του Δημήτρη Τζιόβα
Αναδημοσίευση από το Βήμα(6-4-2008)
Η κατά κόρον αναφορά στην «ελληνικότητα» σε ποικίλα συμφραζόμενα τα τελευταία χρόνια δεν έχει προκαλέσει και την ανάλογη διάθεση για αποσαφήνιση της έννοιας. Θα έλεγα ότι συμβαίνει το αντίθετο καθώς η λέξη ξεφυτρώνει σχεδόν παντού. Τι εννoούμε όμως τελικά με τον όρο ελληνικότητα; Τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της ελληνικής ζωής και κουλτούρας, την ελληνική ταυτότητα, κάποιο τεκμήριο ιθαγένειας και γνησιότητας, τα στοιχεία τα οποία αξιοποιεί κάποιος λογοτέχνης ή καλλιτέχνης (Ελληνας ή ξένος) για να προσδώσει στο έργο του ελληνικό χρώμα; Στη σελίδα «Πατριδογνωσία» του κυριακάτικου περιοδικού της «Καθημερινής» το ερώτημα αφορά το αν η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση όχι όμως ταυτότητα. Είναι όμως ή δεν είναι η ελληνικότητα ταυτότητα;
Μπορεί η λέξη «ελληνικότητα» να εισάγεται στα 1851 από τον Κωνσταντίνο Πωπ, αλλά για να κατανοήσουμε το πώς προκύπτει ως έννοια ή ιδεολόγημα θα πρέπει να δούμε μια άλλη εννοιολογική διάκριση μεταξύ συνείδησης και ταυτότητας. Αρκετοί έλληνες ιστορικοί και διανοούμενοι επιμένουν περισσότερο στην έννοια της (νεο)ελληνικής συνείδησης ενώ ελάχιστοι υιοθετούν την έννοια της ταυτότητας. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Μολονότι κάποιοι θα ισχυριστούν ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους έχω την αίσθηση ότι αυτή λανθάνει.
Η συνείδηση νομίζω προϋποθέτει ομοιότητα και ταύτιση, παραπέμποντας σε μια εγγενή και συναισθητική διαδικασία αυτοαναγνώρισης ή προσωπικής ένταξης σε ένα σύνολο. Αντίθετα η ταυτότητα, ως το σύνολο των διαφοροποιητικών χαρακτηριστικών που επιτρέπουν αναγνώριση, βασίζεται στη διαφορά και παραπέμπει σε ετεροαναγνώριση. Η συνείδηση είναι ένας εσωστρεφής, συσπειρωτικός και αμυντικός μηχανισμός αυτοεπιβεβαίωσης ενώ η ταυτότητα μία εξωστρεφής διαφοροποιητική διαδικασία, που συνεπάγεται ετερότητα και πολιτισμικό διάλογο, ως μεθόδους διαπίστευσης προς τον έξω κόσμο. Η συνείδηση νοείται αυτοαναφορικά, κάτι που έχεις ενστερνιστεί, διαιωνίζεις και δεν αμφισβητείς, αντίθετα η ταυτότητα τείνει να είναι ετεροαναφορική, κάτι που προβάλλεις προς τα έξω και μπορείς να αναθεωρήσεις. Αν η συνείδηση λειτουργεί συχνά ως συνώνυμο της εθνικής ψυχής ή του εθνικού χαρακτήρα, τότε η ταυτότητα δεν φαίνεται να διαθέτει αυτές τις οργανικές συνδηλώσεις και ως εκ τούτου θα ήταν καλύτερα να την παρομοιάσουμε με ένδυμα που μπορούμε να αλλάξουμε. Γι' αυτό ως μέσο αναγνώρισης επικαλούμαστε και επιδεικνύουμε στους άλλους ταυτότητες αλλά όχι συνειδήσεις.
Η συνείδηση προϋποθέτει την ανακάλυψη εκ μέρους του υποκειμένου μιας προϋπάρχουσας πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, φυλετικής καταγωγής ή κοινωνικής θέσης, αντίθετα η ταυτότητα επιτρέπει την πολλαπλότητα καθώς κανείς μπορεί να εφευρίσκει και να εναλλάσσει ποικίλες ταυτότητες. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η συνείδηση πλάθεται και διαμορφώνεται, όσοι υιοθετούν τον όρο «εθνική συνείδηση» αντιλαμβάνονται τις εθνικές διαφορές ως δεδομένες και ουσιακές, ένα συμπαγές κράμα ιστορικού βιώματος, μνήμης και αισθήματος, καθώς κατά βάση παραδέχονται ότι με τη συνείδηση γεννιέσαι, την εγκολπώνεσαι ευθύς εξαρχής ή το πολύ σταδιακά και δεν μπορείς να την αλλάξεις, να τη διαπραγματευτείς ή να την κατασκευάσεις αλλά απλώς να την τονώσεις. Αντίθετα όσοι προβάλλουν τον όρο «εθνική ταυτότητα» συνήθως εννοούν ότι αυτή χτίζεται πολιτισμικά ή θεσμικά ως αποδοχή κοινών αξιών και μπορεί να προσαρμοστεί ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες. Ενώ αρκετοί αναφέρονται σε μεικτές ταυτότητες, δεν έχω ακούσει να γίνεται λόγος για μεικτές συνειδήσεις αλλά για συνείδηση του αίματος, της φυλής ή ακόμη και της γης (βλ. τις περίφημες «Συνειδήσεις» του Σικελιανού). Συνείδηση και ταυτότητα αντιπροσωπεύουν δηλαδή δύο διαφορετικές αντιλήψεις περί έθνους και εθνικής διαφοράς. Μία εσωστρεφή, ουσιοκρατική και προνεωτερική και μία εξωστρεφή, σχεσιακή και (μετα)νεωτερική.
Η πρόκληση για τη γενιά του '30
Διακινδυνεύω λοιπόν την ερμηνευτική υπόθεση ότι η ελληνικότητα προκύπτει ως έννοια για να γεφυρωθεί η διάσταση συνείδησης και ταυτότητας, να αναπληρωθεί δηλαδή η αδυναμία της συνείδησης να λειτουργήσει ως ταυτότητα. Νομίζω ότι πρώτοι ορισμένοι εκπρόσωποι της γενιάς του '30 κατάλαβαν ότι δεν αρκεί η συνείδηση για να μπει η Ελλάδα δυναμικά στο διεθνές πολιτισμικό γίγνεσθαι αλλά χρειάζεται μια δική της (και όχι κατασκευασμένη ή υιοθετημένη από τους Ευρωπαίους) ταυτότητα. «Εγώ και η γενιά μου» γράφει ο Ελύτης «πασχίσαμε να βρούμε το αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας. Αυτό ήταν αναγκαίο γιατί μέχρι τότε σαν αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας εμφανιζόταν εκείνο που οι Ευρωπαίοι έβλεπαν σαν Ελλάδα». Σε αυτή τη γνώμη του Ελύτη λανθάνει το πλεονέκτημα της ταυτότητας σε σχέση με τη συνείδηση όσον αφορά την προβολή προς τα έξω και αναγνωρίζεται η ανάγκη η Ελλάδα να προβάλει μια νεοελληνική ταυτότητα αν θέλει να τα καταφέρει στη διεθνή πολιτισμική κονίστρα. Η πρόκληση για τη γενιά του '30 ήταν πώς θα συμβιβάσει συνείδηση και ταυτότητα. Επομένως, η ελληνικότητα προέκυψε ως μια προσπάθεια συγκερασμού ταυτότητας και συνείδησης, αισθητικής και ιστορίας, επινόησης και βιώματος.
Η γενιά του '30 αντιλήφθηκε ότι αν ήθελε σοβαρά να προβάλει τη νεότερη ελληνική πολιτισμική ιδιοπροσωπία θα έπρεπε να «εξαγάγει» στους Ευρωπαίους ταυτότητα και όχι συνείδηση. Πώς όμως θα παραδεχτείς την κατασκευασιμότητα αυτής της ταυτότητας που προβάλλεις προς τα έξω όταν ένας λαός έχει γαλουχηθεί με την πίστη στην εθνική του συνείδηση. Πώς θα κάνεις πειστικό ένα τέτοιο εγχείρημα ταυτότητας στο εσωτερικό παρά μόνο με το να συναιρέσεις συνείδηση και ταυτότητα μέσω της ελληνικότητας. Παλαιότερα το πρόβλημα δεν είχε προκύψει σε τέτοιον βαθμό γιατί οι Ελληνες δεν είχαν προσπαθήσει να εξαγάγουν «ταυτότητα». Υιοθετούσαν είτε μια έτοιμη για αυτούς ταυτότητα από τους Ευρωπαίους, είτε μοχθούσαν να αρνηθούν τους ξένους μύθους ή τα ξένα ήθη χωρίς να αντιπαραβάλλουν μια άλλη δυναμική εικόνα προς τα έξω. Με το τέλος του αλυτρωτισμού, το πρόβλημα μιας νέας και εξωστρεφούς ταυτότητας έγινε επιτακτικό. Ετσι ορισμένοι της γενιάς του '30 (και γι' αυτό εκκρεμεί ένας νέος ορισμός της) προσπάθησαν να αντιπαραβάλουν στον «ευρωπαϊκό ελληνισμό» τον (νεο)«ελληνικό ελληνισμό» για να θυμηθούμε την ορολογία του Σεφέρη, να φτιάξουν δηλαδή νεοελληνική ταυτότητα για εσωτερική αλλά και εξωτερική χρήση. Η ελληνικότητα φυσικοποιεί την κατασκευή της ταυτότητας, τη μετασχηματίζει σε συνείδηση και αίσθημα, με άλλα λόγια την καθιστά αποδεκτή από το ελληνικό κοινό.
Ελλάδα και Ευρώπη
Εφόσον ακόμη εξακολουθούν να συγχέονται συνείδηση και ταυτότητα, όπως φάνηκε και στη διαμάχη με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ή με το θέμα του ονόματος Μακεδονία, όποτε προκύπτει πρόβλημα ταυτότητας, δηλαδή διαπραγμάτευσης της σχέσης της Ελλάδας με τον υπόλοιπο κόσμο, τότε θα ανακύπτει και ζήτημα ελληνικότητας. Μετά το 1974 και ιδιαίτερα μετά το 1981 το ζήτημα της ελληνικότητας έρχεται και πάλι στο προσκήνιο επιτακτικά καθώς οι πολιτισμικές συζητήσεις εντείνονται και η Ελλάδα προσπαθεί να βρει τη θέση της μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Από τη δεκαετία του 1970 το ζήτημα της «πολιτικής της ταυτότητας» προκάλεσε μια παγκόσμια συζήτηση για το πώς συντίθενται, εναλλάσσονται και λειτουργούν οι ταυτότητες (εθνοτικές, έμφυλες, πολιτισμικές, ατομικές), υπενθυμίζοντάς μας ότι ζούμε και θα συνεχίσουμε να ζούμε στην εποχή των ταυτοτήτων. Οι πρόσφατες συζητήσεις περί βρετανικότητας, στις οποίες δεν έχω τον χώρο να επεκταθώ, επιβεβαιώνουν την αντίληψή της ως θεσμικής ταυτότητας και όχι οργανικής συνείδησης (σημειωτέον ότι ο όρος «εθνική συνείδηση» σπάνια χρησιμοποιείται στα αγγλικά). Οσο όμως θα αναγνωρίζεται η κατασκευασιμότητα, η υβριδικότητα και η προσωρινότητα. των ταυτοτήτων, η ελληνικότητα ως προσπάθεια να γεφυρωθεί και να συγκαλυφθεί η διάσταση συνείδησης και ταυτότητας θα τίθεται όλο και περισσότερο υπό αμφισβήτηση, αλλά και θα εκθειάζεται από εκείνους όσοι στο όνομά της υπερασπίζονται την ιθαγένεια και το ουσιακό βάθος της συνείδησης.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου