ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΞΠΡΕΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2010
Η δημοσιονομική κρίση
Βρισκόμαστε εδώ και μερικούς μήνες εν μέσω, της ποιο σοβαρής, δημοσιονομικής κρίσης που πέρασε η Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τι ακριβώς σημαίνει όμως η διαπίστωση ότι βρισκόμαστε σε κρίση; Από πού προήλθε και γιατί εμφανίστηκε ξαφνικά μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές; Τι άλλαξε; Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας ξεκινά από την ύπαρξη συνεχόμενων ελλειμμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό όλα αυτά τα χρόνια: τα έξοδα του δημοσίου για μισθούς, συντάξεις, παιδεία, υγεία, άμυνα, ξεπερνούσαν τα αντίστοιχα έσοδα από φόρους και επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως και στα προσωπικά μας οικονομικά, αν συμβαίνει το ίδιο σε έναν μήνα τότε την διαφορά την καλύπτουμε με δανεισμό είτε μέσω συγγενών και φίλων είτε μέσω τραπεζών με καταναλωτικά δάνεια ή πιστωτικές κάρτες. Αν αυτό όμως συνεχιστεί για πολλούς μήνες τότε το ύψος του χρέους μας θα αυξάνεται συνεχώς. Έτσι διογκώθηκε και το ελληνικό δημόσιο χρέος ξεπερνώντας πλέον τα €271 δις όταν το ΑΕΠ μας, δηλαδή το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε ένα έτος στη χώρα μας, είναι περίπου €240 δις και οι ανάγκες για νέο δανεισμό περίπου €30 δις για το τρέχον έτος. Αυτό σημαίνει ότι το συνολικό χρέος αντιπροσωπεύει το 113% του ΑΕΠ και οι δανειακές ανάγκες το 12.5% όταν τα δύο αυτά μεγέθη σύμφωνα με τις τους όρους του «Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης» της Ευρωπαϊκής Ένωσης έπρεπε να είναι κάτω από το 60% και 3% αντίστοιχα. Βέβαια, οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. δεν πληρούν έναν ή και τους δύο αυτούς όρους.
Ομόλογα και κίνδυνος
Οι κυβερνήσεις, σε αντίθεση με τα προσωπικά μας οικονομικά, δανείζονται σε αυτές τις περιπτώσεις μέσω έκδοσης ομολόγων. Υπάρχουν διάφορες μορφές ομολόγων αλλά οι λειτουργία τους σε ότι μας αφορά εδώ είναι η ίδια: τα ομόλογα αποτελούν μια «ομολογία» χρέους του εκδότη προς τον αγοραστή. Έτσι τα ομόλογα στην φυσική τους μορφή (χαρτί) αναγράφουν τον εκδότη του χρέους, πχ «Ελληνικό Δημόσιο», το ποσό του δανεισμού ή αλλιώς «ονομαστική αξία», και την ημερομηνία λήξης του, έστω μετά από ένα χρόνο. Ο αγοραστής του ομολόγου θα το επιστρέψει στον εκδότη κατά την ημερομηνία της λήξης για να πάρει πίσω την ονομαστική αξία που αναγράφεται σε αυτό. Για παράδειγμα, αν το ελληνικό δημόσιο θέλει να δανειστεί €1,000,000 για ένα χρόνο τότε θα εκδώσει 1000 ομόλογα ονομαστικής αξίας €1000 το καθένα. Φυσικά, αν ο αγοραστής πάρει σε ένα έτος από σήμερα €1000 από το δημόσιο θα πρέπει να αγοράσει σήμερα το ομόλογο σε μια τιμή μικρότερη των €1000 έτσι ώστε η διαφορά να αποτελεί τους τόκους που θα αποκομίσει. Αγοράζοντας το ομόλογο σήμερα με €950 και εισπράττοντας σε ένα χρόνο €1000 έχει απόδοση €50 στα €950 που επένδυσε, άρα το επιτόκιο είναι ίσο με €50/€950 = 0.0526% ή 5.26%. Βασική αρχή σε όλες τις χρηματαγορές και ειδικότερα στην δανειακή είναι ότι το επιτόκιο δανεισμού είναι ευθέως ανάλογο του κινδύνου μη αποπληρωμής του δανείου. Στα προσωπικά μας οικονομικά, όσο το ύψος του χρέους μας αυξάνεται σε σχέση με το εισόδημά μας, τόσο θα αυξάνεται και η πιθανότητα να έχουμε δυσκολία ή αδυναμία στην αποπληρωμή του. Έτσι ο κίνδυνος για την τράπεζα αυξάνεται και αυτό μετασχηματίζεται στην αύξηση του επιτοκίου μας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα ομόλογα. Όσο ο κίνδυνος μη αποπληρωμής για την Ελλάδα, δηλαδή ο κίνδυνος πτώχευσης, αυξάνει είτε πραγματικά, είτε επειδή –και αυτό είναι πολύ σημαντικό- έτσι πιστεύουν οι επενδυτές, τόσο τα ομόλογα των €1000 θα πωλούνται στους επενδυτές σε όλο και χαμηλότερες τιμές έτσι ώστε να αποφέρουν μεγαλύτερο τόκο ο οποίος αντικατοπτρίζει τον αυξημένο κίνδυνο, πχ €940 στο παραπάνω παράδειγμα που μεταφράζεται σε επιτόκιο 6.38%.
Το επιτόκιο δανεισμού και το «spread»
Σήμερα, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα δεν είναι ότι δεν μπορεί να βρει τα κεφάλαια που χρειάζεται για να δανειστεί: κατά την έκδοση ομολόγων τον Φεβρουάριο όπου χρειάστηκε χρηματοδότηση αξίας €6 δις, η συνολική προσφορά ήταν περί τα €25 δις. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η εξεύρεση των κεφαλαίων αλλά το κόστος δανεισμού, δηλαδή τα επιτόκια που πρέπει να πληρώσει το ελληνικό δημόσιο προκειμένου να δανειστεί. Αυτά τα επιτόκια είναι πολύ μεγαλύτερα αυτών που πληρώνει, για παράδειγμα, η Γερμανική κυβέρνηση η οποία δανείζεται (ναι, και οι γερμανοί όπως και όλες σχεδόν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ελλειμματικό προϋπολογισμό) με 3.5% επιτόκιο. Η διαφορά ανάμεσα στο επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας και της Γερμανίας αποτελεί το πολύ γνωστό πλέον «spread» (στα ελληνικά περιθώριο). Σήμερα το spread είναι μεγαλύτερο του 3% και έφτασε και το 3,5% ενώ ένα χρόνο πριν ήταν στο επίπεδο του 1%. Η διαφορά είναι τεράστια για τα οικονομικά της χώρας μας. Αν το συνολικό χρέος είναι €271 δις τότε η διαφορά των 2 ποσοστιαίων μονάδων αντιπροσωπεύει μια επιβάρυνση στους συνολικούς τόκους που πρέπει να πληρώσει το ελληνικό δημόσιο περίπου €5.5 δις τον χρόνο! Αν λοιπόν το κόστος δανεισμού μας έπεφτε στο επίπεδο του 1% spread ή αλλιώς επιτόκιο 4.5% τότε θα εξοικονομούσαμε €5.5 δις τον χρόνο που θα μπορούσαν να δαπανηθούν είτε στο πρόγραμμα κρατικών επενδύσεων, στην παιδεία, υγεία, κλπ είτε φυσικά στην αποπληρωμή μέρους του συνολικού μας χρέους. Εκεί εστιάζονται και οι προσπάθειες της κυβέρνησης αυτόν τον καιρό. Ο πρωθυπουργός έχει επανειλημμένα τονίσει ότι δεν ζητάμε οικονομική βοήθεια από κανέναν, δηλαδή να μας χαριστούν χρήματα για να καλύψουμε το έλλειμμα, αλλά ζητάμε χαμηλότερα επιτόκια, κοντά δηλαδή στο 4.5% που ήταν στο παρελθόν. Αυτός είναι και ο στόχος των ενεργειών που γίνονται για την εξεύρεση κάποιας λύσης-βοήθειας από την Ε.Ε. δηλαδή η παροχή δανείου στην Ελλάδα με επιτόκιο χαμηλότερο αυτού που πληρώνουμε τώρα.
Πώς προέκυψε το πρόβλημα;
Τι συνέβη λοιπόν μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου και αυξήθηκε κατακόρυφα το spread; Όπως είδαμε, μια τέτοια αύξηση των επιτοκίων θα σημαίνει ότι η πιθανότητα μη-αποπληρωμής (default) της ελληνικής οικονομίας αυξήθηκε σημαντικά. Γιατί ξαφνικά οι αγορές πιστέψανε ότι ο κίνδυνος της ελληνικής οικονομίας αυξήθηκε τόσο πολύ; Η απάντηση είναι πολύ απλή: τους το ανακοινώσαμε εμείς! Η προηγούμενη κυβέρνηση ανακοίνωνε ένα έλλειμμα για το 2009 της τάξης του 6.7% και οι αγορές αποτιμήσανε τον σχετικό κίνδυνο και αυτός αποτυπώνονταν στο τότε επιτόκιο σύμφωνα με την θεμελιώδη σχέση κινδύνου-απόδοσης των χρηματοοικονομικών. Η νέα κυβέρνηση αμέσως μετά τον σχηματισμό της ανακοίνωσε ότι η προηγούμενη έδινε σκόπιμα λανθασμένα στοιχεία στις αγορές και στην Ε.Ε. καθώς το πραγματικό έλλειμμα ήταν 12.5% σχεδόν διπλάσιο από την προηγούμενη εκτίμηση που είχαν οι αγορές. Ήδη το 6.7% αποτελούσε σημαντική απόκλιση από τους όρους του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης που επιτάσσουν ένα μέγιστο έλλειμμα 3% ως ποσοστό του ΑΕΠ και τώρα το σχεδόν διπλάσιο και η παραδοχή της παροχής φαλκιδευμένων δημοσιονομικών στοιχείων εκτίναξαν την αβεβαιότητα και την ανησυχία των επενδυτών για το τι πραγματικά συμβαίνει στην Ελλάδα στα ύψη, συμπαρασύροντας φυσικά μαζί και το επιτόκιο δανεισμού και το spread. Παρόμοιο αποτέλεσμα είχαμε πριν πέντε χρόνια περίπου όταν η τότε νέα κυβέρνηση έκανε κάτι αντίστοιχο με την σημερινή μέσω της «δημοσιονομικής απογραφής» όπως την ονόμασε: ανακοίνωσε στις αγορές και στους εταίρους μας στην Ε.Ε. ότι τα στοιχεία για το χρέος που έδινε η προηγούμενη κυβέρνηση ήταν υποεκτιμημένα. Η ιστορία επαναλαμβάνεται προφανώς και το οικονομικό κόστος των «αποκαλύψεων» αυτών δεν το πληρώνει βέβαια καμιά κυβέρνηση αλλά οι Έλληνες φορολογούμενοι.
Πώς ακριβώς λειτουργούν και ποιοι είναι οι κερδοσκόποι;
Ο όρος που ακούμε καθημερινά πλέον στην δημοσιονομική αυτή κρίση είναι οι «κερδοσκόποι» που δρουν εναντίων της Ελλάδας δράττοντας την ευκαιρία να επωφεληθούν μέσα σε μια περίοδο αβεβαιότητας, κινδύνου και έλλειψης εμπιστοσύνης για την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας την οποία φυσικά μόνοι μας δημιουργήσαμε. Για να καταλάβουμε ποιοι είναι και πώς δρουν οι «κερδοσκόποι» θα πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε την δομή αυτής της αγοράς των κρατικών ομολόγων. Στην αγορά αυτή οι συμμετέχοντες μπορεί να είναι διάφορες διεθνείς και εγχώριες επενδυτικές τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, αντισταθμιστές κινδύνου, συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι οποίοι μπορεί να είναι πολλοί αριθμητικά, αλλά κάποιοι από αυτούς έχουν ηγετική θέση στην αγορά ομολόγων λόγω μεγέθους, τεχνογνωσίας αλλά και εσωτερικής πληροφόρησης. Τα τελευταία χαρακτηριστικά είναι αυτά που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «στρεβλώσεις της αγοράς» και είναι γενικά ανεπιθύμητες γιατί μειώνουν την κοινωνική ευημερίας. Αντί λοιπόν να μιλάμε για μια πλήρως ανταγωνιστική αγορά που αποτελεί το ιδεατό κάθε οικονομολόγου, ουσιαστικά έχουμε ένα σύστημα οργάνωσης της αγοράς που αποκαλείται «ολιγοπώλιο» και χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία στην αγορά λίγων επιχειρήσεων οι οποίες με τις αποφάσεις τους μπορούν να επηρεάσουν όλη την αγορά. Η αγορά ομολόγων του ελληνικού δημοσίου έχει το χαρακτηριστικό ότι το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού χρέους των €271 το έχουν αγοράσει, έχουν δηλαδή στην κατοχή τους τα αντίστοιχα ομόλογα, λίγες μόνο τράπεζες από την Γερμανία, Ελβετία, ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, με αυτή την σειρά σημαντικότητας. Έτσι, κάθε φορά που τα επιτόκια δανεισμού της ελληνικής κυβέρνησης αυξάνουν, η Deutschebank, η Goldman Sachs και η JP Morgan κερδίζουν τα επιπλέον €5.5 δις από την αύξηση του spread μέσα σε λίγους μήνες όπως είδαμε παραπάνω. Αυτό αποτελεί φυσικά κερδοσκοπία αλλά δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει μια τράπεζα η οποία κερδίζει δανείζοντας σε ελλειμματικές οικονομικές μονάδες όπως ακριβώς ορίζει και το καταστατικό της. Δεν θα μιλούσαμε λοιπόν για τους «κακούς» κερδοσκόπους αν αυτή ήταν όλη η εικόνα και η αγορά λειτουργούσε μόνο έτσι. Το πρόβλημα ξεκινά από την δυνατότητα που έχουν οι μεγάλες διεθνείς επενδυτικές τράπεζες λόγω της ολιγοπωλιακής οργάνωσης της αγοράς, να επηρεάζουν καθοριστικά τις τιμές. Αν πχ οι Deutschebank και Goldman Sachs μετά την αγορά των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου στην τιμή των €960 στην έκδοσή τους με ονομαστική αξία €1000 τα διακρατούσαν μέχρι την λήξη τους ένα χρόνο μετά, θα εισπράττανε €1000 έχοντας πληρώσει (δανείσει) για αυτό το ομόλογο στο ελληνικό δημόσιο €960. Τότε η συνολική τους απόδοση, το επιτόκιο δηλαδή που αντιστοιχεί, υπολογίζεται ως το κέρδος δια το ποσό που επενδύσανε και είναι €40/€960 = 0.0417 ή 4.17%. Μια εναλλακτική πιο αποδοτική στρατηγική είναι να προσπαθήσουν να κερδοσκοπήσουν εκμεταλλευόμενοι την ηγετική τους θέση στην αγορά. Μπορούν απλά να αφήσουν έντεχνα να διαρρεύσουν στην αγορά φήμες ότι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ χειρότερη από ότι γνωρίζαμε έως σήμερα, με αποτέλεσμα το τρέχον επιτόκιο του 4.17% να μην αντικατοπτρίζει τον πραγματικό κίνδυνο χρεωκοπίας της χώρας. Ταυτόχρονα, αρχίζουν και πωλούν στις διεθνείς χρηματαγορές ελληνικά ομόλογα σε τιμή κάτω των €960 στην οποία τα αγόρασαν, έστω €955. Φυσικά δεν είναι τόσος αφελείς ώστε να υποστούν τέτοιες ζημίες χωρίς λόγο. Πουλώντας τα ομόλογα σε τιμή μικρότερη αυτής που τα αγόρασαν, δείχνουν στους επενδυτές σε όλο τον κόσμο ότι οι μεγάλες τράπεζες ξεφορτώνονται τα ελληνικά ομόλογα και συνεπώς οι εικασίες και φήμες για πιθανότητα πτώχευσης της ελληνικής οικονομίας είναι πραγματικές! Οι επενδυτές τείνουν να ακολουθούν τους κολοσσούς αυτούς καθώς αυτοί έχουν την εμπειρία, αλλά και εκατοντάδες ή χιλιάδες από τους καλύτερους οικονομικούς αναλυτές να εργάζονται κάνοντας προβλέψεις και εκτιμώντας αυτά τα σενάρια. Ως συνέπεια, σημειώνονται μαζικές πωλήσεις ελληνικών ομολόγων σε όλες τις χρηματαγορές. Όπως κάθε πρωτοετής φοιτητής οικονομικών γνωρίζει, αλλά είναι και προφανές σε όλους μας, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης μας λέει ότι όταν η ζήτηση οποιουδήποτε προϊόντος μειώνεται, τότε μειώνεται και η τιμή του. Το ίδιο συμβαίνει και με το «προϊόν» ομόλογο: η τιμή του στις αγορές θα πέσει ακόμη πιο κάτω από τα €955 και όσο οι φήμες για τον κίνδυνο χρεωκοπίας της ελληνικής οικονομίας συνεχίζουν να διαδίδονται η τιμή θα πέφτει ακόμη περισσότερο στα €950, €940, €930 που δίνουν αποδόσεις 5.26%, 6.38% και 7.53% αντίστοιχα. Στο σημείο αυτό, οι κερδοσκόποι δεν έχουν στα χέρια τους πλέον τα ελληνικά ομόλογα αλλά θα εκμεταλλευτούν την πολύ χαμηλή τιμή τους αποτέλεσμα της φήμης για κίνδυνο πτώχευσης και θα τα αγοράσουν και πάλι στην τιμή τώρα των €930 εξασφαλίζοντας αντί του αρχικού 4.17% μια σημαντικά μεγαλύτερη απόδοση ίση με 7.53%! Φυσικά, οι τραπεζικοί κολοσσοί γνωρίζουν από τις αναλύσεις των ειδικών τους καλύτερα από τον κάθε μεμονωμένο επενδυτή τον πραγματικό κίνδυνο που εμπεριέχουν τα ελληνικά ομόλογα και ότι αυτά είναι υποτιμημένα όταν πωλούνται στα €930.
Credit Default Swaps (CDS) ή αλλιώς ασφαλιστήριο ομολόγων
Μια άλλη έννοια που μπήκε στην καθημερινότητα του Έλληνα είναι και τα Credit Default Swaps (CDS) ή ανταλλαγές κινδύνου αθέτησης στα ελληνικά. Τα CDS είναι ένα χρηματοοικονομικό προϊόν που δημιουργήθηκε για πρώτη φορά πολύ πρόσφατα από την Goldman Sachs. Τα CDS λειτουργούν ως αντιστάθμιση του κινδύνου από τον δανεισμό: αν έχω αγοράσει ένα ομόλογο του ελληνικού δημοσίου και φοβάμαι πως δεν θα εισπράξω ποτέ τα €1000 της ονομαστικής του αξίας αν η ελληνική κυβέρνηση πτωχεύσει, τότε μπορώ να αγοράσω ένα CDS στο ελληνικό ομόλογο από κάποιον πωλητή CDS στον οποίο δεσμεύομαι να αποδίδω μέρος ή το σύνολο των αποδόσεων του ελληνικού ομολόγου μέχρι την λήξη του CDS. Μπορεί έτσι να χάνω ένα σημαντικό μέρος, ακόμα και το σύνολο, των αποδόσεων του ομολόγου, όμως σε περίπτωση χρεωκοπίας της ελληνικής κυβέρνησης ο πωλητής του CDS είναι υποχρεωμένος να μου πληρώσει την ονομαστική αξία του ομολόγου. Ουσιαστικά λοιπόν, το CDS αποτελεί ένα είδος ασφάλισης κατά της πιθανότητας χρεωκοπίας της ελληνικής οικονομίας για κάποιον που έχει αγοράσει ελληνικά ομόλογα, κάτι σαν την ασφάλεια κατά πυρός που κάνουμε στο σπίτι μας. Οι κερδοσκόποι όμως εκμεταλλεύονται και τα CDS για να αποκομίσουν ακόμη μεγαλύτερα οφέλη. Κατέχουν όπως είπαμε, ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους αλλά όχι το σύνολό του ώστε να κερδοσκοπήσουν με τον τρόπο που είδαμε παραπάνω. Έτσι, ρίχνουν στην κερδοσκοπική μάχη και τα CDS: Οι αναλυτές τους έχουν ήδη υπολογίσει την πραγματική πιθανότητα χρεωκοπίας της ελληνικής οικονομίας και όσο διαδίδουν φήμες ότι η πιθανότητα είναι πολύ μεγαλύτερη, τόσο περισσότερα CDS θα πωλούν σε διεθνείς επενδυτές οι οποίοι θέλουν να προστατευτούν από τον κίνδυνο των ελληνικών ομολόγων. Με τον τρόπο αυτό τα κερδοσκοπικά έσοδα πολλαπλασιάζονται. Αυτό που κάνει ακόμη ποιο επικίνδυνο το παιχνίδι με τα CDS είναι η πρακτική της αγοράς «γυμνών» (naked) CDS, δηλαδή η δυνατότητα να αγοράσουμε ένα ασφάλιστρο κατά του κινδύνου πτώχευσης της ελληνικής οικονομίας χωρίς να έχουμε αγοράσει κανένα ελληνικό ομόλογο. Αυτό σημαίνει μια αγορά χωρίς όρια στα κέρδη για τους πωλητές των CDS. Αν η χρήση των CDS είναι το ανάλογο της ασφάλειας πυρός για το σπίτι μας τότε τα naked CDS αποτελούν το ανάλογο του να κάνω ασφάλεια πυρός για το σπίτι του γείτονα μου! Πού είναι το κακό; Στο ότι σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ο ηθικός κίνδυνος (moral hazard) όπως λέγεται στα οικονομικά ή το κίνητρο όπως λέμε στην καθομιλουμένη, να βάλω φωτιά στο σπίτι του γείτονά μου ώστε να εισπράξω την ασφάλεια! Η νομοθεσία όμως στην ασφαλιστική αγορά, η οποία είναι αυστηρά ελεγχόμενη και ρυθμιζόμενη από τις αρχές, μου απαγορεύει την αγορά ασφάλειας για το σπίτι τρίτου, κάτι που δεν απαγορεύεται στην αγορά των naked CDS που είναι πολύ νέα και σχεδόν μη-ελεγχόμενη από τις αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ.
Οι δικές μας ευθύνες
Οι κερδοσκόποι, όπως είναι αναμενόμενο, θα κάνουν ότι είναι δυνατό για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους καθώς κοιτούν το δικό τους συμφέρον. Αλλά από μόνοι τους δεν μπορούν εύκολα να δημιουργήσουν τέτοιες καταστάσεις στην αγορά χωρίς την δική μας βοήθεια. Οι ευκαιρίες προς εκμετάλλευση των κερδοσκόπων δίνονται από εμάς τους ίδιους: από τις κυβερνήσεις μας που με θάρρος ανακοινώνουν στις διεθνείς αγορές και στην Ε.Ε. ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις, της άλλης παράταξης, ανακοίνωναν εσκεμμένα λανθασμένα στοιχεία γα τα δημοσιονομικά μας. Τέτοιες παραδοχές δεν πλήττουν όμως άμεσα «την άλλη παράταξη». Οι αγορές δεν ενδιαφέρονται για το ποιος έδινε τα λάθος στοιχεία, απλά ενδιαφέρονται για το γεγονός ότι η Ελλάδα έδινε λάθος στοιχεία με αποτέλεσμα η αποτίμηση του κινδύνου των ελληνικών ομολόγων να ήταν μικρότερη από ότι θα έπρεπε και αυτό το πληρώνουμε σήμερα όλοι μας με την μορφή των υψηλών επιτοκίων και spreads υποθηκεύοντας το μέλλον μας. Αν τα ελληνικά δημοσιονομικά είχαν μπει σε τάξη εδώ και δεκαετίες από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις με στόχο το μέσο-μακροπρόθεσμο όφελος για την ελληνική οικονομία και όχι το βραχυπρόθεσμο πολιτικό ψηφοθηρικό κέρδος, τα οικονομικά μας θα ήταν καλύτερα, το δημόσιο χρέος χαμηλότερο και δεν θα υπήρχε το κίνητρο και η ουσία για μια κυβέρνηση να αναδείξει τις ανακρίβειες των δημοσιονομικών δεδομένων της προηγούμενης. Σε αυτή την περίπτωση, η όποια προσπάθεια διάδοσης φημών από τους κερδοσκόπους επικείμενης πτώχευσης της ελληνικής οικονομίας θα αντιμετωπιζότανε με δυσπιστία από τους επενδυτές και θα έπεφτε στο κενό. Τα οικονομικά και ιδιαίτερα τα χρηματοοικονομικά, καθώς βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις προσδοκίες και εκτιμήσεις των επενδυτών, αποτελούν μια φωτεινή εξαίρεση στον κανόνα: στα χρηματοοικονομικά όπου υπάρχει καπνός δεν υπάρχει απαραίτητα και φωτιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου