Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Η έννοια του «Έλληνα» σε μία πολυπολιτισμική Ελλάδα του Γιάννη Κολοβού

του Γιάννη Κολοβού
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Patria, τεύχος 17



Ένα από τα αιτήματα που έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια και εδράζονται στην μεταβολή της σύνθεσης του πληθυσμού της χώρας λόγω της μαζικής εισροής μεταναστών είναι εκείνο για την αλλαγή του τρόπου κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας. Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, η οποία βασίζεται στο «δίκαιο του αίματος» (jus sanguinis), η ιθαγένεια αποκτάται αν ένας από τους δύο γονείς είναι Έλλην πολίτης. Η προτεινόμενη αλλαγή είναι να υιοθετηθεί το «δίκαιο του εδάφους» (jus soli) και η ιθαγένεια να αποκτάται από όσους γεννιούνται εντός της ελληνικής επικράτειας.


Μία τέτοια αλλαγή θα μεταβάλλει και το ουσιαστικό περιεχόμενο της έννοιας «Έλλην». Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία η έννοια του Έλληνα εμπεριέχει εν πολλοίς μία κοινότητα καταγωγής και κοινών πολιτισμικών συνιστωσών. Με την υιοθέτηση του δικαίου του εδάφους η έννοια του «Έλληνα» συνδέεται μόνο με την έννοια της επικράτειας του Ελληνικού κράτους και τον «συνταγματικό πατριωτισμό», χωρίς κάποιο άλλο κοινό συνδετικό στοιχείο. Μία τέτοια αλλαγή ουσίας θα έχει σημαντικές συνέπειες όχι μόνο στο πως γίνεται αντιληπτή η έννοια του «Έλληνα», αλλά και στην ίδια την κοινωνική συνοχή της χώρας.


Χαρακτηριστικό δείγμα της σχετικής επιχειρηματολογίας που αναπτύσσεται από την κοσμοπολίτικη Αριστερά (αλλά και από την φιλελεύθερη Κεντροδεξιά) αποτελούν τα γραφόμενα από τον καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Γιάννη Βούλγαρη ο οποίος προτείνει την επανεξέταση της νομοθεσίας για την απόκτηση ιθαγένειας και την διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων προς τους εγκατεστημένους μετανάστες με το εξής σκεπτικό: «Ποιούς, όμως, θεωρούμε «Έλληνες πολίτες»; Και είναι αρκετό πλέον στην εποχή της παγκοσμιοποίησης τα δικαιώματα να θεμελιώνονται μόνο υπό το πρίσμα της εθνικής φιλελεύθερης δημοκρατίας; Η αντιμετώπιση των δικαιωμάτων μέσα από το πρίσμα της εθνοτικής ομοιογένειας οδηγεί στην παραβίαση των δικαιωμάτων των εγχώριων εθνικών και θρησκευτικών μειοψηφιών, των μεταναστών και των ξένων. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, των μεταναστεύσεων και της συνύπαρξης με ανθρώπους διαφορετικής φυλής, εθνικότητας και πολιτισμού, η ελληνική δημοκρατική πολιτεία χρειάζεται να κατακτήσει και να εξοικειωθεί με μία «νέα γενιά» δικαιωμάτων τα οποία να αντιστοιχούν στην πολυπολιτισμική σύσταση που αποκτά η κοινωνία μας» (1, σελ. 175-176).


Μάλιστα, ο κ. Βούλγαρης δεν προβληματίζεται για την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων καθώς, όπως υπογραμμίζει: «Η ιστορική, η ανθρωπολογική και η κοινωνιολογική ανάλυση δείχνει ότι η «εθνική κουλτούρα», παλαιότερα ο «εθνικός χαρακτήρας», έχει αντιμετωπιστεί συνήθως σαν εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό της χώρας, οποιοδήποτε περιεχόμενο έπαιρνε στις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες» (1, σελ. 347-348). Με το ίδιο σκεπτικό ο λέκτορας του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Χριστόπουλος χαρακτηρίζει την ισχύουσα νομοθεσία περί ιθαγένειας ως «βαθιά αναχρονιστική» λόγω του ότι «λειτουργεί σε βάρος του ίδιου του δημοσίου συμφέροντος της Ελλάδας του 21ου αιώνα, μίας χώρας της οποίας το 10% του πληθυσμού είναι μετανάστες» (2).


Εδώ να επισημάνουμε ότι πολυπολιτισμικότητα είναι «η αποδοχή και η υποστήριξη της πληθυντικής σύνθεσης μίας κοινωνίας. Η έννοια αναφέρεται στις στάσεις ως προς την πολιτισμική διαφορετικότητα του πληθυσμού» (3) και «η έννοια της πολυπολιτισμικότητας, όπως χρησιμοποιείται από τους μετα-εθνικούς κοσμοπολίτες, υπονοεί ότι ο αυτόχθων πληθυσμός δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας από τους «πολλούς πολιτισμούς», μία μειονότητα μεταξύ των μειονοτήτων» (4). Κατά τον van den Berghe (5) του Πανεπιστημίου της Washington, προκειμένου να συνδυαστεί με επιτυχία η πολυπολιτισμικότητα με την δημοκρατία, θα πρέπει να αποεθνοποιηθεί το κράτος.


Η πολυπολιτισμική οπτική, διαμορφωμένη από απόψεις όπως του Gellner (6), θεωρεί ότι τα σύγχρονα έθνη και τα σύγχρονα έθνη-κράτη είναι προϊόντα της βιομηχανικής κοινωνίας και είναι αποτέλεσμα της διάβρωσης των υπαρχουσών εθνικοτήτων και της δημιουργίας μίας νέας κοινωνίας που βασίζεται στην υπηκοότητα. Οι απόψεις αυτές θεωρούν ότι οι θεσμοί της αγοράς και της πολιτείας θα εισαγάγουν αλλαγές στην παιδεία οι οποίες θα υποστηρίξουν τους νέους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς.


Γενικά μιλώντας, η πολυπολιτισμική θεωρία (7) υποστηρίζει ότι κάθε πολιτισμική ομάδα μέσα σε μία πολιτεία αποτελεί μία πηγή αξιών για τα μέλη της, οι οποίες είναι μη συγκρίσιμες. Επομένως, μία κοινωνία με ένα μόνον σύνολο αξιών και κανόνων που να ισχύουν για όλα τα μέλη της καταπιέζει τις πολιτισμικές μειονότητες καθώς οι κανόνες και οι αξίες αυτές απλά θα αντανακλούν τον πολιτισμό της πλειονότητας. Με το σκεπτικό αυτό ο πλειοψηφικός τρόπος λήψεως αποφάσεων δεν νομιμοποιείται επαρκώς κατά τους οπαδούς της πολυπολιτισμικότητας καθώς, κατ’ αυτούς, για κάθε πολιτισμική ομάδα θα πρέπει να υπάρχουν διαφορετικές πολιτικές προσαρμοσμένες στα συγκεκριμένα αιτήματα και ανάγκες της κάθε ομάδας. Ουσιαστικά δηλαδή η πολυπολιτισμικότητα και η αρχή της διαφορετικότητας ακυρώνουν στην πράξη κάθε έννοια συνοχής και αλληλεγγύης.


Κατά τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας Christian Joppke (8) «τα φιλελεύθερα έθνη-κράτη χαρακτηρίζονται από μία ενδελεχή αποεθνικοποίηση, κατά την οποία οι ποικίλες εθνικές ταμπέλες απλά αποτελούν διαφορετικά ονόματα για το ίδιο πράγμα, τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις της ελευθερίας και της ισότητας. Εμφανείς εκφράσεις αυτής της αποεθνικοποίησης είναι οι χωρίς-διακρίσεις μεταναστευτικές πολιτικές, η φιλελευθεροποιημένη νομοθεσία περί υπηκοότητας, και μία γενική αποστασιοποίηση από την παλαιά ιδέα της «αφομοίωσης». Με την εξαίρεση της γλώσσας, οι μόνες σαφείς επιβεβλημένες υποχρεώσεις στους νεοεισερχόμενους είναι οι φιλελεύθερες επιβεβλημένες υποχρεώσεις, με κυριότερη την διαδικαστική δέσμευση στις φιλελεύθερες-δημοκρατικές αρχές» (p. 254).


Πάντως, όπως παρατηρεί ο Joppke, οι «Βρετανικές» και οι «Ολλανδικές» αξίες οι οποίες διαμορφώνονται σε αυτές τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες και με τις οποίες θα πρέπει να συμμορφωθούν οι μετανάστες δεν έχουν κάτι το «Βρετανικό» ή το «Ολλανδικό». Είναι απλώς «διαφορετικά ονόματα για τις οικουμενικές πεποιθήσεις της ελευθερίας και της ισότητας που χαρακτηρίζουν όλες τις φιλελεύθερες κοινωνίες. Είναι οι οικουμενικές, εθνικά ανώνυμες πεποιθήσεις του φιλελεύθερου κράτους» (p. 253).


Κάνοντας μία ανασκόπηση της ευρωπαϊκής εμπειρίας από την πολυπολιτισμικότητα, ο John Rex (9) του Πανεπιστημίου του Warwick τονίζει ότι «ο πολιτισμός της γηγενούς πλειονότητας δεν μπορεί απλά να θεωρηθεί ως ένας μεταξύ ενός αριθμού πολιτισμών. Ούτε θα πρέπει να υποστηριχθεί ότι αυτός ο πολιτισμός αναπόφευκτα θα τροποποιηθεί μέσω της απορρόφησης τμημάτων από νέους μειονοτικούς πολιτισμούς. Υπάρχουν πολλά πολιτισμικά και θεσμικά χαρακτηριστικά των κοινωνιών στις οποίες εγκαθίστανται οι μετανάστες τα οποία, επομένως, θα πρέπει να αποδεχθούν τα οποία παρέχουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει τώρα να ζήσουν τις ζωές τους. Μεταξύ άλλων αυτά περιλαμβάνουν την επίσημη γλώσσα της κοινωνίας, τους οικονομικούς θεσμούς της, την ποινική και αστική νομοθεσία. Η αποδοχή αυτών και η ζωή μέσα στους περιορισμούς που αυτά θέτουν είναι το τίμημα που οι μετανάστες θα πρέπει να πληρώσουν για τα πλεονεκτήματα της μετανάστευσης».


Το βασικό πρόβλημα της πολυπολιτισμικής οπτικής είναι, κατά την διατύπωση του καθηγητού Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Duke Edward Tiryakian, το εξής: «Το ερώτημα είναι αν ο «συνταγματικός πατριωτισμός» και η συσχέτισή του με πολιτικές αξίες επαρκεί για να παρέξει μία κοινή κουλτούρα, ένα κοινό καλό που να μπορεί να ενσωματώσει τόσο τον γηγενή πληθυσμό όσο και τους νεοεισερχόμενους μετανάστες, ειδικά όπου οι νεοεισερχόμενοι φέρουν ένα πολύ διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο σε σχέση με τον κατεστημένο εθνικό πολιτισμό» (10).


Κατά τον William Pfaff το πρόβλημα «δημιουργήθηκε από καλές προθέσεις συνδυασμένες με λάθος υποθέσεις αναφορικά με τις ανθρώπινες, κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες της πολιτισμικής διαφοράς… Κάποιες ψευδαισθήσεις για την φύση του ανθρώπου προωθούνταν – και προωθούνται. Οι άνθρωποι της Δύσεως θέλουν να πιστεύουν σε αυτές τις ψευδαισθήσεις, παρά τα όσα έχει κάνει η ιστορία για να τις καταρρίψει». Και οι ψευδαισθήσεις αυτές «περιλαμβάνουν την πεποίθηση ότι οι βασικές αξίες των Δυτικών δημοκρατιών είναι έμφυτες, και ότι η εκπαίδευση, η φιλελευθεροποίηση των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, και η πολιτική δράση μπορεί να απελευθερώσει αυτές τις αξίες μεταξύ ανθρώπων οι οποίοι δεν τις αναγνωρίζουν ακόμα. Θεωρείται ότι όλοι βαδίζουν όχι μόνον προς την φιλελεύθερη δημοκρατία αλλά επίσης προς την εκκοσμίκευση ή την θρησκευτική αδιαφορία. Οι Δυτικές πολιτικές (ακόμα και οικονομικές) αξίες θεωρούνται ως παγκόσμιες, ότι ισχύουν για όλες τις κοινωνίες τώρα και για το μέλλον. Επιδεικνύεται αδιαφορία ή άγνοια για την ηθική πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης κατά το παρελθόν. Όλα καταλήγουν σε μία αφελή εκδοχή της πεποίθησης στην αναπόφευκτη ανθρώπινη πρόοδο που προέκυψε κατά τον Γαλλικό Διαφωτισμό και την οποία η ιστορία έχει καταρρίψει επανειλημμένως» (11).


Πολύ διαφωτιστική για το τι πήγε στραβά στην περίπτωση της Βρετανίας είναι η άποψη του αρχιραββίνου της χώρας Jonathan Sacks ο οποίος υπογραμμίζει ότι «έχουμε σκεφθεί την κοινωνία σαν ένα ξενοδοχείο όπου πληρώνεις χρήματα σε αντάλλαγμα για υπηρεσίες και τότε ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει αρκεί να μην ενοχλεί τους άλλους επισκέπτες. Τα ξενοδοχεία είναι καλά, αλλά δεν δημιουργούν μία αίσθηση του ανήκειν. Η κοινωνία δεν είναι ξενοδοχείο. Είναι το σπίτι που χτίζουμε όλοι μαζί» (12).


Κατά τον καθηγητή του Πανεπιστήμιου του Harvard Samuel Huntington (13) «ένα Πιστεύω από μόνο του, δεν δημιουργεί ένα έθνος. Ελάχιστα έθνη προσδιορίσθηκαν μόνο από μία ιδεολογία ή σύνολο πολιτικών αρχών. Οι πιο αξιοσημείωτες περιπτώσεις της σύγχρονης εποχής σχετίζονται με τα κομμουνιστικά κράτη. Όταν ο κομμουνισμός έχασε την ελκτικότητά του και το κίνητρο για να διατηρηθούν αυτές οι οντότητες χάθηκε με τον τερματισμό του Ψυχρού πολέμου, όλες, πλην την Βόρειας Κορέας, εξαφανίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από χώρες που προσδιορίζονται από την εθνικότητα, την κουλτούρα και την εθνότητα» (σελ. 465). Και συνεχίζει υπογραμμίζοντας: «Ένα έθνος που προσδιορίζεται μόνο από την πολιτική ιδεολογία είναι ένα εύθραυστο έθνος. Οι αρχές του Πιστεύω – ελευθερία, δημοκρατία, πολιτικά δικαιώματα, μη εφαρμογή διακρίσεων, κράτος δικαίου – είναι δείκτες του τρόπου οργάνωσης μία κοινωνίας. Δεν καθορίζουν την έκταση, τα όρια ή τη σύνθεση αυτής της κοινωνίας. Οι αρχές αυτές δεν μπορούν ν’ αποτελούν την μοναδική βάση που διακρίνει τους Αμερικανούς από τους άλλους» (σελ. 466).


Ο Huntington υποστηρίζει ότι «είναι μάλλον απίθανο να βρίσκουν οι άνθρωποι στις πολιτικές αρχές εκείνες τις βαθιές συγκινήσεις και το περιεχόμενο που παρέχει η φιλία, η συγγένεια, το αίμα και η αίσθηση του ανήκειν, η κουλτούρα και η εθνικότητα. Αυτές οι εξαρτήσεις μπορεί να έχουν ελάχιστη ή και καθόλου βάση στην πραγματικότητα, όμως ικανοποιούν μία βαθιά ανθρώπινη λαχτάρα για συμμετοχή σε μία κοινότητα νοήματος» (σελ. 467). Μάλιστα, προβλέπει ότι «μία πολυπολιτισμική Αμερική θα γίνει με τον καιρό μία Αμερική με πολλά πολιτικά Πιστεύω, με ομάδες που θα έχουν διαφορετικές κουλτούρες οι οποίες θα ενστερνίζονται διαφορετικές πολιτικές αξίες και αρχές ριζωμένες σε αυτές τις διαφορετικές κουλτούρες» (σελ. 468).


Ο καθηγητής και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου Γιώργος Κοντογιώργης (14) επισημαίνει ότι «το επιχείρημα της πολυπολιτισμικότητας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα στην πολυ-πολιτειακή συγκρότηση του κράτους» (σελ. 53) και αυτό θα συμβεί γιατί «το κυρίαρχο έθνος βρίσκεται αντιμέτωπο με τη δηλωμένη βούληση του εθνοτικού (πολιτιστικού, γεωγραφικού κ.λπ.) «άλλου» να αναγνωρισθεί το πολιτισμικό του ιδίωμα και, συνεπώς, να υποστασιοποιηθεί πολιτικά ή να μετάσχει ισότιμα στη διαμόρφωση του λεγόμενου δημόσιου χώρου. Το αίτημα αυτό συνεπάγεται την πολυ-πολιτειακή συγκρότηση του κράτους και, συνακόλουθα, το διαζύγιό του από την εκλεκτική του συνάφεια με ένα και μοναδικό έθνος» (σελ. 52).


Το ίδιο έχει υπογραμμίσει και ο πολιτειολόγος Κώστας Ζουράρις υπενθυμίζοντας ότι: «Υπάρχει ένας μέγιστος πολιτικός νόμος του Θουκυδίδη: «Ισόψηφοι όντες και ουχ ομόφυλοι, έκαστος το εφ’ εαυτόν σπεύδει». Η δημοκρατία (ισόψηφοι όντες) προϋποθέτει την ομοιογένεια και την ομογένεια, γιατί αλλιώς έκαστος το εφ’ εαυτόν σπεύδει. Άρα η δημοκρατία λειτουργεί με ομόφυλο. Το πολυπολιτισμικό δημιουργεί γκέτο και ζει ο καθένας στο γκέτο του. Η ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων είναι στοιχείο ανεπαρκέστατο για συγκρότηση κοινωνίας. Γίνεται ένα σκορποχώρι όπου καθένας για το εφ’ εαυτόν σπεύδει» (15).


Μία συμπυκνωμένη απόδοση των προαναφερθέντων δίνει ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Κλοντ Μισεά (16) ο οποίος τονίζει ότι: «Ο πυρήνας της φιλελεύθερης φιλοσοφίας είναι η ιδέα ότι μόνον μια ιδεολογικά ουδέτερη εξουσία μπορεί να εξασφαλίζει την ειρηνική συνύπαρξη των πολιτών. Συγκεκριμένα κάθε άτομο είναι ελεύθερο να ζει σύμφωνα με τον δικό του ιδιωτικό ορισμό της ευτυχίας ή της ηθικής (αν έχει κάποια ηθική), υπό τον όρο ότι δεν θα βλάπτει την ελευθερία του άλλου. Το τελευταίο κριτήριο γίνεται γρήγορα ανεφάρμοστο, από τη στιγμή που θέλουμε να διατηρήσουμε μιαν αυστηρή ιδεολογική ουδετερότητα. Το παράδοξο είναι ότι η λογική του πολιτικού και πολιτισμικού φιλελευθερισμού δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε έναν νέο πόλεμο όλων εναντίον όλων, που διεξάγεται αυτή τη φορά στα δικαστήρια. Επειδή απαγορεύεται να έχουμε έναν φιλοσοφικό ορισμό του γενικού συμφέροντος, το φιλελεύθερο δίκαιο είναι υποχρεωμένο να νομοθετεί στα τυφλά, με βάση τον συσχετισμό δυνάμεων που υπάρχει σε μια δεδομένη στιγμή στην κοινωνία. Μια κοινωνία που αρνείται κάθε πολιτική σημασία σε κοινές ανθρώπινες αξίες, οδηγείται αναπόφευκτα να θέλει να διεκπεραιώνει τα πάντα με το δίκαιο. Εγώ υποβάλλω σε κριτική το φιλελεύθερο σύστημα από μια ριζοσπαστική δημοκρατική ή, αν προτιμάτε, αναρχική σκοπιά, επειδή απειλεί όλο και περισσότερο τις στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες. Ο φιλελευθερισμός αποκλείει κάθε αναφορά σε κοινές ηθικές αξίες. Μια κοινωνία που είναι ταυτόχρονα ατομικιστική και «πολυπολιτισμική» δεν μπορεί επομένως να βρει μιαν επίφαση ανθρωπολογικής συνοχής, παρά μόνο στη λατρεία της ανάπτυξης και της κατανάλωσης. Να γιατί η οικονομία έγινε η θρησκεία των σύγχρονων κοινωνιών».


Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η πολυπολιτισμικότητα συγκρούεται με την ουσία της δημοκρατίας καθώς η τελευταία, ως πολιτικό σύστημα, πρέπει να στηρίζεται σε μία αμοιβαία εμπιστοσύνη και αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών και στην αίσθηση αυτών περί ενός κοινού οράματος και κοινών ηθικών υποχρεώσεων. Και αυτά κείνται πολύ παραπάνω από την απλή διακήρυξη πίστης στην δημοκρατία, στο Σύνταγμα και στους νόμους την οποία επιβάλλει ο «συνταγματικός πατριωτισμός» του «δικαίου του εδάφους». Όταν η πολυπολιτισμική κοινωνία περιλαμβάνει τόσο διαφορετικές πολιτισμικά ομάδες ώστε να μην υπάρχει κοινό όραμα, κοινές αξίες και κοινές ηθικές υποχρεώσεις, τότε η κοινωνική αλληλεγγύη καταρρέει και επικρατούν φυγόκεντρες δυνάμεις.


Παραπομπές
1) Βούλγαρης Γιάννης «Η Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση στην Παγκοσμιοποίηση», Αθήνα, Εκδόσεις Πόλις, 2008.
2) Χριστόπουλος Δημήτρης «Η δυσκολία του να γίνεις Έλληνας», Βήμα Ιδεών τ. 4 - Αύγουστος 2007, Το Βήμα, 3/8/2007.
3) Van de Vijver Fons J., Schalk-Soekar Saskia R. G., Arends-Toth Judit and Seger M. Breugelmans «Cracks in the Wall of Multiculturalism? A Review of attitudinal studies in the Netherlands», International Journal on Multicultural Societies, 2006, vol. 8, no. 1, p. 103.
4) Cuperus Rene «Populism against Globalisation: a New European Revolt», in Cramme Olaf and Motte Constance (eds) «Rethinking Immigration and Integration: a New Centre-Left Agenda», London, Policy Network, 2007, p. 158.
5) Van den Berghe Pierre L. «Multicultural democracy: can it work?», Nations and Nationalism, 2002, vol. 8, no. 4, p. 440.
6) Gellner E. «Nations and Nationalism», Oxford, Blackwell, 1983.
7) Για μία πλήρη ανάλυση της «πολυπολιτισμικότητας» και ως θεωρίας αλλά – κυρίως – ως πρακτικής δες στο βιβλίο μου «Το τέλος μίας ουτοπίας: η κατάρρευση των πολυπολιτισμικών κοινωνιών στην Δυτική Ευρώπη», Αθήνα, Εκδόσεις Πελασγός, 2008.
8) Joppke Christian «The retreat of multiculturalism in the liberal state: theory and policy», The British Journal of Sociology, 2004, vol. 55, no. 2, p. 237-257.
9) Rex John «Multiculturalism in Europe and America», Nations and Nationalism, 1999, vol. 1, no. 2, p. 250.
10) Tiryakian Edward A. «Assessing Multiculturalism Theoretically: E Pluribus Unum, Sic et Non», International Journal on Multicultural Societies, 2003, vol. 5, no. 1, p. 33.
11) Pfaff William «Europe pays the price for cultural naivet?», International Herald Tribune, 25/11/2005.
12) Sacks Jonathan «Giving and belonging: the lesson Jews can offer new immigrants», The Times, 1/10/2005.
13) Huntington Samuel «Ποιοί Είμαστε; Η Αμερικανική ταυτότητα στην εποχή μας», Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη, 2005.
14) Κοντογιώργης Γιώργος «Έθνος και «εκσυγχρονιστική» νεοτερικότητα», Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2006.
15) Το αναφέρει ο Κώστας Ζουράρις σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Αντιφωνητής» (22/12/2004), τμήμα της οποίας αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ρεσάλτο», τεύχος 1, Δεκέμβριος 2005, σελ. 53.
16) Γιαλκέτσης Θανάσης «Φιλελεύθερη δουλεία», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22/2/2009. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου