γίγνεσθαι.

Ασφαλώς, το ζήτημα «μύθος», «κοινωνικό φαντασιακό» και λαϊκή ιστορική αφήγηση στην ιστοριογραφία, εν γένει, είναι μεγάλο. Εδώ μπορούν να γίνουν μόνο κάποιες νύξεις χωρίς να εξαντλείται το μεγάλο αυτό επιστημονικό και επιστημολογικό ζήτημα.

Προκαλεί θλίψη η ισοπέδωση όρων και εννοιών οι οποίοι αν και στην ιστοριογραφία έχουν συγκεκριμένο νόημα που αποδέχονται όλοι οι καλοί ιστορικοί του κόσμου για τους έλληνες πρωταθλητές των τηλεοπτικών και επιφυλλιδογραφικών διαπληκτισμών γίνονται αντικείμενο «κριτικής» πολιτικής προπαγάνδας. Έτσι, για παράδειγμα, με άλματα συλλογισμών που θα θαύμαζε και ο γκέμπελ ταυτίζονται, μεταξύ άλλων, οι έννοιες «μύθος» με το «μυθολόγημα», το «κοινωνικό φαντασιακό» με την «φαντασιοπληξία» και η αυτοδίκαιη ελεύθερη άσκηση αυτοδιάθεσης στο εσωτερικό μιας κυρίαρχης κοινωνίας όταν καλλιεργεί τις «παραδόσεις» της και τον «πολιτισμό» της με την «προγονοπληξία».
Ισοπεδωτικές εξομοιώσεις όπως αυτές αποτελούν επιτήδεια ιστοριογραφική τσαρλατανιά που μόνο πολιτική προπαγάνδα μπορεί να εξυπηρετήσει και όχι την επιστημονική ιστοριογραφία ή ευρύτερα την επιστήμη. Με κίνδυνο να υπεραπλουστεύσω, λόγω χώρου, επισημαίνω ότι τα ζητήματα των «μύθων» και του «κοινωνικού φαντασιακού» θέτουν επιστημολογικά και ιστοριογραφικά ζητήματα που δεν μπορούν να ισοπεδώνονται για να εξυπηρετούνται οι ανάγκες της μιας ή της άλλης επιστημονικά μεταμφιεσμένης «κριτικής» πολιτικής μονομέρειας.

Συντομογραφικά, αναφέρεται ότι η μυθική ιστορική αφήγηση δεν εξομοιώνεται με την συμβατική λέξη «παραμύθια» ή κατ’ ανάγκη με το εξωπραγματικό, το μεταφυσικά προσδιορισμένο και το ιστορικά αναληθές. Σε κάποιο τουλάχιστον σημαντικό βαθμό, αποτελεί συστατικό στοιχείο των συλλογικών κοσμοεικόνων που η καλή ιστοριογραφία διερευνά με σοβαρότητα και όχι περιπαικτικά και υβριστικά. Οπωσδήποτε, όσον αφορά την διυποκειμενική ιστορική αφήγηση κάθε λαού δεν την πετάς στα σκουπίδια αλλά την συνεκτιμάς δεόντως σε αναφορά με πραγματολογικά επαληθευμένες ιστορικές συνθήκες, με τις βαθύτερες πνευματικές και αισθητές κινητήριες δυνάμεις του ιστορικού γίγνεσθαι και με τα κύρια διαμορφωτικά ιστορικά γεγονότα. Για παράδειγμα:

α) Πιθανές υπερβολές της διϋποκειμενικής ιστορικής αφήγησης τις συνεκτιμάς με τις πραγματολογικά επαληθευμένες συνθήκες τη εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας (που μπορεί κάτω από τις ιστορικές συνθήκες της συγκυρίες αυτής να μην ήταν ουσιαστικές υπερβολές ή ούτε καν υπερβολές). Υπερβολές ή οι με σημερινούς όρους μη αληθοφανείς λαϊκές αφηγήσεις δυνατό να συμβολίζουν όχι ιστορικές αναλήθειες αλλά την λαϊκή αντίσταση σε χαλεπούς καιρούς και υπό το πρίσμα του ιστορικού γεγονότος πως πολλές κοινωνίες επιβίωσαν ως διακριτές οντότητες επί πολλούς αιώνες και ενάντια στις γενοκτονίες, στις εθνοκαθάρσεις και στις αφομοιωτικές πρακτικές. Μηδενισμός αυτής της λαϊκής αφήγησης δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε απονεύρωση της διαμορφωτικής ιστορικής μνήμης μιας κοινωνίας.

β) Συνεκτιμάς τις διάφορες πτυχές της διϋποκειμενικής ιστορικής αφήγησης, επίσης, όταν εμφανίζει ήρωες της ελευθερίας ως σχεδόν υπεράνθρωπους και που τείνει να καθαγιάζει τα ατομικά ελαττώματά τους υπό το πρίσμα των (ηθικά αμάχητων) αγώνων ελευθερίας που συνέτριψαν δυναστικές αυτοκρατορίες υπέρτερης ισχύος. Μηδενίζοντας αυτές τις πτυχές μηδενίζεις τα αίτια στα οποία οφείλεται η σημερινή εθνική ανεξαρτησία. Την τελευταία, πάντως, αντιπαθεί κάθε συνεπής «κριτικός» (γι’ αυτό ο συνεπής «κριτικός» μάλλον θα θεωρήσει την κριτική μας κομπλιμέντο).

γ) Συνεκτιμάς, επιπλέον, τα αίτια στα οποία οφείλεται η ένταση με την οποία οι λαοί ενθυμούνται το ιστορικό τους παρελθόν, τα αίτια στα οποία οφείλεται η προσκόλληση σε κάποια πρότυπα (όχι «στερεότυπα») ηρωικών κατορθωμάτων και την σχέση παρελθόντων γεγονότων με σύγχρονες κοσμοεικόνες «εχθρών και φίλων». «Εχθρών και φίλων», οι οποίοι αν και για κάποιους εγγενείς γεωγραφικούς και ανθρωπολογικούς λόγους εναλλάσσονται, σχετίζονται, εν τούτοις, με συγκεκριμένες εκδηλώσεις ηγεμονικών αξιώσεων εκ μέρους «Άλλων». Σχετίζονται, επιπλέον, με τον τρόπο που διαχρονικά οι κοινωνίες και ηγεσίες αυτών των «Άλλων» αξιώνουν ηγεμονία, παραβιάζουν τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο και περιφρονούν τις πρόνοιες των διεθνών θεσμών. Μηδενίζοντας αυτές τις πτυχές, αφοπλίζεις ψυχικά και συνειδησιακά τις φιλειρηνικές κοινωνίες αφήνοντάς της έρμαιο στις αξιώσεις συρρίκνωσής της [Η μη επέκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο βάση του διεθνούς δικαίου δεν είναι συρρίκνωση; Το σχέδιο Αναν δεν ήταν συρρίκνωση της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Η απώλεια της Θράκης που οι Τούρκοι εμφανίζουν ως Τουρκική επαρχία δεν θα είναι συρρίκνωση;]

δ) Συνεκτιμάς επίσης την λαϊκή επιθυμία να διαφυλάξει την διϋποκειμενική ιστορική αφήγηση για τους αγώνες ελευθερίας υπό το πρίσμα του ευρύτερου συγχρόνου διεθνούς συστήματος όπως αυτό προέκυψε μέσα από το διυποκειμενικά γνωστό ιστορικό γίγνεσθαι των τελευταίων αιώνων. Δεν μας προξενεί εντύπωση ότι οι ίδιοι κριτικοί και οι υποστηρικτές τους μετά το 1990 εκτέθηκαν και πάλιν γράφοντας πως επέρχεται ένας περίπου ανθόσπαρτος διεθνής βίος. Οι κοινωνίες και πάλιν γνωρίζουν καλύτερα από αυτούς τι συμβαίνει γύρω τους. Δηλαδή, ότι το διεθνές σύστημα είναι ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό, συχνά εχθρικό και πολύ συχνά επικίνδυνο περιβάλλον. Επίσης, ότι το διεθνές σύστημα ενέχει εγγενή χαρακτηριστικά: 1) Προέκυψε μέσα από αγώνες ελευθερίας σχετικά πρόσφατους. 2) Είναι πλήρες αιτιών πολέμου τα οποία σχετίζονται με αυτούς τους αγώνες ελευθερίας και το «παράπονο» των διαδόχων κρατών των δυναστικών αυτοκρατοριών ότι έχασαν τις δυναστικές αξιώσεις τους. 3) Χαρακτηρίζεται από ηγεμονικές αξιώσεις φορείς των οποίων «όλως περιέργως» είναι τα διάδοχα κράτη πρώην δυναστικών αυτοκρατοριών. Και 4) είναι γεμάτο απειλές, κινδύνους για την συλλογική επιβίωση, για την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία και την αξίωση μιας λιγότερο ισχυρής κοινωνίας για αξιοπρέπεια και ανεπηρέαστη απόλαυση της συλλογικής πολιτισμικής και πολιτικής ετερότητάς της. Μηδενίζοντας τέτοιες ενστικτώδεις λαϊκές συμπεριφορές μηδενίζεις τις αντιστάσεις κατά των ηγεμονικών αξιώσεων. Ακόμη και γνωστικά νήπια γνωρίζουν ότι οι «κριτικοί» συνειδητά ή ανεπίγνωστα μόνο ένα τέτοιο αποκρουστικό ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν. Ακόμη και νήπια γνωρίζουν ότι η αποδόμηση μίας ή δύο κοινωνιών δεν θα αλλάξουν τις απρόσεκτες κοινωνίες παρά μόνο θα τις καταστήσουν εύκολη λεία των ηγεμονικών αξιώσεων.

Όσον αφορά τουλάχιστον τις κινητήριες διαμορφωτικές δυνάμεις της ιστορίας η διϋποκειμενική ιστορική γνώση είναι αλάνθαστη και συνήθως απόλυτα ακριβής. Εντούτοις, εάν και όταν (κατ’ εξαίρεση) η ιστορική αφήγηση διογκώνει κάποιες συγκεκριμένες πτυχές (και τις ανάγκες της η κοινωνία τις γνωρίζει καλύτερα από τους «κριτικούς» μυθογράφους), αυτό δεν είναι άσχετο με την ακριβή ιστορική πραγματικότητα και τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Μάλλον φωτίζει την ιστορική πραγματικότητα παρά την παραποιεί. Η λαϊκή διϋποκειμενική γνώση είναι σε κάθε περίπτωση η ακριβέστερη περιγραφή των μεγάλων διαμορφωτικών γεγονότων. Απεικονίζει επακριβώς και ενσαρκώνει στην συλλογική συνείδηση τις συγκυριακές ιστορικές συνθήκες μεγάλων διαμορφωτικών ιστορικών γεγονότων, περιγράφει τον πραγματικό χαρακτήρα της σύγκρουσης των αξιώσεων ελευθερίας με τις κατεξουσιαστικές αξιώσεις και εκφράζει αληθινά και παραστατικά τον πραγματικό χαρακτήρα του διλήμματος «ελευθερία ή θάνατος». Ανάλογη ιστορική αφήγηση έχουν όλες οι ζωντανές κοινωνίες τα μέλη της οποίας «θυμούνται» τις ιστορικές στιγμές και τα πραγματικά-αληθή γεγονότα που τους έφεραν την ελευθερία ή τα λάθη που τους προκάλεσαν απώλειες. Οι μεγάλες μορφές αυτών των στιγμών, εξάλλου, ήταν άτομα όπως όλα τα άλλα. Ως αγωνιστές της ελευθερίας, όμως, υπερβαίνουν τις συνήθεις ανθρώπινες δυνατότητες μιας και συντρίβουν απείρως υπέρτερους αντιπάλους. Όταν το πετύχουν, εκπληρώνουν τον ηθικά αμάχητο σκοπό της επιβίωσης και απελευθέρωσης μιας κοινωνίας. Αν και όχι υπεράνθρωποι (με την μεταφυσική έννοια του όρου) υπερβαίνουν εντούτοις τις συνηθισμένες ανθρώπινες δυνατότητες, γεγονός που ασθενείς ψυχές αδυνατούν να κατανοήσουν.

Για παράδειγμα: Ακόμη, έστω και αν δεν υπήρχε κάποιο υπόγειο καταφύγιο (αν και μάλλον βεβαιώνεται ότι υπήρχε όχι ένα αλλά πολλά, πλην όμως αυτό είναι ιστοριογραφικά αδιάφορο), η ιστορική κοσμοεικόνα του «κρυφού σχολειού» αποτελεί διϋποκειμενική ιστορική αφήγηση που περιγράφει τον ρόλο του κλήρου στην πνευματική συντήρηση των κατοίκων μιας υπόδουλης περιοχής στην Ελλάδα και μιας κοινωνίας που αγωνιζόταν να συντηρήσει τις παραδόσεις της, τον πολιτισμό της, τις θρησκείες της και την ίδια την ύπαρξή της. Η ανακάλυψη κάποιου υπόγειου καταφυγίου (που μάλλον δεν θα έχει ταμπέλα με τίτλο «κρυφό σχολειό») δεν θα αποτελέσει κάποια μεγάλη ανακάλυψη. Απλά θα επιβεβαιώσει κάτι που είναι στην λαϊκή μνήμη ζωντανό γιατί ακριβώς ήταν ιστορικά αληθές και πραγματικό.

Είναι λοιπόν ένα πράγμα η διόρθωση κάποιων ιστορικών ανακριβειών (αποτελεί ύβρη ο ισχυρισμός πως κάποιοι ζητούν να μην γίνεται αυτό) και άλλο: α) η εξομοίωση του θύτη με το θύμα, β) η εξομοίωση των φασιστοειδών αυτοκρατορικών αξιώσεων με το τις αξιώσεις ελευθερίας, γ) η εξομοίωση του αίματος των αγωνιστών της ελευθερίας με το αίμα των στρατιωτών του δυνάστη, δ) η εξομοίωση των αταξιών κάποιων στρατιωτών σε μια μάχη με την γενοκτονία των ελλήνων μικρασιατών και ε) ο μηδενισμός της ζωντανής διυποκειμενικής ιστορικής μνήμης που αποτελεί ενδεχομένως και την ακριβέστερη ιστορική αφήγηση για το ιστορικό γίγνεσθαι (μπροστά στην οποία οι ιστορικοί έχουν χρέος να γονατίζουν και να συνεκτιμούν δεόντως)

Μπορεί βεβαίως η παρακμή μιας κοινωνίας να οδηγήσει στην εφήμερη επικράτηση κάποιων «κριτικών» ιδεολογημάτων και θεωρημάτων σε κάποια σχολικά βιβλία. Ελάχιστα θα επηρεάσει το ιστορικό γίγνεσθαι (μάλιστα προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που διακαώς επιθυμούν οι αποδομηστές «κριτικοί») και ασφαλώς διόλου δεν θα επηρεάσει την ιστορική αλήθεια που κάποιοι πάντα θα ξέρουν και πάντα θα καλλιεργούν.

Η ιστορική αλήθεια για το ιστορικό γίγνεσθαι και τους εκάστοτε εχθρούς και φίλους δεν ξεχνιέται και δεν αποδομήται. Αυτό γιατί σχετίζεται με διαχρονική διαμόρφωση μιας ζωντανής κοινωνίας, τις διαιωνιζόμενες από γενιά σε γενιά ιστορικές της μνήμες για τα αληθινά ιστορικά γεγονότα, τις διαχρονικά καταμαρτυρούμενες ιστορικές ρίζες και τις απτές σύγχρονες ανάγκες μιας φιλειρηνικής κοινωνίας για συλλογική αυτογνωσία. Δεν είναι τυχαίο ότι η επιστημονικά μεταμφιεσμένη «κριτική» πολιτική προπαγάνδα που επιχειρεί να αποδομήσει την αλάνθαστη διϋποκειμενική ιστορική γνώση επιχειρεί ταυτόχρονα να αποδομήσει πασίδηλες και πολιτικά-νομικά τεκμηριωμένες αναθεωρητικές και ηγεμονικές απειλές κατά του συγχρόνου ελληνικού κράτους και κατά του κατεχόμενου και απειλούμενου κυπριακού κράτους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου