Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Περί εθνών, ιστορίας και άλλων τινών

Υπάρχει ελληνικό έθνος;

Αν πιστέψουμε τους φορείς της «προοδευτικής» ιδεολογίας στη χώρα μας πρόκειται για μια «κατασκευή», μια «επινόηση». Πρόσφατη μάλιστα. Το ακούσαμε πολλές φορές και από πολλές πλευρές επ' αφορμής της πρόσφατης επετείου της 25ης Μαρτίου. Καθώς ο δημόσιος διάλογος στην χώρα μας λαμβάνει χώρα κυρίως στις επιφυλλίδες των εφημερίδων (και δευτερευόντως στην τηλεόραση και το διαδίκτυο), θα εξετάσουμε κριτικά ορισμένες από τις απόψεις που παρουσιάζονται εκεί από τον λεγόμενο «προοδευτικό» χώρο —συνήθως πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι και λοιποί οργανικοί διανοούμενοι.

Κατά ορισμένους το ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε με βάση τις ιδέες του διαφωτισμού. Κατά άλλους, πιο σκληροπυρηνικούς, αποτελεί κατασκευή του νεοελληνικού κράτους. Κοινή διαπίστωση και μόνιμη επωδός η πρόσφατη δημιουργία του ελληνικού έθνους και η σύνδεση της δημιουργίας της με τις επιδιώξεις του εθνικισμού. Συνήθως θα επικαλεστούν ειδικούς επί του θέματος όπως ο Έρνστ Γκέλνερ, ο κ. Μπένεντικτ Άντερσον και ο Έρικ Χόμπσμπωμ. Το έθνος συνιστά «φαντασιακή κοινότητα» θα πουν (από το ομώνυμο βιβλίο του κ. Άντερσον), υπονοώντας ότι πρόκειται για ένα φάντασμα, προϊον πλύσης εγκεφάλου ή προπαγάνδας στους κακόμοιρους που με τα πολλά —ή με την βία, πίστεψαν ότι είναι έλληνες. Άλλωστε, όλα τα έθνη, μας λένε, αποτελούν επινόηση του διαφωτισμού ή της διαδικασίας κρατικής «εθνοποίησης» μέσω προπαγάνδας, βίας, κλπ.

Γράφει π.χ. ο Αντώνης Λιάκος:

H Ελληνική Επανάσταση ήταν ένας παρόμοιος μηχανισμός μαζικής εθνοποίησης. Οι άνθρωποι μπαίνοντας σ' αυτήν, θέλοντας μη θέλοντας, ή για χίλιους δυο λόγους, έβγαιναν πατριώτες. (...)

Εκείνο που μου φαίνεται ως το πιο ενδιαφέρον πρόβλημα δεν είναι αν ισχύει η φράση «Φτιάξαμε την Ιταλία, καιρός να φτιάξουμε και Ιταλούς» για την Ελλάδα αλλά γιατί ποτέ δεν μπήκε ένα παρόμοιο ερώτημα. Γιατί, δηλαδή, κανένας δεν είπε «έγινε η Ελλάδα, καιρός να κάνουμε τους Ελληνες», παρά το γεγονός ότι αυτό ακριβώς συνέβη;



Αντίστοιχα, ο Αλέξης Ηρακλειδής, «αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου», το θέτει ως εξής:

Στη μελέτη του εθνικισμού επικρατούν διεθνώς δύο κύριες τάσεις. H μία (που είναι ώς τώρα η επικρατέστερη) πρεσβεύει ότι το έθνος, ως συλλογική ταυτότητα, και η αντίστοιχη ιδεολογία - ο εθνικισμός - είναι προϊόν των δύο τελευταίων αιώνων. Ο εθνικισμός «κατασκευάζει» το έθνος και όχι το αντίθετο. H δεύτερη σχολή συμφωνεί ως προς το σύγχρονο τού έθνους. Διαφωνεί όμως σε ό,τι αφορά τα περιθώρια κατασκευής του. Θεωρεί ότι οι μυθοπλαστικές ικανότητες των ελίτ και των εθνικών ιστορικών περιορίζονται από ορισμένα προϋπάρχοντα εθνοτικά-πολιτισμικά στοιχεία και ιστορικά γεγονότα. Δηλαδή ο εθνικισμός όντως «κατασκευάζει» το έθνος, αλλά τα εθνοτικά σύμβολα προϋπάρχουν (γλώσσα, θρησκεία, κουλτούρα, κοινή ζωή και ιστορία σε μία περιοχή, κ.λπ.), δεν «εφευρίσκoνται» εκ του μηδενός. Έτσι πιο εύκολα «πιάνει» ο ελληνικός, γαλλικός, γερμανικός, ιρλανδικός ή σερβικός εθνικός μύθος/εθνική ιστορία και η συλλογική ταυτότητα απ' ό,τι π.χ. η προσπάθεια δημιουργίας μίας νοτιοσλαβικής, βρετανικής, oθωμανικής ή παγκυπριακής εθνικής συνείδησης.

***

Αν τα εθνοτικά σύμβολα «γλώσσα, θρησκεία, κουλτούρα, κοινή ζωή και ιστορία σε μια περιοχή» προυπάρχουν τότε σε τι συνίσταται η «κατασκευή» του έθνους; Καθώς, για τους περισσότερους από εμάς, το έθνος έχει την έννοια της σύμπλευσης αυτών των στοιχείων, τι ακριβώς απομένει να κατασκευαστεί; Δεν αποτελούν από μόνα τους όλα αυτά ικανά στοιχεία για να διακρίνουμε ένα έθνος;

Η παραξήγηση βασίζεται σε σύγχυση των εννοιών. Μπερδεύεται έντεχνα η καθομιλουμένη έννοια του έθνους (η οποία έχει ιστορία χιλιετιών), με την έννοια που έδωσε ο Διαφωτισμός και η σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία στην λέξη έθνος και εθνικό κράτος. Έθνη, με την έννοια του λεξικού και της καθομιλουμένης, υπήρχαν από αρχαιοτάτων χρόνων —σε όλη την γνωστή ιστορία. Παραδείγματα άφθονα, από τους Πέρσες, τους Εβραίους και τους Κινέζους ως τους Ασσύριους και τους Ζουλού.

Πράγματι, το λεξικό Τριανταφυλλίδη π.χ. μας λέει:

έθνος το [éθnos] Ο46: σύνολο ανθρώπων που διακρίνεται και θέλει να διακρίνεται ως τέτοιο με βάση μια μακρόχρονη συνοίκηση στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, μια κοινή ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη, μια (υποθετική ή πραγματική) φυλετική ομοιογένεια.

Συσκοτίζοντας την διάκριση ανάμεσα στην καθομιλουμένη, σε ευρεία χρήση, και την ειδική, ιστορικά προσδιορισμένη, έννοια της λέξης ως συνώνυμης του έθνους-κράτους, οι πανεπιστημιακοί επιφυλλιδογράφοι μας εμφανίζουν ταχυδακτυλουργικά το ελληνικό έθνος ως ανύπαρκτο προ του Διαφωτισμού και της ακόλουθης εμφάνισης των ευρωπαϊκών εθνικισμών. Όπως αναφέρει ο Σβορώνος, εκείνοι που κάνουν λόγο για πρόσφατη δημιουργία των εθνών από τον εθνικισμό «είχαν μπερδέψει, όπως γίνεται συχνά ακόμη και τώρα, το πρόβλημα της διαμόρφωσης μιας εθνότητας με το πολιτικό αίτημα του εθνικού κράτους». Αντίστοιχα, σχετικά με την υποτιθέμενη δημιουργία του έθνους από την αστική τάξη, θα γράψει ότι «η σύνδεση της αστικής τάξης είναι με την έννοια του εθνικού κράτους όχι με την έννοια του έθνους, που την έχουν διαμορφώσει πολύ πριν οι διάφοροι λαοί».

Λες και οι γηγενείς πληθυσμοί του ελλαδικού χώρου περίμεναν τον Κοράη και τους διαφωτιστές για να αποκτήσουν κοινή «γλώσσα, θρησκεία, κουλτούρα, ζωή και ιστορία σε μία περιοχή». Συνήθως, εδώ επισημαίνουν την συνύπαρξη πολλών εθνοτήτων στην περιοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας λες και αυτό αναιρεί την ύπαρξη της κάθε ξεχωριστής εθνότητας. Η ιδέα είναι ότι αφού τόσοι λαοί συνυπήρχαν, δεν μπορεί παρά προέκυψε ένας πολτός από αναμειγμένες εθνότητες, όπου δεν ξεχώριζε τίποτα, μέχρι που οι διαφωτιστές με το λέγε λέγε και τα κράτη, με τη βία, έπεισαν κάποιες από αυτές ότι αποτελούν ξεχωριστό έθνος. Η πολιτιστική ιστορία, η λαογραφία και κυρίως η ιστορία των λαϊκών εξεγέρσεων διαψεύουν αυτές τις απόψεις. Για να στηρίξουν άλλωστε την θεωρία της «συνύπαρξης» παραλείπουν έντεχνα το πλαίσιο της, δηλαδή την οθωμανική κατάκτηση και κατοχή —ώστε να νομίσει κανείς ότι όλες αυτοί οι λαοί ζούσαν σαν μια μεγάλη χαρούμενη παρέα. Παράδειγμα, η κα. Κουλούρη, η οποία γράφει στο άρθρο της "The Tyranny of History" (δημοσιευμένο στον διαδικτυακό τόπο του CDRSEE): «Ορισμένοι όροι οι οποίοι έχουν επιβληθεί για την περιγραφή ιστορικών γεγονότων ή περιόδων αντικατοπτρίζουν αρνητικές προκαταλήψεις. Αυτή είναι η περίπτωση των όρων "Τουρκοκρατία" ή "Οθωμανική Κατοχή" -οι οποίοι σιγά σιγά εξαφανίζονται από τα σχολικά βιβλία-, αλλά και πολλών άλλων που δεν μπορούμε να συζητήσουμε στα πλαίσια του παρόντος». (Αντίστοιχες απόψεις θα βρούμε στην Νεοελληνική Ιστορία που διανεμήθηκε μέσω της εφημερίδας "ΤΑ ΝΕΑ").

***

Ξεχνάνε επίσης να μας πούν πως ακόμα και η θεωρία περί πρόσφατης «κατασκευής» και «επινόησης» των εθνών, δεν είναι η μόνη πανεπιστημιακή θεωρία —ούτε αποτελεί το λαμπρότερο παράδειγμα επιστημονικής μεθοδολογίας. Για παράδειγμα ο κ. Άντερσον, τις θέσεις του οποίου επικαλούνται ως θέσφατο για να εξηγήσουν κάθε περίπτωση εθνογέννεσης, έχει μικρή ή μηδαμινή γνώση της ελληνικής περίπτωσης και παραθέτει μηδενική σχετική βιβλιογραφία. Έτσι, μια σχηματική εξηγητική θεωρία, βασισμένη σε συγκεκριμένες και ειδικές εμπειρίες, μετατρέπεται σε καθολικό κανόνα και κριτήριο —τυπικό παράδειγμα πολιτιστικού ιμπεριαλισμού.

Ασφαλώς οι εμπειρίες των δυτικών κρατών κατά την διαδικασία της εθνογέννεσης δεν είναι καθολικά αντιπροσωπευτικές —πρόκειται για κοινωνίες οι οποίες εκκίνησαν από την πτώση της Ρώμης, εισήχθηκαν στον νέο κόσμο αποδιαθρωμένες από ξένες επιθέσεις, με μικρή ιστορική παρακαταθήκη, χωρισμένες σε δεκάδες φεουδαλικά βασίλεια, κομητείες και περιοχές, οι διαδικασίες εθνογέννεσης στις οποίες κράτησαν πολλούς αιώνες. Τα ίδια φαινόμενα δεν συναντώνται παντού. Και όμως, από εκεί αντλούν τα παραδείγματα τους οι σύγχρονοι μελετητές του εθνικού ζητήματος —ή, όπως ο κ. Άντερσον, ακόμα παραπέρα στα κρεόλικα κράτη, δημιουργήματα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας πέραν του Ατλαντικού με ελάχιστη ιστορική πορεία. Δηλαδή σε ακόμα ειδικότερες και περιορισμένες τοπικά συνθήκες. Αντίθετα, ειδικοί επί της ελληνικής ιστορίας, με γνώση των συνθηκών ανάπτυξης της, όπως ο μαρξιστής ιστορικός κ. Σβορώνος αποσιωπούνται —όπως αποσιωπούνται αντίστοιχες κριτικές σε αυτές τις θωρείες από ιστορικούς μη δυτικών λαών, π.χ. των πρώην αποικιών.

Παρουσιάζοντας στις συνεισφορές του στο δημόσιο διάλογο την θεωρία της κατασκευής (και δη εκ του μηδενός) ως την κραταιά και μοναδική με επιστημονικά εχέγγυα, οι διανοούμενοι μας αποκρύπτουν —ή συσκοτίζουν— , την ύπαρξη τεσσάρων τουλάχιστον διακριτών απόψεων πάνω στο εθνικό ζήτημα. Δηλαδή τους αρχεγονιστές (primordials), τους εθνοσυμβολιστές (ethnosymbolists), τους μοντερνιστές (modernists) και, βέβαια, τους μεταμοντερνιστές (post-modernists).

Έτσι, το θέμα εμφανίζεται, στα μάτια του περιστασιακού αναγνώστη, ως διαμάχη ανάμεσα στην ορθή, «αντικειμενική» ιστορική άποψη των προοδευτικών μας πανεπιστημιακών —που υποτίθεται όλοι συμφωνούν στο «πρόσφατο» των εθνών και την «κατασκευή» τους, και σε ανιστόρητους ελληναράδες που έχουν μείνει στον Παπαρρηγόπουλο.

Ούτε εξάλλου αναφέρονται οι ασυμφωνίες ανάμεσα στις ίδιες τις θεωρίες περί πρόσφατης εθνογέννεσης — π.χ. ότι ο Γκέλνερ εξηγεί τα έθνη ως αποτέλεσμα και συνάμα φορέα της βιομηχανικής επανάστασης, ο Κέντουρι (Kedourie) ως προϊον του διαφωτισμού ενώ ο Άντερσον θεωρεί ότι ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η ανάπτυξη των τυποποιημένων μεθόδων σήμανσης, όπως η τυπογραφία και η χαρτογράφηση. Συνήθως η απάτη των ντόπιων «προοδευτικών» επιφυλλιδογράφων έγκειται στο να κρατάνε κυρίως την ετικέτα «φαντασιακές κοινότητες», από τον τίτλο του βιβλίου του Άντερσον, υπονοώντας ότι φαντασιακές ίσον ψεύτικες —πρόκειται για την μεταμοντέρνα ανάγνωση. Ακόμα και για τον ίδιο τον Άντερσον, όμως, δεν ισχύει αυτή η ταυτότητα. Το «φαντασιακό», επιμένει, δεν σημαίνει και ψεύτικό ή κατά φαντασίαν. Το «φαντασιακό» δηλώνει απλά ότι δεν έχουμε άμεση εποπτεία του έθνους. Κατά Άντερσον «το έθνος αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη. Αποτελεί κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο, επειδή κανένα μέλος, ακόμα και του μικρότερου έθνους, δεν θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δεν θα τα συναντήσει ούτε καν θα ακούσει γι' αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν».

Σύμφωνα με τον σκώτο ιστορικό Μάρρευ Πίττοκ, «η αδυναμία της έννοιας του Άντερσον περί "φαντασιακής κοινότητας" είναι ότι υπονοεί πως μπορεί κανείς να φανταστεί ό,τι θέλει, και να επιλέξει ταυτότητα κατά βούληση όπως ένας μεταμοντέρνος καταναλωτής διαλέγει lifestyle». O Άντωνυ Σμιθ αντίστοιχα, θεωρεί προβληματικό ότι σύμφωνα με τον Άντερσον «το έθνος δεν έχει καμμία πραγματικότητα πέρα από τις απεικονίσεις και της αναπαραστάσεις του. Μια τέτοια άποψη έρχεται σε αντίθεση με την κοινωνιολογική πραγματικότητα του έθνους, τους δεσμούς αλληλεγύης και ανήκειν που μοιράζεται τόσο μεγάλο πλήθος ατόμων, και συσκοτίζει την θεσμική, πολιτική και εδαφική σύσταση των εθνών, καθώς και τις πανίσχυρες και διαδεδομένες πολιτισμικές πηγές και παραδόσεις που βρίσκονται πίσω από τόσα έθνη και τους προσφέρουν μια αίσθηση απτής ταυτότητας».

Στα ίδια πλαίσια, αποκρύβονται οι θέσεις των μελετητών που αντιτίθενται στην έννοια της σύγχρονης δημιουργίας των εθνών εκ του μηδενός ή μέσω προπαγάνδας και καταδεικνύουν την αρχαιότητα και ιστορική συνέχεια των εθνοτήτων και των εθνοτικών στοιχείων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Άντωνυ Σμιθ (Antony D. Smith), Άρμστρονγκ (John Alexander Armstrong), Χέιστινγκς (Andrian Hastings), Χάτσινσον (John Hutchinson) Κόνορ (Walker Connor), Γκρόσμπυ (Steven Grosby), Μίλλερ (David Miller), Τόντ (Emmanuel Todd), κ.α. Ο σκώτος ιστορικός Μάρρευ Πίτοκ (Pittock) μάλιστα, σχολιάζοντας τις σχετικές εξελίξεις, παρατηρεί πως «η ιδέα ότι τα έθνη και ο εθνικισμός δεν προηγούνται της Γαλλικής Επανάστασης χάνει όλο και περισσότερο έδαφος».

Ο Άντωνυ Σμιθ, κατά την περίφημη διάλεξη του στο πανεπιστήμιο του Ουόργουικ, καταθέτει τα εξής για την εθνοσυμβολική προσέγγιση επιτιθέμενος στις απόψεις του Γκέλνερ:

Πιστεύω ότι αυτού του είδους η προσέγγιση, ας την πούμε «εθνο-συμβολιστική», μας βοηθάει περισσότερ στην κατανόηση της ανάπτυξης των εθνών, την άνοδο των εθνικών εθνικισμών και τις σχετικές συγκρούσεις.

Καταρχάς, πρόκειται περί προσέγγισης ή οπτικής, όχι περί θεωρίας. Αμφιβάλλω ότι είμαστε ήδη στην θέση να διαμορφώσουμε μια θεωρία για κάτι τόσο πρωτεϊκό και πολυσύνθετο όσο το φαινόμενο των εθνοτήτων, των εθνών και των εθνικισμών, παρεκτός σε πολύ αφηρημένο επίπεδο.

Δεύτερον, αυτού του είδους η προσέγγιση μπορεί να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε γιατί ορισμένοι πληθυσμοί είναι πιθανότερο να ξεκινήσουν ένα εθνικιστικό κίνημα υπό ορισμένες προυποθέσεις, και τι περιεχόμενο θα έχει αυτό το κίνημα —αν και σε αυτό το τομέα απομένουν να γίνουν πολλά.

Μια διερεύνηση των παλαιότερων εθνικών σχηματισμών θα μας βοηθήσει, κατά την γνώμη μου, να εξηγήσουμε τα σημαντικά ζητήματα και προβληματισμούς των εθνικισμών που ακολούθησαν σε κάποιο πληθυσμό, και να μας δώσει στοιχεία για την πιθανή ανάπτυξη ενός έθνους και ενός εθνικισμού. Η σύγχρονη Ελλάδα αποτελεί παράδειγμα αυτού του πράγματος. Η διπλή της κληρονομία της αυτοκρατορικής βυζαντινής ορθοδοξίας και της κλασσικής δημοκρατίας της αρχαιότητας καθόρισε τα πρότυπα και τα περιεχόμενα των ελληνικών εθνικισμών του δεκάτου ενάτου αιώνα και μετά —και δείχνει τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε κανείς να περιμένει την ανάπτυξη ενός ισχυρού εθνικιστικού κινήματος στους Έλληνες, και όχι, π.χ. στους γειτονικούς Βλάχους (Campbell and Sherrard 1968, ch. 1; Kitromilides 1989).

Τρίτον, η προσέγγιση που προτείνω δίνει έμφαση στην σημασία της μνήμης, των αξιών, των μύθων και των συμβόλων. Ο εθνικισμός συχνότατα περιλαμβάνει την επιδίωξη συμβολικών στόχων —εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη γλώσσα, απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού στην γλώσσα σου, διατήρηση των αρχαίων ιερών τόπων όπως το τζαμί στην Αντιόχεια και το Τείχος των Δακρύων, το δικαίωμα στην ίδια θρησκευτική έκφραση, το να έχει ένας λαός τα δικά του δικαστήρια, σχολεία και τύπο, το δικαίωμα σε συγκεκριμένες φορεσιές και ούτω καθεξής, στόχοι οι οποίοι συχνά καταλήγουν σε εξεγέρσεις και αιματηρές συγκρούσεις, βασισμένες καθώς είναι σε λαϊκές μνήμες, σύμβολα και μύθους. Οι υλιστικές, ορθολογιστικές και μοντερνίστικες θεωρίες πολύ λίγα έχουν να πουν για τα συγκεκριμένα θέματα, ιδιαίτερα για το πολύ σημαντικό στοιχείο της συλλογικής μνήμης (see Connor 1993; Horowitz 1985, ch. 2; Hutchinson 1987; Kapferer 1988; cf. Tonkin, McDonald and Chapman 1989).


Τέταρτον, η εθνο-συμβολιστική προσέγγιση μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε γιατί ο εθνικισμός έχει τόσο συχνά μεγάλη λαϊκή απήχηση. Μπορεί η διανόηση να «προσκαλεί τις μάζες στην ιστορία» και να πολιτικοποιεί αυτές και τις κουλτούρες τους, αλλά γιατί οι μάζες ανταποκρίνονται; Όχι απλά λόγω υλικών ανταμοιβών. Ο λόγος είναι ότι η παραδοσιακή, λαϊκή τους κουλτούρα θεωρείται σημαντική και μετατρέπεται σε θεμέλιο μια καινούργιας, λαϊκής κουλτούρας του έθνους. Επομένως ο εθνικισμός συχνά περιλαμβάνει την λαϊκή κινητοποίηση των μαζών. (Nairn 1977, ch. 2; Smith 1989).

***


Μια προφανής παρατήρηση η οποία όμως λείπει σκανδαλωδώς από τις περισσότερες αναφορές στο θέμα είναι ότι η ιστορική θεωρία δεν αποτελεί ένα ουδέτερο, επιστημονικό πεδίο, με την έννοια των «σκληρών επιστημών» (φυσική, μαθηματικά, κλπ), αλλά ένα χώρο διαπάλης ιδεών, ιδεολογικά φορτισμένο. Αντίστοιχα με την ιδεολογική πλευρά της ιστορικής έρευνας αποκρύπτεται η πολιτική της σημασία, τόσο σαν όργανο επιρροής όσο και ως πεδίο δράσης ποικίλλων δυνάμεων (ακόμα και ξένων κρατών και οργανισμών τύπου CDRSEE). Σοφά λέει ο Orwell ότι «όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον».

Η άποψη που προπαγανδίζεται από τους προοδευτικούς μας είναι ότι μόνο ο εθνικός λόγος συνιστά «πολιτική» (καταδικαστέα ως εθνικιστική), υπονοώντας έτσι ότι οι δικές τους ιστορικές αποτιμήσεις και θεωρίες είναι επιστημονικά ουδέτερες. Στα ίδια πλαίσια ζητάνε και πανεπιστημιακά εχέγγυα στην Ιστορία για να μπορεί κάποιος να λάβει μέρος στην σχετική συζήτηση —αφού πρόκειται τάχα για αμιγώς επιστημονικό πεδίο (όρα και τις περιφρονητικές αναφορές της κ. Κουλούρη σε «housewives» και του κ. Λιάκου σε «ψυχοπαθείς», «αλευρομάγειρυς», κλπ). Αυτό φυσικά έρχεται σε αντίθεση τόσο με την φύση και το ρόλο των ανθρωπιστικών επιστημών όσο και με την ηθική του δημοκρατικού διαλόγου και της ανάπτυξης των ιδεών.

Είναι προφανές ότι η συνεισφορά του καθενός κρίνεται στην βάση της αξίας της επιχειρηματολογίας του και όχι με βάση τα διπλώματα και τα διαπιστευτήρια του —εξάλλου πρώτοι θα βιαστούν να αποπέμψουν την Ακαδημία Αθηνών, τον Νεοκλή Σαρρή ή τον Παναγιώτη Ήφαιστο. (Παραλλείπουν άλλωστε να πουν ότι πολλοί αναγνωρισμένοι μελετητές του εθνικού φαινομένου εκκίνησαν από άλλο αντικείμενο. Π.χ. ο Μπένεντικτ Άντερσον τελείωσε Κλασσικές Σπουδές και ύστερα μαθήτευσε στις πολιτικές επιστήμες με ειδίκευση στην Ινδονησία του Σουχάρτο, ενώ ο Έρνστ Γκέλνερ σπούδασε φιλοσοφία).

Όπως είπαμε, το επιστημονικό κομμάτι της ιστορικής έρευνας είναι πάντα υπό εξέταση και ποτέ δεν είναι εντελώς αθώο ιδεολογικών επιρροών. Άλλωστε δεν έχουμε το παράδειγμα του επίσης επιστημονικού πεδίου της Οικονομίας; Θεωρεί κανείς ότι οι οικονομικές θεωρίες που αναπτύσσονται στην Δύση και προπαγανδίζονται σε τρίτες χώρες, όπως ο φιλελευθερισμός, είναι ιδεολογικά αθώες; Θεωρεί ότι δεν στηρίζονται και προβάλλονται ως εργαλεία άσκησης πολιτικής από τις ΗΠΑ; Αν θα πρέπει να δυσπιστούμε απέναντι στον κ. Φρήντμαν, γιατί να δεχτούμε ως ουδέτερο επιστημονικά λόγο τις μοντερνίστικες και μεταμοντέρνες απόψεις περί ιστορίας, σε μια στιγμή όπου η παγκοσμιοποίηση και η διαμόρφωση εννιαίων αγορών εντείνει τις πιέσεις στα παραδοσιακά εθνικά κράτη και την μείωση της κυριαρχίας τους;

Ο Αντώνης Λιάκος, δεν κρύβει το πολιτικό διακύβευμα της ερμηνείας της ιστορίας. Ζητάει ότι πρέπει να ξεπεράσουμε τους αρχέγονους εθνικούς δεσμούς (κουλτούρα, γλώσσα, κλπ) υπερ των πολιτικών (civic) τέτοιων, δηλαδή την σύσταση ενός κράτους χωρίς πολιτισμικές και ιστορικές εθνικές αναφορές, αλλά μόνο με πολιτικές αναφορές, όπως των ατομικών δικαιωμάτων, της ιδιότητας του πολίτη κλπ —τέτοιου είδους κράτη είναι το Αμερικάνικο και υποτίθεται το Γαλλικό. Όπως γράφει:

(...) έτσι μεταθέτουμε την προσοχή μας από τους αρχέγονους (primordial) στους πολιτικούς (civic) δεσμούς τού συνανήκειν. Αυτή η στροφή είναι αναγκαία για να καταλάβουμε τις διαδικασίες αλλαγής και επανασυγκρότησης των πολιτικών κοινοτήτων μέσα στις οποίες ζούμε σήμερα. Για να καταλάβουμε δηλαδή τη σχέση του ελληνικού συνανήκειν με το διαμορφούμενο ή διαμφισβητούμενο ευρωπαϊκό· για να καταλάβουμε αν και πώς μπορεί να δημιουργηθεί συνανήκειν με τους μετανάστες και αλλοεθνείς που ζουν μαζί μας· για να καταλάβουμε πως αλλάζει η κοινότητά μας αλλά και πως μπορεί να διατηρήσει την αλληλεγγύη της σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης· για να καταλάβουμε ευρύτερα τη σχέση μεταξύ πολιτισμικής διαφοροποίησης και αλληλεγγύης στη συγκρότηση κοινοτήτων. H εθνική ταυτότητα έχει να κάνει με τους προσανατολισμούς και τις προτεραιότητες που θέλει να επιβάλει σε όσους τη μοιράζονται. Από καιρό έχει γίνει αισθητή η ανάγκη ανακαίνισής της.


Ο Άντωνυ Σμιθ, γράφει, απαντώντας θαρρείς σε τέτοιου είδους απόψεις, ότι «καθώς τόσοι λαοί θεωρούν ότι το έθνος τους επιτελεί σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες, θα χρειαστεί κάτι πολύ περισσότερο από την Συνθήκη του Μάαστριχτ για να τους απομακρύνει από τους βαθείς τους εθνικούς δεσμούς».

Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση παραμένει ανοικτή.

http://www.bigfatopinion.net/2008/04/blog-post_03.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου