Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Θεωριοκρατία και θεωριολαγνεία

* Ο θεωριολάγνος ιστορικός παραποιεί, εξιδανικεύοντας, τα αντικείμενα του θεωρητικού του πόθου παρουσιάζοντάς τα ως γενικής εφαρμογής, ακόμη και όταν οι κατασκευαστές τους προειδοποιούν για τις ελλείψεις του οικοδομικού τους υλικού

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ 
Κυριακή 13 Μαρτίου 2005
Αναδημοσίευση από το Βήμα


Στην επιφυλλίδα μου της περασμένης Κυριακής μιλούσα για την πρόσληψη από τους θεωριοκρατούμενους ιστορικούς του βιβλίου Φαντασιακές κοινότητες του Β. Anderson (1983). Ελεγα ότι ο μεταφορικός όρος φαντασιακή για την εθνική κοινότητα, τον οποίο καθιέρωσε αυτό το βιβλίο, στην κυριολεκτική του σημασία και με αξιώσεις καθολικής και αδιαφοροποίητης για κάθε εθνική διαμόρφωση ισχύος, έγινε - και είναι ακόμη για πολλούς - το δελτίο εισόδου και παραμονής στον παράδεισο της θεωρητικής περί εθνικισμού πρωτοπορίας. Και αναφερόμουν στην αγιολόγηση του βιβλίου από τους επιμελητές της ελληνικής του έκδοσης (1997 κύριος επιμελητής ο κ. A. Λιάκος), για τους οποίους ο χαρακτηρισμός θεωριοκρατούμενος θα πρέπει, για όσους έχουν διαβάσει προσεκτικά το βιβλίο, να έχει γίνει αισθητός ως σχήμα λιτότητος. Διότι για τους εν λόγω επιμελητές (και όχι μόνο γι' αυτούς) θα ήταν ακριβέστερος ο προσδιορισμός θεωριολάγνοι, τον οποίο θα επεξηγήσω στο σημερινό άρθρο μου.


* Επιθυμίες και διαστρέβλωση
Θεωριολάγνος θα πρέπει να αποκληθεί ο ιστορικός που συνδιαλέγεται μόνο με όρους θεωρητικούς· που τον ρωτάς τι φαγητό έφαγε και αυτός, αντί να απαντήσει «πατάτες», σου αναπτύσσει μια καθαρεύουσα θεωρία για την ανάγκη εκσυγχρονισμού των μεθόδων καλλιέργειας των γεωμήλων. Ο ιστορικός αυτός για να ικανοποιήσει τις θεωρητικές του επιθυμίες όχι μόνο διαστρεβλώνει πλήρως (ενσυνειδήτως ή ανεπιγνώστως) τις απόψεις άλλων ιστορικών γιατί αμφισβητούν το θεωρητικό του σχήμα (λ.χ., παραμορφώνει τον μαρξιστή Σβορώνο σε μεταφυσικό ιστορικό) αλλά και παραποιεί, εξιδανικεύοντας, τα αντικείμενα του θεωρητικού του πόθου παρουσιάζοντάς τα ως γενικής εφαρμογής, ακόμη και όταν οι κατασκευαστές τους προειδοποιούν για τις ελλείψεις του οικοδομικού τους υλικού χαρακτηρίζοντας «περιορισμένη την αξίωσή τους για καθολική ισχύ».


Ο θεωριολάγνος ιστορικός «ενδιαφέρεται για τις διαδικασίες συγκρότησης, όχι για τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν» για τη συγκρότηση του έθνους. Και τούτο «γιατί μέσα από αυτές τις διαδικασίες το παλαιότερο υλικό» - που είναι αποκλειστικά πολιτισμικό, όχι εθνικό (οι εθνότητες είναι γι' αυτόν μόνο πολιτισμικά μορφώματα) - «μπήκε σε νέα συμφραζόμενα, σε διαφορετικές συστοιχίες από εκείνες στις οποίες ανήκε». Ετσι για τον ιστορικό αυτόν η συναρπαστική άγνοια του νεοελληνικού υλικού που διαπιστώνει κανείς στις Φαντασιακές κοινότητες παύει να ενδιαφέρει από τη στιγμή που το υλικό αυτό (η άγνοια του Anderson) μπαίνει στις διαδικασίες συγκρότησης της θεωρίας του Anderson, η οποία, ως θεωρία καθολικής ισχύος, μπορεί να εφαρμοστεί και στην περίπτωση της νεοελληνικής εθνικής διαμόρφωσης.


* H νεοελληνική περίπτωση


Αλλά ας δούμε τι γνωρίζει ο Anderson για τους Νεοέλληνες, οι αναφορές των οποίων στο βιβλίο του δεν ξεπερνούν συνολικά τη μιάμιση σελίδα. Μία από τις δύο πηγές του γι' αυτούς, τις απόψεις της οποίας επαναλαμβάνει (σ. 116-117, 130), είναι ο E. Kedourie, που, καθώς είχε άγνοια (όπως και ο Anderson) της ελληνικής γλώσσας και ως εκ τούτου δεν είχε πρόσβαση σε ελληνικές πηγές, γνώριζε για τους Νεοέλληνες μόνο όσα μπορούσε να συμπεράνει γι' αυτούς από το γραμμένο στα γαλλικά «Υπόμνημα» του Κοραή. H δεύτερη πηγή του είναι απ' ό,τι φαίνεται προφορική: ο Anderson σημειώνει ότι την αναφορά του στην ελληνική δημώδη γλώσσα της βυζαντινής περιόδου - αναφορά αναπόφευκτη και, προφανώς γι' αυτό, καταχωνιασμένη σε μια σύντομη υποσημείωση (σ. 63) αντιφατικά, αφού το πολιτισμικό είναι για τη θεωρία του ένα κύριο εθνοδιαμορφωτικό στοιχείο - την οφείλει «σε πληροφορία της βυζαντινολόγου Judith Herrin».


Αυτό το ανύπαρκτο εμπειρικό υλικό δεν εμπόδισε τον Anderson να ενσωματώσει στη θεωρία του και τη νεοελληνική περίπτωση. Πολύ περισσότερο δεν εμποδίζει τον κύριο επιμελητή του βιβλίου, πανεπιστημιακό καθηγητή της Ιστορίας, να εκθειάζει «την εμβέλεια, το βάθος και την πυκνότητα της εμπειρικής τεκμηρίωσης» του Anderson και να επαναλαμβάνει θαυμαστικά τις απόψεις του περί νέου Ελληνισμού.


Για να φανεί καλύτερα ο ερασιτεχνισμός με τον οποίο ο Anderson προσεγγίζει τα εμπειρικά πεδία του βιβλίου του που βρίσκονται έξω από την ειδικότητά του (NA Ασία) - ερασιτεχνισμός που αδυνατεί να τον αμβλύνει η ομολογία του γι' αυτά: «Δεν έχω ειδικές γνώσεις» - θα αναφέρω την «εμπειρική τεκμηρίωση» των απόψεών του για τα εθνικά ταφικά μνημεία της νεοτερικής εποχής.


Γράφει ο A. στη θαυμαζόμενη από πολλούς αρχή του δεύτερου κεφαλαίου του βιβλίου του:
«Δεν θα βρει κανείς πιο παραστατικά εμβλήματα της σύγχρονης κουλτούρας του εθνικισμού από τα κενοτάφια και τα μνημεία του Αγνωστου Στρατιώτη. Το δημόσιο τελετουργικό δέος που συνοδεύει αυτά τα μνημεία, ακριβώς επειδή είναι είτε σκόπιμα κενά είτε κανείς δεν γνωρίζει ποιος κείτεται μέσα, δεν συναντάται στο παρελθόν. Για να κατανοήσουμε τη δύναμη αυτού του νεωτερισμού φτάνει να φανταστούμε τη γενική αντίδραση στον περίεργο που θα "ανακάλυπτε" το όνομα του Αγνωστου Στρατιώτη ή θα επέμενε να γεμίσει το κενοτάφιο με αληθινά λείψανα».


Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι τα κενοτάφια της σύγχρονης κουλτούρας του εθνικισμού δεν είναι σκόπιμα κενά (πράγμα που το δηλώνουν, μεταξύ άλλων, και τα ονόματα των νεκρών που αναγράφονται, όταν είναι - ή γίνονται - γνωστά, σε πολλά από αυτά) και ότι το όνομα του Αγνωστου Στρατιώτη δεν υπάρχει για λόγους πρακτικούς και όχι για λόγους «δημόσιου τελετουργικού δέους» (η μορφή του μνημείου αυτού εμφανίστηκε όχι τον 19ο αιώνα, αιώνα εθνικιστικών παθών, αλλά μετά τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι νεκροί ήταν τόσο πολλοί και τόσο πολλοί οι μη αναγνωρίσιμοι που ήταν αδύνατον να ταφούν ονομαστικώς σε ένα ή περισσότερα μνημεία), αναρωτιέται κανείς από πού αντλεί ο Anderson τις γνώσεις του για τα ταφικά μνημεία του παρελθόντος ώστε να μπορεί να υπογραμμίζει με τέτοια βεβαιότητα τις διαφορές τους από τα ανάλογα μνημεία του παρόντος. Την απάντηση την παρέχει ο ίδιος ο Anderson σε μιαν υποσημείωση (σ. 61). «Οι αρχαίοι Ελληνες» γράφει «είχαν κενοτάφια αλλά για συγκεκριμένα γνωστά άτομα, των οποίων το σώμα, για κάποιον λόγο, δεν θα ήταν δυνατόν να ανευρεθεί ώστε να γίνει κανονικός ενταφιασμός. Οφείλω την πληροφορία στη συνάδελφο Judith Herrin».


* H θεωρία περί έθνους


Το θεωρητικό υλικό με το οποίο έχει κατασκευάσει το βιβλίο του ο Anderson δεν του επέτρεψε να σκεφθεί ότι ένας κλασικός αρχαιολόγος (πολύ περισσότερο ο ειδικός των ταφικών μνημείων της αρχαιότητας) θα ήταν ασφαλέστερη πηγή πληροφοριών γι' αυτά απ' ό,τι ένας βυζαντινολόγος. Ή, αν το είχε σκεφθεί, δεν τον προέτρεψε να κάνει έστω τη στοιχειώδη έρευνα: να ανοίξει ένα σχετικό βιβλίο για να ελέγξει την ιδέα του ότι το τελετουργικό δέος που εμπνέουν τα σημερινά μνημεία πεσόντων δεν συναντάται στο παρελθόν. Διότι, αν το είχε κάνει, θα διαπίστωνε ότι οι ομοιότητες των αρχαίων και των σημερινών μνημείων για τους πεσόντες είναι εκπληκτικές. «Γιατί ήταν τόσο σημαντικό», γράφει ένας ειδικός, οι νεκροί των πολέμων στην αρχαία Ελλάδα «να απολαμβάνουν τόσο ιδιαίτερη, σχεδόν τελετουργική προσοχή, τόσο ασυνήθιστες τιμές;» (Hoplites, επιμ. V.D. Hanson, σ. 39). Διότι, απαντούν οι κλασικοί φιλόλογοι και αρχαιολόγοι, το αίσθημα της «μητρός πατρίδος» (της «τεκούσης, θρεψάσης και υποδεξαμένης») δεν ήταν για τους αρχαίους ασθενέστερο από εκείνο της εποχής των εθνικών κρατών (βλ. Συκουτρή, Εκλογή έργων, σ. 390 κ.εξ.).


H θεωρία περί έθνους είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφεθεί στα χέρια των θεωριοκρατούμενων ιστορικών (πολλώ μάλλον των θεωριολάγνων), η θεωρητική σχηματικότητα των οποίων συνεχίζει να παράγει ιστοριογραφικές διαστρεβλώσεις.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου