Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Ενας φαντασιακός ορισμός

* Οι προειδοποιήσεις του Anderson δεν μπόρεσαν να πτοήσουν τους θεωριοκρατούμενους ιστορικούς

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ 
Κυριακή 6 Μαρτίου 2005
Αναδημοσίευση από το Βήμα


Παρότι οι τελευταίες δεκαετίες είναι εποχή αναγνώρισης της ετερότητας, δηλαδή και της ιδιαιτερότητας, είναι συγχρόνως και εποχή των θεωρητικών διακηρύξεων, δηλαδή της λατρείας της γενικότητας. Τίποτε δεν δηλώνει εμβληματικότερα αυτή τη λατρεία από την έντονη ακόμη κινητικότητα πολλών θεωρητικών συνθημάτων (λ.χ. «ο θάνατος του συγγραφέα», «λογοκεντρισμός», «διακειμενικότητα», «κατασκευή»), που σηματοδοτούν, γενικεύοντας ακόμη περισσότερο, τις γενικότητες τις οποίες εκφράζουν. H παρακολούθηση της παραγωγής και της κατανάλωσης αυτών των συνθημάτων είναι πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί θα μπορούσε να δείξει με ποιο τρόπο λειτουργούν, στο πεδίο των επιστημών του ανθρώπου, οι λιγότερο εγρήγορες νοοτροπίες.


Ας δούμε, π.χ., τη χρήση του όρου φαντασιακός στις θεωρίες του εθνικισμού. Τον όρο εισήγαγε στον περί έθνους λόγο το 1983 ο Benedict Anderson με το περίφημο βιβλίο του Imagined Communities (Φαντασιακές κοινότητες ελλην. μετάφρ. 1997), ο τίτλος του οποίου συνοψίζει τον ορισμό του A. για το έθνος, που έχει ως εξής: «Το έθνος αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη. Αποτελεί κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο, επειδή κανένα μέλος, ακόμα και του μικρότερου έθνους, δεν θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δεν θα τα συναντήσει ούτε καν θα ακούσει γι' αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν».


Ο ορισμός αυτός είναι πολλαπλώς προβληματικός. Πρώτον, διότι η έμφαση που δίνει ο A. στο πολιτικό στοιχείο ως κύριο συνεκτικό του εθνικού αισθήματος έρχεται σε αντίθεση με τον προσδιορισμό του της έννοιας του εθνικού φαντασιακού, δεύτερον, γιατί υπάρχουν και άλλα πράγματα, ορισμένα σημαντικότερα από εκείνο που αναφέρει ο ορισμός που δημιουργούν την αίσθηση του συνανήκειν και, τρίτον, επειδή οι επεξηγήσεις που δίνει ο A. για το εθνικό αίσθημα σε άλλα σημεία του βιβλίου μεταθέτουν το κύριο συνεκτικό του στοιχείο από το πολιτικό επίπεδο στο πολιτισμικό: Θα ήταν καλύτερα, προσθέτει ο A., «αν κανείς αντιμετώπιζε τον εθνικισμό σαν να ανήκε στην ίδια κατηγορία με τη "συγγένεια" και τη "θρησκεία" παρά με τον "φιλελευθερισμό" ή τον "φασισμό"». H ομοιότητα που ανακαλύπτει ο A. ανάμεσα στο αίσθημα της συγγένειας και στο εθνικό αίσθημα και η σπουδαιότητα που αποδίδει στις «πολιτισμικές ρίζες του εθνικισμού», ιδίως στη γλώσσα (στην τυπογραφική μορφή της: στις «έντυπες εθνικές γλώσσες»), υπονομεύουν την ισχύ για τις εθνικές κοινότητες του χαρακτηρισμού φαντασιακές σε τέτοιο βαθμό, που ο όρος να μη μπορεί να διαβαστεί παρά ως μια ατυχής μεταφορά.


Και όμως, αυτή την άστοχη μεταφορά επαναλαμβάνουν ως κυριολεξία οι θιασώτες των "ευφυών" θεωρητικών γενικεύσεων, παραβλέποντας τα ασθενή σημεία και της ίδιας της "φαντασιακής" θεωρίας, τα οποία παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος ο A., που επαναλαμβάνει (στους προλόγους και των δύο εκδόσεων του βιβλίου του) ότι «είναι περιορισμένη η αξίωση των επιχειρημάτων της για καθολική ισχύ»: «Το αντικείμενο των σπουδών μου καθώς και της ερευνητικής μου δραστηριότητας», γράφει, «είναι η N.A. Ασία. Αυτή η παραδοχή θα μπορούσε να εξηγήσει μερικές από τις κατευθύνσεις και τις επιλογές των παραδειγμάτων μου. [...] Οι γνώσεις μου για τη Δυτική Ευρώπη και τον Νέο Κόσμο είναι αρκετά επιφανειακές. [...] Μένει να φανεί κατά πόσο η ανάλυσή μου, παρότι μπορεί να είναι αποδεκτή για τη N.A. Ασία, είναι δυνατόν να έχει πειστική εφαρμογή σε ολόκληρο τον κόσμο».


Ωστόσο η παραδοχή αυτή και οι προειδοποιήσεις του A. δεν μπόρεσαν να πτοήσουν τους απανταχού της γης θεωριοκρατούμενους ιστορικούς. Ο όρος φαντασιακή, για την εθνική κοινότητα, στην κυριολεκτική του, όπως είπαμε, σημασία, συνώνυμος πλέον του όρου κατασκευή και με αξιώσεις καθολικής και αδιαφοροποίητης για κάθε εθνική διαμόρφωση ισχύος, έγινε - και είναι ακόμη για πολλούς - το δελτίο εισόδου και παραμονής στον παράδεισο της θεωρητικής πρωτοπορίας. Πολύ περισσότερο, η παραδοχή του A., αλλά και η συναρπαστική - όπως δείχνει το βιβλίο του - άγνοια της ελληνικής ιστορίας, δεν μπόρεσαν να πτοήσουν τους θεωριοκρατούμενους ιστορικούς της ελληνικής περιφέρειας, οι οποίοι, προφανώς στην επιθυμία τους να απαλλαγούν από το άχθος της επαρχιακής καθυστέρησης, έσπευσαν να εμφανιστούν βασιλικότεροι του βασιλέως - θέλω να πω θεωρητικότεροι του θεωρητικού.


Ετσι, λ.χ., οι επιμελητές της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου, πανεπιστημιακοί ιστορικοί, απωθώντας τη σκέψη ότι η ισχύς της θεωρίας του είναι συζητήσιμη, εξαίρουν το βιβλίο για «τον συνδυασμό της θεωρητικής επιχειρηματολογίας του και της εμπειρικής τεκμηρίωσης», χαρακτηρίζοντάς το γι' αυτόν «έργο μοναδικό σε εμβέλεια, βάθος και πυκνότητα», χωρίς να νιώθουν ότι οι παρακείμενες στα εισαγωγικά τους κείμενα στο βιβλίο προλογικές ομολογίες του συγγραφέα του τους διαψεύδουν: «Εργα όπως οι Φαντασιακές Κοινότητες», γράφουν, «που βασίζονται σε ένα πλουσιότατο εμπειρικό υλικό - [...] ο πλούτος του οποίου αφορά τόσο στην Ευρώπη [sic] όσο και στη N.A. Ασία, την Αμερική [sic] και την Αφρική [sic] - [...] αποκτούν ξεχωριστή σημασία», γιατί «αναδεικνύουν την καθολικότητα [sic] και την ενιαία φύση μερικών από τα εξέχοντα χαρακτηριστικά του εθνικισμού».
Για την «εμβέλεια και το βάθος» του ελληνικού εμπειρικού υλικού του βιβλίου θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου