του Γιάννη Κολοβού*
Ημερίδα με θέμα «Η απειλή της λαθρομετανάστευσης»
Κύπρος 29 Νοεμβρίου 2008
Πριν γίνουν οι οποιεσδήποτε προτάσεις μεταναστευτικής πολιτικής η χώρα θα πρέπει να αποφασίσει τι σκοπούς θέλει να πετύχει με την συγκεκριμένη πολιτική. Ο ειδικός σε θέματα Οικονομικής της Μετανάστευσης καθηγητής του Πανεπιστημίου του Harvard George J. Borjas τονίζει ότι, αν εξαιρεθούν οι μεγαλοεπιχειρηματίες της Wall Street, όλοι οι υπόλοιποι αναγνωρίζουν ότι η μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει να είναι επιλεκτική προκειμένου να διαθέσει τις περιορισμένες άδειες εισόδου στους καλύτερους μεταξύ των αιτούντων. Στην τελική ανάλυση, η κάθε μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει να δίνει απάντηση σε δύο διακριτά ερωτήματα:
- Πόσοι νόμιμοι μετανάστες θα πρέπει να εισέρχονται στην χώρα;
- Τι είδους μετανάστες θα πρέπει να παίρνουν την άδεια εισόδου και εργασίας;
Κατά τον Borjas, για να δοθεί απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, θα πρέπει να αποφασισθεί ποιάς από τις τρεις ομάδες την οικονομική ευμάρεια θα πρέπει να εξυπηρετήσει η μεταναστευτική πολιτική. Η αποτίμηση της βαρύτητας που έχει για την χώρα που θα δεχθεί τους μετανάστες η οικονομική ευμάρεια καθεμιάς από τις τρεις αυτές ομάδες θα καθορίσει και το περιεχόμενο της μεταναστευτικής πολιτικής.
Η πρώτη ομάδα αποτελείται από τους γηγενείς της χώρας υποδοχής των μεταναστών, η δεύτερη από τους μετανάστες και η τρίτη από αυτούς που μένουν πίσω στις χώρες προέλευσης των μεταναστών. Κατά τον Borjas η μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει να ενδιαφερθεί μόνο για την οικονομική ευμάρεια των γηγενών. Όμως και αυτή η επιλογή πολιτικής δεν θα πρέπει να λάβει υπ' όψιν της μόνον την επίτευξη αύξησης του κατά κεφαλήν διαθέσιμου εισοδήματος για τους γηγενείς αλλά και το μέγεθος της αναδιανομής εισοδήματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Η επιλεγείσα μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει να κάνει τους γηγενείς πιό πλούσιους αλλά χωρίς να αυξάνει τις εισοδηματικές διαφορές μεταξύ των κατηγοριών των γηγενών εργαζομένων.
Εξυπακούεται ότι η βελτίωση της οικονομικής ευμάρειας των γηγενών προϋποθέτει την διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας αλλά και της κοινωνικής συνοχής.
1. Το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για την Μετανάστευση και το Άσυλο
Το πολυαναμενόμενο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για την Μετανάστευση και το Άσυλο (1) επικυρώθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στην Σύνοδο Κορυφής που έλαβε χώρα στις 15 και 16 Οκτωβρίου 2008 στις Βρυξέλλες. Σε αυτό επισημαίνεται ότι «Η Ευρωπαϊκή Ένωση.δεν έχει τους πόρους ώστε να υποδεχθεί αξιοπρεπώς όλους τους μετανάστες που ελπίζουν να βρουν μία καλύτερη ζωή εδώ. Η κακή διαχείριση της μετανάστευσης μπορεί να αναστατώσει την κοινωνική συνοχή των χωρών προορισμού [των μεταναστών]» (σελ. 3). Γι' αυτό και υπογραμμίζεται ότι η μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει να λαμβάνει υπ' όψιν της «την χωρητικότητα υποδοχής της Ευρώπης από πλευράς της αγοράς εργασίας της, της κατοικίας, και των υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικών υπηρεσιών» (σελ. 3).
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θεωρεί ότι η κοινή μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει να λάβει υπ' όψιν της τόσο το συλλογικό συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και τις συγκεκριμένες ανάγκες κάθε Κράτους-Μέλους. Η νόμιμη μετανάστευση θα πρέπει «να λαμβάνει υπ' όψιν της τις προτεραιότητες, τις ανάγκες και τις χωρητικότητες υποδοχής που καθορίζονται από κάθε Κράτος- Μέλος» (σελ. 4), ενώ για την παράνομη μετανάστευση γίνεται λόγος για «διασφάλιση ότι οι παράνομοι μετανάστες επιστρέφουν στις χώρες προέλευσής τους» (σελ. 4).
Πιο συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «θεωρεί ότι η νόμιμη μετανάστευση θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα μίας επιθυμίας εκ μέρους τόσο του μετανάστη όσο και της χώρας υποδοχής για το κοινό τους όφελος» (σελ. 5) ενώ καθιστά σαφές ότι «εναπόκειται σε κάθε Κράτος-Μέλος να αποφασίσει για τις προϋποθέσεις εισόδου νόμιμων μεταναστών στο έδαφός του και, όπου καθίσταται απαραίτητο, να προσδιορίζει τον αριθμό τους. Αν υπάρχουν ποσοστώσεις, μπορούν να εφαρμοστούν σε συνεργασία με τις χώρες προέλευσης» (σελ. 5). Μάλιστα, υπενθυμίζεται στα Κράτη-Μέλη ότι θα πρέπει να εφαρμόζουν την Κοινοτική προτίμηση αναφορικά με την κάλυψη αναγκών της αγοράς εργασίας τους, διερευνώντας πρώτα την δυνατότητα κάλυψής τους από εργαζομένους που προέρχονται από Κράτη-Μέλη της ΕΕ (σελ. 5).
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επισημαίνει ότι «οι παράνομοι μετανάστες που βρίσκονται σε έδαφος Κρατών-Μελών πρέπει να εγκαταλείψουν αυτό το έδαφος» (σελ. 7) ενώ υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να προτιμάται ο οικειοθελής επαναπατρισμός αλλά και να θεσπισθούν αποτρεπτικές και σημαντικές ποινές σε όσους εκμεταλλεύονται παράνομους μετανάστες (όπως πχ. οι εργοδότες). Τονίζει μάλιστα ότι οι εκ των υστέρων νομιμοποιήσεις δεν θα πρέπει να είναι γενικευμένες αλλά θα πρέπει να γίνονται μόνον κατόπιν εξέτασης κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (σελ. 7).
Τέλος, για το θέμα του ασύλου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αναληφθούν νέες πρωτοβουλίες ώστε να διαμορφωθεί ένα Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου αλλά επισημαίνει ότι «η χορήγηση προστασίας και προσφυγικής ιδιότητας αποτελεί ευθύνη του κάθε Κράτους-Μέλους» (σελ. 11).
Τα παραπάνω αποσπάσματα αποτελούν και τον μεγαλύτερο κόλαφο για την μεταναστευτική πολιτική που έχει ακολουθηθεί από την Ελλάδα κατά τα τελευταία 12 έτη.
- Η μετανάστευση προς την Ελλάδα μετά το 1990 δεν ήταν αποτέλεσμα μίας επιθυμίας του Ελληνικού Κράτους για οργανωμένη εισροή μεταναστών προς κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών της αγοράς εργασίας, αλλά ήταν αποτέλεσμα αδυναμίας φύλαξης των συνόρων και αδυναμίας εφαρμογής μίας πολιτικής συστηματικής αποτροπής και επαναπατρισμού των παρανόμων μεταναστών
- Οι γενικευμένες εκ των υστέρων νομιμοποιήσεις (το 1998, το 2001, το 2005 και το 2007) στις οποίες όλες οι κυβερνήσεις προέβησαν, ουσιαστικά «επιβράβευαν» τόσο τον μετανάστη που εισήλθε παρανόμως στην χώρα και τον διακινητή του, όσο και τον εργοδότη που τον χρησιμοποίησε γνωρίζοντας ότι παραβιάζει τον νόμο. Έτσι έδωσαν κίνητρο και σε άλλους μετανάστες να εισέλθουν παρανόμως στην χώρα με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή και εκείνοι θα νομιμοποιηθούν
- Οι αποφάσεις των Ελλαδικών κυβερνήσεων για τις εκ των υστέρων νομιμοποιήσεις δεν βασίσθηκαν σε μελέτες ούτε των προτεραιοτήτων της χώρας (πχ. σε θέματα εθνικής ασφάλειας, εξωτερικής πολιτικής κλπ), ούτε των αναγκών της αγοράς εργασίας, ούτε των δυνατοτήτων χωρητικότητας υποδοχής της Ελλάδας από πλευράς κατοικίας, παροχών υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικών υπηρεσιών.Γι' αυτό και ουδέποτε υπήρξε αναφορά σε συγκεκριμένο αριθμό μεταναστών τους οποίους η Ελλάδα είχε ανάγκη και στους οποίους θα μπορούσε να παρέχει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας
- Οι επαναπροωθήσεις παρανόμων μεταναστών υπολείπονται σημαντικά του αριθμού των παρανόμως εισερχομένων, ουδέποτε έγινε κάποια σοβαρή συζήτηση ή μελέτη για την προώθηση του επαναπατρισμού μεταναστών ενώ και η εκμετάλλευση των μεταναστών από τους εργοδότες συνεχίστηκε ουσιαστικά απρόσκοπτη λόγω της ελλιπέστατης στελέχωσης των υπηρεσιών επιθεώρησης εργασίας
2. Πώς αντιμετωπίζεται η παράνομη μετανάστευση
Το πρόβλημα στην Κύπρο είναι πρόβλημα παράνομης εισόδου και παραμονής, κυρίως από τις περιοχές των Κατεχομένων εδαφών. Για να καταπολεμηθεί η παράνομη μετανάστευση θα πρέπει να εφαρμοσθούν με αυστηρότητα τα εξής τρία μέτρα:
- Αυστηροποίηση της φύλαξης των συνόρων με την βοήθεια και της σύγχρονης τεχνολογίας. Το κόστος των μέτρων αυτών δικαιολογείται από το πολύ υψηλότερο κόστος επαναπροώθησης των παρανόμων μεταναστών, το κόστος φιλοξενίας τους αλλά και το κόστος της παροχής περίθαλψης και εκπαίδευσης σε αυτούς και τις οικογένειές τους
- Άμεση επαναπροώθηση των συλληφθέντων παρανόμως εισερχομένων και διαμενόντων. Διαμόρφωση καταλόγου «ασφαλών χωρών» από τις οποίες δεν θα γίνονται δεκτές αιτήσεις ασύλου καθώς και υπογραφή διακρατικών συμφωνιών για την επανεισδοχή των παράνομων μεταναστών. Λόγω του ότι το πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης είναι ιδιαιτέρως έντονο για τα κράτη της ΕΕ, θα μπορούσε και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση να «νουθετήσει» τρίτες χώρες που αρνούνται την επανεισδοχή πολιτών τους
- Θέσπιση και επιβολή βαρύτατων προστίμων σε όσους απασχολούν παράνομους μετανάστες. Επειδή, όσο καλά και να φυλαχθούν τα σύνορα, κάποιοι θα καταφέρουν να εισέλθουν, επειδή το βασικό κίνητρό των παράνομων μεταναστών είναι η εξεύρεση εργασίας και επειδή οι εργοδότες τους προτιμούν από τους γηγενείς γιατί οι παράνομοι μετανάστες είναι «φθηνότεροι», με το μέτρο αυτό οι μετανάστες θα γίνουν «ακριβότεροι» και επομένως ασύμφοροι για τους εργοδότες. Αν δεν βρίσκουν εργασία τότε θα μετακινηθούν σε άλλη χώρα και ταυτοχρόνως θα αποτρέψουν ομοεθνείς τους από το να αποπειραθούν να έλθουν. Στην Βρετανία ο αρμόδιος υπουργός εισηγήθηκε την επιβολή προστίμων στους εργοδότες μέχρι και 10.000 λιρών ανά απασχολούμενο παράνομο μετανάστη (2). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την άλλη πρότεινε ακόμα και την επιβολή ποινών φυλάκισης σε αυτούς τους εργοδότες (3).
Αυτά τα τρία μέτρα θα πρέπει να συνδυαστούν με την αποφυγή των εκ των υστέρων νομιμοποιήσεων καθώς αυτές δίνουν κίνητρο και σε άλλους μετανάστες να εισέλθουν παρανόμως στην χώρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ήδη από το 2004, σε σχετική έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τόνιζε ότι η αποτελεσματικότητα των (εκ των υστέρων) νομιμοποιήσεων μεταναστών έχει αμφισβητηθεί καθώς «προσφέρουν [οι νομιμοποιήσεις] μία μορφή ενθάρρυνσης της παράνομης μετανάστευσης...Προγράμματα ευρείας νομιμοποίησης και παρόμοια μέτρα φαίνονται να αυτοδιαιωνίζονται καθώς, συχνά, επιπρόσθετα ευρέα μέτρα απαιτούνται μόλις μετά από λίγα χρόνια. Μία μελέτη προγραμμάτων νομιμοποίησης σε οκτώ Κράτη-Μέλη συμπέρανε ότι τέτοια μέτρα λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο κάθε 6,5 χρόνια...» (4, σελ. 10).
Συνεχίζοντας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπογράμμιζε ότι οι προσπάθειες εκ των υστέρων νομιμοποίησης «δεν φαίνονται να έχουν μακροπρόθεσμη επίδραση στην μείωση του αριθμού των παρανόμων μεταναστών, αλλά αντιθέτως μπορεί να λειτουργήσουν ως πρόσθετος παράγων έλξης για τους παράνομους μετανάστες...Επιπλέον, τέτοια ευρέα μέτρα έχουν επίσης επιπτώσεις για τα άλλα Κράτη-Μέλη της ΕΕ λόγω της κατάργησης των ελέγχων των εσωτερικών συνόρων» (4, σελ. 17). Για τους λόγους αυτούς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι «οι νομιμοποιήσεις δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως τρόπος διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών, καθώς στην πραγματικότητα συχνά αναδύονται ως αρνητική επίδραση της μεταναστευτικής πολιτικής σε άλλα σημεία» (4, σελ. 17).
Για να αντιμετωπισθεί η παράνομη μετανάστευση χρειάζεται η πολιτική βούληση για την εφαρμογή και των τριών προαναφερθέντων μέτρων και η αποφυγή του πειρασμού της εύκολης «λύσης» των εκ των υστέρων νομιμοποιήσεων. Η μη εφαρμογή (ή η ελλιπής εφαρμογή) κάποιου από αυτά δεν θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα γιατί σκοπός είναι να καταπολεμηθεί τόσο η προσφορά παράνομων μεταναστών όσο και η ζήτησή τους. Μία αναποτελεσματική φύλαξη των συνόρων συνδυαζόμενη με αυστηρές ποινές προς τους εργοδότες, εκτός από τις άλλες κοινωνικές παρενέργειες που θα έχει, θα οδηγήσει τους παράνομους μετανάστες στην εγκληματικότητα και στην παρασιτική εργασία (πχ. επαιτεία, παραεμπόριο), ενώ μία αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων συνδυαζόμενη με ελαφριές ποινές προς τους εργοδότες που απασχολούν παράνομους μετανάστες θα οδηγήσει σε αύξηση των προσπαθειών των μεταναστών να εισέλθουν παρανόμως καθώς η ζήτηση για παράνομα εργατικά χέρια θα είναι μεγάλη.
Για να αντιμετωπισθεί η παράνομη μετανάστευση χρειάζεται η πολιτική βούληση για την εφαρμογή και των τριών προαναφερθέντων μέτρων και η αποφυγή του πειρασμού της εύκολης «λύσης» των εκ των υστέρων νομιμοποιήσεων. Η μη εφαρμογή (ή η ελλιπής εφαρμογή) κάποιου από αυτά δεν θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα γιατί σκοπός είναι να καταπολεμηθεί τόσο η προσφορά παράνομων μεταναστών όσο και η ζήτησή τους. Μία αναποτελεσματική φύλαξη των συνόρων συνδυαζόμενη με αυστηρές ποινές προς τους εργοδότες, εκτός από τις άλλες κοινωνικές παρενέργειες που θα έχει, θα οδηγήσει τους παράνομους μετανάστες στην εγκληματικότητα και στην παρασιτική εργασία (πχ. επαιτεία, παραεμπόριο), ενώ μία αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων συνδυαζόμενη με ελαφριές ποινές προς τους εργοδότες που απασχολούν παράνομους μετανάστες θα οδηγήσει σε αύξηση των προσπαθειών των μεταναστών να εισέλθουν παρανόμως καθώς η ζήτηση για παράνομα εργατικά χέρια θα είναι μεγάλη.
3. Το θέμα του ασύλου
Μία ιδιαίτερα ευαίσθητη παράμετρος του προβλήματος είναι αυτή των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο. Η παράμετρος αυτή είναι ιδιαίτερα οξυμένη για την Κύπρο. Σύμφωνα με την σχετική ετήσια έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (5) «κατά την περίοδο 2003-2007, η Κύπρος δέχθηκε 39 αιτούντες άσυλο ανά 1.000 κατοίκους, το υψηλότερο ποσοστό από όλες τις 51 [υπό μελέτη βιομηχανοποιημένες] χώρες» (σελ. 8).
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η αντίστοιχη σύγκριση της Κύπρου με τις έξη χώρες που δέχονται αριθμητικά τις περισσότερες αιτήσεις ασύλου. Πιό συγκεκριμένα, οι χώρες, ο αριθμός αιτήσεων ασύλου κατά το 2007 (5) και ο πληθυσμός τους (6) είναι οι εξής:
Χώρα | Αιτήσεις ασύλου | Πληθυσμός | Αιτήσεις ασύλου/ 1000 κατοίκους |
ΗΠΑ | 49.200 | 304.105.000 | 0,16 |
Σουηδία | 36.200 | 9.045.000 | 4,00 |
Γαλλία | 29.200 | 64.137.000 | 0,46 |
Καναδάς | 28.300 | 33.694.000 | 0,84 |
Βρετανία | 27.900 | 60.949.000 | 0,46 |
Ελλάς | 25.100 | 10.721.000 | 2,34 |
Κύπρος | 6.790 | 794.000 | 8,55 |
Βλέπουμε δηλαδή ότι, αναλογικά με τον πληθυσμό της, η Κύπρος δέχεται τεράστια επιβάρυνση από αιτούντες άσυλο - πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που δέχονται ισχυρές χώρες του κόσμου όπως ο Καναδάς, η Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ!
Γενικά, οι αιτήσεις παροχής ασύλου θα πρέπει να τυγχάνουν άμεσης επεξεργασίας και όσοι αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες θα πρέπει να λαμβάνουν σημαντική βοήθεια. Όμως, οι αιτήσεις αυτές θα πρέπει να εξετάζονται με πολλή προσοχή και η προσφυγική ιδιότητα θα πρέπει να χορηγείται με φειδώ και με σύνεση. Όπως τονίζει και ο ειδικός σε θέματα Οικονομικής της Μετανάστευσης καθηγητής του Πανεπιστημίου του Harvard George J. Borjas «Μπορεί να υπάρξει κίνδυνος από την επέκταση της έννοιας του πρόσφυγα σε όσους ζουν υπό πολιτισμικές και κοινωνικές νόρμες τις οποίες οι Αμερικανοί θεωρούν προσβλητικές. Ο ευρύτερος ορισμός για το ποιά χαρακτηριστικά έχει κάποιος πρόσφυγας είναι καταφανώς πρόσφορος για κατάχρηση, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την δικαιολόγηση απόδοσης της ιδιότητας του πρόσφυγα σε εκατομμύρια άτομα που υφίστανται πολλά είδη προσβλητικής συμπεριφοράς. Ο κίνδυνος, φυσικά, είναι ότι όσο πιό χαλαρός είναι ο ορισμός της προσφυγικής ιδιότητας, τόσο πιό δύσκολο γίνεται να διατηρηθεί η πολιτική νομιμότητα προγραμμάτων που δίδουν ιδιαίτερη προσοχή σε μία συγκεκριμένη τάξη μεταναστών. Και μπορεί να γίνει δυσκολότερο να δοθεί άσυλο σε εκείνους που πραγματικά το χρειάζονται και όταν το επιβάλλουν τα γεγονότα» (7, σελ. 210).
Δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις μη-συνετής παροχής ασύλου είναι οι παρακάτω:
Στις 21/7/2005 στο Λονδίνο έγιναν δύο απόπειρες τρομοκρατικής επίθεσης οι οποίες απέτυχαν καθώς οι βόμβες δεν εξερράγησαν. Ο 27χρονος Muktar Said Ibrahim προσπάθησε να ενεργοποιήσει βόμβα που είχε στο σακίδιό του μέσα στο λεωφορείο 26 στην οδό Hackney στο ανατολικό Λονδίνο. Ο Yassin Hassan Omar προσπάθησε να ενεργοποιήσει την βόμβα του εντός του τραίνου της Victoria Line ανάμεσα στους σταθμούς Oxford Circus και Warren Street. Το αξιοσημείωτο με τις περιπτώσεις αυτών των δύο είναι ότι ο Ibrahim έφθασε σε ηλικία 14 ετών με την οικογένειά του στην Βρετανία το 1992 ως αιτών άσυλο από την Ερυθραία και του χορηγήθηκε άδεια παραμονής κατ' εξαίρεση ως εξαρτώμενο μέλος. Έναν χρόνο πριν την τρομοκρατική ενέργεια του είχε χορηγηθεί βρετανικό διαβατήριο παρ' όλο που είχε καταδικαστεί για ένοπλη ληστεία. Ο Omar είναι Σομαλός υπήκοος και το 1992 σε ηλικία 11 ετών του χορηγήθηκε άδεια εισόδου κατ' εξαίρεση. Τον Μαϊο του 2000 του χορηγήθηκε άδεια παραμονής αορίστου χρόνου ενώ του χορηγούνταν και επίδομα στέγασης (8). Και οι δύο αυτές περιπτώσεις δείχνουν ότι άνθρωποι στους οποίους χορηγήθηκε άσυλο ώστε να γλιτώσουν από τις σπαρασσόμενες χώρες τους, έδειξαν αχαριστία απέναντι στην χώρα που τους χορήγησε το άσυλο στρεφόμενοι με βόμβες εναντίον της.
Οι περιπτώσεις αυτές δεν είναι οι μόνες. Σύμφωνα με στοιχεία του Βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών (Home Office) από τους 717 άνδρες και γυναίκες που έχουν συλληφθεί από το 2001 και μετά ως ύποπτοι για συμμετοχή σε τρομοκρατικές ομάδες οι 182 (το 25%) είχαν κάνει αίτηση παροχής ασύλου (9). Έρευνα των Ρόμπερτ Λάϊκεν και Στίβεν Μπρούκς του ερευνητικού κέντρου Νίξον της Ουάσιγκτον αναφορικά με το προφίλ των ισλαμιστών τρομοκρατών η οποία παρουσιάσθηκε από την Frankfurter Allgemeine Zeitung είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτική (10). Οι ερευνητές έφτιαξαν μία βάση δεδομένων με τα στοιχεία για 373 ισλαμιστές οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί ή καταδικασθεί για τρομοκρατία ή είχαν σκοτωθεί κατά την διάρκεια τρομοκρατικών ενεργειών από το 1994 μέχρι το τέλος του 2004. Ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας των Λάϊκεν και Μπρουκς είναι ότι το 23% των τρομοκρατών εισήλθε ζητώντας άσυλο. Είναι, λοιπόν, εμφανές ότι η μη-συνετή παροχή ασύλου οδηγεί όχι μόνο σε κατάχρηση αυτού του ευεργετήματος αλλά μπορεί να έχει και σημαντικές επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια μίας χώρας.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο εκδότης της Βρετανικής εφημερίδας "The Daily Telegraph" Charles Moore (11): «Το σύστημα παροχής ασύλου έχει μεταβληθεί σε μαζική μετανάστευση με άλλο όνομα, και μάλιστα σε μαζική μετανάστευση χωρίς έλεγχο ή επαρκή πληροφόρηση...Και αν έχεις ένα σύστημα το οποίο, ενώ δεν λειτουργεί, επιτρέπει την είσοδο σε 100.000 νέους εισερχόμενους τον χρόνο, τότε έχεις μία διοικητική κρίση, μία κρίση πολιτικής θέλησης και κοινής γνώμης...Έτσι, με μία αισχρή αντιστροφή, ένα σύστημα σχεδιασμένο να παρέχει ελευθερία και ασφάλεια σε όσους δεν την έχουν στην χώρα τους μετατρέπεται σε κύριο εργαλείο καταστροφής της ελευθερίας και της ασφάλειας στην δική μας χώρα...Η σύμβαση του ΟΗΕ του 1951 που διαχειρίζεται τα θέματα αυτά παρέχει το δικαίωμα του ασύλου στον καθένα που έχει έναν βάσιμο φόβο δίωξης στην χώρα του...Το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απαγορεύει τον επαναπατρισμό ανθρώπων σε χώρες στις οποίες μπορεί να υποστούν «απάνθρωπη ή μειωτική μεταχείριση»...Όπως μεταφράζεται σήμερα, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να απελάσουμε την μεγάλη πλειονότητα εκείνων των οποίων τις αιτήσεις για άσυλο απορρίπτουμε. Για να μείνει κάποιος μακριά από την χώρα του και να παραμείνει εδώ το μόνο που χρειάζεται είναι να προέρχεται από μία δυσάρεστη χώρα. [Η Βρετανία] θα πρέπει να επιμείνει σε αλλαγές στην Σύμβαση...[και] να αποσυρθεί από αυτήν μέχρι αυτές να πραγματοποιηθούν...Μία μόνη χώρα δεν μπορεί να εκτείνει «δικαιώματα» σε ολόκληρο τον κόσμο άνευ όρων... Προκειμένου η λέξη [άσυλο] να αποκτήσει ξανά νόημα, θα πρέπει να μπορούμε να αποφασίζουμε για τον εαυτό μας ποιός εισέρχεται και ποιός όχι, και με ποιούς όρους. Είναι καταπληκτικό ότι το πιό βασικό δικαίωμα μίας χώρας έχει (αντιδημοκρατικά) αφαιρεθεί».
4. Συμπερασματικά
Το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για την Μετανάστευση και το Άσυλο παρέχει στην Κύπρο την ίδια δυνατότητα χάραξης μεταναστευτικής πολιτικής που είχε και πριν την υιοθέτησή του αλλά, επιπλέον, διαπνέεται από ένα μεγαλύτερο πνεύμα υποστήριξης, αρωγής και αλληλεγγύης από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς τα Κράτη-Μέλη. Για να αποδειχθεί όμως το Σύμφωνο αυτό χρήσιμο εργαλείο θα πρέπει να υπάρξει η πολιτική βούληση της Κυβέρνησης να χαράξει μία μεταναστευτική πολιτική με βάση το συμφέρον των Κυπρίων πολιτών και με γνώμονα την εθνική ασφάλεια, την κοινωνική συνοχή και την οικονομική ευμάρεια και όχι βασιζόμενη σε ευσεβείς πόθους ενσωμάτωσης ενός πολυάριθμου και αυξανόμενου πληθυσμού ο οποίος ούτε αποτέλεσμα ενός συστήματος επιλογής ήταν, ούτε είναι πολιτισμικώς εγγύς με τον γηγενή πληθυσμό.
Μάλιστα, οι δύο θέσεις - η θέση υπέρ μίας «φιλελεύθερης» μεταναστευτικής πολιτικής και η θέση υπέρ μίας περιοριστικής και επιλεκτικής μεταναστευτικής πολιτικής - δεν είναι ίσης βαρύτητας. Αν η πρώτη εφαρμοσθεί και αποτύχει, το Κράτος το οποίο θα έχει προσπαθήσει να την εφαρμόσει θα ζημιωθεί υφιστάμενο συγκρούσεις και ταραχές όπως αυτές που είδαμε να συμβαίνουν παντού στην Δυτική Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Αν η μη εφαρμογή μίας «φιλελεύθερης» μεταναστευτικής πολιτικής αποδειχθεί ως λανθασμένη επιλογή τότε το Κράτος μπορεί να αρχίσει σταδιακά να την εφαρμόζει, χωρίς το ίδιο να έχει υποστεί πλήγματα. Επομένως, η άκριτη υιοθέτηση μίας «φιλελεύθερης» μεταναστευτικής πολιτικής και η συνεπακόλουθη εφαρμογή της ενέχει σημαντικούς κινδύνους για το μέλλον του Κυπριακού λαού και της Κυπριακής κοινωνίας χωρίς να προοιωνίζεται κάποιο ουσιαστικό και χειροπιαστό όφελος.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
- Council of the European Union "European Pact on Immigration and Asylum", Brussels 24 September 2008 (07.10) 13440/08
- Travis Alan "Officials launch drive to seek out illegal migrants at work", The Guardian 16/5/2007
- «Φυλακή σε όσους απασχολούν λαθρομετανάστες», Τα Νέα 17/5/2007
- Commission of the European Communities "Communication from the Commission to the Council, the European Parliament, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions: Study on the links between legal and illegal migration", Brussels 4 June 2004, COM (2004) 412 (final)
- UNHCR "Asylum levels and trends in industrialized countries, 2007", Έκθεση που δημοσιοποιήθηκε στις 18/3/2008http://www.unhcr.org/statistics/STATISTICS/47daae862.pdf [Πρόσβαση στις 27/8/2008]
- http://www.mnsu.edu/emuseum/information/population/ [Πρόσβαση στις 27/8/2008]
- Borjas George J. "Heaven's Door: Immigration policy and the American economy", Princeton University Press, Princeton, New Jersey 1999
- Gardham Duncan και Johnston Philip "Terror suspect is a convicted mugger", The Daily Telegraph 27/7/2005
- Leppard D. and Walsh G. "Britain lowers terror alert", The Sunday Times 21/8/2005
- «Ιερός πόλεμος με ευρωπαϊκό...διαβατήριο», Καθημερινή 24/7/2005
- Moore Charles "The reign of terror, or the rule of British law?", The Daily Telegraph 16/1/2003
*Ο Γιάννης Κολοβός είναι επικοινωνιολόγος και κάτοχος των τίτλων Master of Arts in Public Relations και Master of Arts in Political Communication. Με το θέμα της μετανάστευσης ασχολείται από το 1998 και έχει συγγράψει το βιβλίο «Το Κουτί της Πανδώρας: Παράνομη Μετανάστευση και Νομιμοποίηση στην Ελλάδα» (Αθήνα: Πελασγός 2003). Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Το τέλος μίας ουτοπίας: η κατάρρευση των πολυπολιτισμικών κοινωνιών στην Δυτική Ευρώπη» κυκλοφόρησε το 2008 από τις Εκδόσεις Πελασγός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου