Πρώτον, μετά την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους βλέπουμε μια διαρκή συρρίκνωση του μακραίωνου ελληνικού έθνους από ιστορικούς χώρους στους οποίους η παρουσία του δεν συνυφαινόταν, κατ’ ανάγκη, με τις κυριαρχικές οριοθετήσεις. Κυριαρχικές οριοθετήσεις οι ο οποίες, μετά την Βυζαντινή Οικουμένη, αποτέλεσαν ανεπίστροφα, δυστυχώς, διοικητική προσέγγιση ενός, κυριολεκτικά, «μαντρώματος» και ρατσιστικής ομοιογενοποίησης των ανθρώπων. Πρώτοι διδάξαντες ήταν τα ηγεμονικά κράτη της Ευρώπης και το Αμερικανικό κράτος ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά την Αμερικανική Επανάσταση.
Δεύτερον, κανείς δεν έχει παρά να διαβάσει καλύτερα τα διαμειφθέντα την δεκαετία του 1910 και 1920 για να κατανοήσει πλήρως ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα τότε όπως και σήμερα έγκειται στο γεγονός πως οι κυβερνώντες στο μονίμως παραπαίων νεοελληνικό κράτος έβλεπαν τον κόσμο όχι με όρους έθνους αλλά με όρους εξουσίας-υπηκόων, αντίστοιχα και ανάλογα με τα μοντερνιστικά κράτη της δυτικής Ευρώπης με τα οποία μονίμως διατηρεί ασύμμετρες σχέσεις. Η ειδοποιός διαφορά όμως είναι γιγαντιαία: Στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη από τον 16ο-19ο αιώνα η αγωνία δεν ήταν το πώς θα συγκροτήσουν πολιτικά προϋπάρχοντα έθνη αλλά το πώς θα διοικήσουν ηγεμονικά τις κοινότητες εξαθλιωμένων δουλοπαροίκων οι οποίοι στην μετά-Μεσσαιωνική εποχή δημιουργούσαν διαφοροποιημένα κοινωνικά περιβάλλοντα. Έτσι, η αναγκαία και μη εξαιρετέα ανθρωπολογική συνοχή νοήθηκε ρατσιστικά, επιβλήθηκε γενοκτονικά και συγκρατήθηκε στο πλαίσιο μιας σχέσης εξουσίας-υπηκόων. Όπως και με πολλά άλλα έθνη που υπέστησαν την λαίλαπα του ηγεμονισμού και της αποικιοκρατίας, όμως, το ανθρωπολογικό περιβάλλον των ελλήνων ήταν διαφορετικό. Διέθεταν μακραίωνη πνευματική και πολιτική διαμόρφωση και μεγάλα κτίσματα πολιτικού πολιτισμού, δηλαδή, διέθεταν συγκροτημένο έθνος. Αναμφίβολα, ανθρωπολογικά μιλώντας ήταν διάσπαρτο και το στοίχημα σωστά νοούμενο ήταν να συνεχίσουν τον βίο τους στους ιστορικούς τους χώρους και όχι να μαντρωθούν κυριαρχικά στα πρότυπα του δυτικοευρωπαϊκού ηγεμονικού κράτους. Κάτι τέτοιο, όμως, υπερέβαινε τις δυνατότητες του νεοσυστανθέντος εξαρτημένου νεοελληνικού κράτους. Αυτό μπορούμε να το πούμε και διαφορετικά: Οι έλληνες και τα άλλα έθνη τα οποία με τόση ακρίβεια περιέγραφαν διάνοιες μεγάλης εμβέλειας όπως ο Ρήγας Φεραίος και ο Καβάφης, μπορούσαν σχεδόν αυτόματα να δημιουργήσουν δημοκρατίες και ειρηνικές σχέσεις αν, όπως το έθεσε ο Ρήγας, εξέλειπε ο τύραννος. Είχαμε όμως διαφορετικές εξελίξεις: Τελικά μετά από μεγάλες ανθρωπολογικές καταστροφές μιμούμενοι τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα δημιουργήθηκαν δύο μοντερνιστικά κράτη. Δεν αντιλέγω ότι υπό τις ιστορικές συνθήκες της τότε εποχής ενδεχομένως μια τέτοια καταστροφή να ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό αναπόφευκτη.
Τρίτον, για λόγους σχετικούς με τα ακαδημαϊκά μου καθήκοντα, διαβάζοντας βιβλίο νεοεισερχόμενου συναδέλφου που μόλις κυκλοφόρησε, ο οποίος, υπό το πρίσμα της Θουκυδίδειας επιστημονικής παράδοσης διεθνών σχέσεων συνέγραψε πρωτοπόρα μελέτη για το 1922 (Διονύσιος Τσιριγώτης, Η ελληνική στρατηγική στη Μικρά Ασία, 1919-1922. Σύγχρονη ελληνική ιστορία και εξωτερική πολιτική, βιβλίο στον πρόλογο του οποίου ο Καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης έγραψε εξίσου σημαντικές παρατηρήσεις), κανείς βλέπει ξεκάθαρα την αντιπάθεια πολλών εξουσιαστικών τρωκτικών του νεοελληνικού κράτους για τους τότε εκτός συνόρων έλληνες. Διαβάζοντας αυτή την έξοχη και επιστημονικά θεμελιωμένη ανάλυση, κανείς βλέπει ξεκάθαρα πως οι τότε νοοτροπίες δεν διαφέρουν από την εξόφθαλμη σημερινή ολοκληρωτική εγκατάλειψη ενός από τα πιο ανθηρά κομμάτια του ελληνικούς έθνους στην Κύπρο αλλά και την αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζουν πολλοί σήμερα τον εκφυλισμό των εξωτερικών συνόρων της σημερινής ελληνικής κυριαρχίας, καθώς επίσης και την παντελή αδιαφορία για τις ραγδαίες αλλαγές στις περιφερειακές κατανομές ισχύος και συμφερόντων οι οποίες κτίζουν μοντερνιστικούς εθνικισμούς απίστευτα αναχρονιστικούς. Κανείς βλέπει ακόμη ότι σήμερα δεν μιλάμε πλέον για κάποια συμμετρική σχέση μεταξύ των ευρύτερα εθνικά και οικουμενικά σκεπτόμενων και των μοντερνιστών νεοελλήνων αλλά για μια πλήρη πλέον πνευματική, πολιτική και γλωσσική καθίζηση. Στις μέρες μας αναρίθμητοι πλέον νεοέλληνες διανοούμενοι επιχειρούν να ενοχοποιήσουν τα πνευματικά και πολιτικά μας ερείσματα κάνοντας τεράστια εξομοιωτικά άλματα που εξισώνουν αυτά τα ερείσματα με εθνικιστικές μοντερνιστικές αντιλήψεις άσχετες με τον μακραίωνα πολιτισμό μας. Τα ελληνικά πανεπιστήμια και οι κρατικοί θεσμοί κυριολεκτικά γέμισαν με ιεραποστόλους οι οποίοι μέσα σε διεθνικές συσπειρώσεις προωθούν ιδεολογικά προσανατολισμένες εθνομηδενιστικές αποδομήσεις των ελλαδιτών και κυπρίων. Όλως περιέργως, οι ίδιοι ή περίπου οι ίδιοι είναι εξαιρετικά επιεικείς με τον σκοπιανό και αλβανικό αναθεωρητικό εθνικισμό. Όλως περιέργως επίσης οι ίδιες υπηρεσίες και αλλόκοτοι δρώντες όπως ο κερδοσκόπος Σόρος την ίδια στιγμή που προωθούν τον εθνομηδενισμό στην ημέτερη πλευρά προωθούν τον κρατικό αναθεωρητικό εθνικισμό στα Σκόπια και άλλα κράτη της περιοχής μας. Στην Κύπρο, εξάλλου, οι ίδιοι ή περίπου οι ίδιοι εδώ και μια περίπου δεκαετία ανέλαβαν εργολαβικά την αντίκρουση της ειρηνικής επίλυσης του κυπριακού υπό το πρίσμα της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας ευνοώντας ένα ακριβώς ρατσιστικό «κρατικό έθνος κυπρίων» που ασφαλώς θα είναι δημοκρατικά ισοπεδωμένο και ιμπεριαλιστικά κατεχόμενο. Συναφής είναι επίσης ο ιλαροτραγικός και ντροπιαστικός «δημόσιος διάλογος» των τελευταίων εβδομάδων για την απόδοση Ιθαγένειας. Αποκλίνοντας από πιο σώφρονες και ψύχραιμες προσεγγίσεις άλλων ευρωπαϊκών κρατών επιχειρείται μια επιπόλαιη, εσπευσμένη και ιδεολογικοπολιτικά εμπνευσμένη –και μάλιστα εθνομηδενιστικά προσανατολισμένη– νομιμοποίηση όχι μόνο της λαθρομετανάστευσης αλλά και με τον τρόπο αυτό ενθάρρυνση της λαθρομετανάστευσης. Η ύβρις και επωδός ήταν και αναμενόμενη: Όποιος με ψυχραιμία και σύνεση παρατηρήσει ότι χρειάζεται περισσότερη σκέψη για την πολιτική που πρέπει να υιοθετηθεί κατατάσσεται συνοπτικά σε εκείνη την βδελυρή μεταφυσική έννοια των «ακροδεξιών». Μια δηλαδή πρόστυχη και κατάπτυστη υβριστική κατασκευή που ετοιμοπόλεμα υπηρετεί ένα πλέον μεγάλο πλήθος πνευματικών και πολιτικών θαμώνων του διεθνικά, εξωπολιτικά και εξωελληνικά (για να θυμηθούμε την γνωστή φράση του Ανδρέα Παπανδρέου) στημένου εθνομηδενιστικού περίγυρου. Ακροδεξιός όποιος έχει αντιρρήσεις για την καταστρατήγηση της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας στην Κύπρο, ακροδεξιός όποιος αντισταθεί στον τουρκικό επεκτατισμό, ακροδεξιός όποιος αντισταθεί στον αλυτρωτισμό «κρατικών εθνών» των Βαλκανίων, ακροδεξιός όποιος αντικρούσει την λαθρομετανάστευση, ακροδεξιός όποιος αντικρούσει τον αποδομητικό εθνομηδενισμό, ακροδεξιός ο Σαμαράς, ακροδεξιός ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Βάσος Λυσσαρίδης, ακροδεξιοί όσοι δεν είναι εθνομηδενιστές, ακροδεξιοί όσοι αγαπούν τον πολιτισμό τους και την πατρίδα τους, ακροδεξιοί όσοι προσκολλώνται στις παραδόσεις τους, ακροδεξιοί όσοι θέλουν μια Ευρώπη των Πατρίδων, ακροδεξιοί όσοι δεν θέλουν να διαμελιστεί το Αιγαίο ή να οδηγηθεί η Θράκη προς απόσχιση, ακροδεξιοί όσοι αμφισβητούν αλβανικές θέσεις ότι τα σύνορά τους πρέπει να είναι μέχρι την Πρέβεζα, ακροδεξιοί και υπερβολικοί όσοι δεν συμφωνούν πως υπάρχει «Αιγαιακό μακεδονικό έθνος», ακροδεξιοί όσοι θέλουν άμεση δημοκρατία, ακροδεξιοί όσοι είχαν αντίρρηση στις άνομες και καταχρηστικές μεταψυχροπολεμικές επεμβάσεις της «διεθνούς κοινότητας», και τα λοιπά (βδελυρά και ντροπιαστικά που θίγουν τον κοινό νου και κάθε έννοια πολιτικού πολιτισμού).
Σταματώ λοιπόν εδώ τονίζοντας ότι κατανοώ πλήρως τις ανησυχίες των συναδέλφων για την ελληνική γλώσσα αλλά δυστυχώς το πρόβλημα των νεοελλήνων είναι πολύ βαθύτερο: Είναι ταυτόχρονα πνευματικό και πολιτικό. Σύντομα θα είναι και ανθρωπολογικό, οπότε η πολλαπλή διχοτόμησή του θα είναι αναπόδραστη. Ιδεολογικά, υποσυνείδητα ή ενδόμυχα πολλοί ίσως αυτό θέλουν, διαφορετικά δεν είναι κατανοητό γιατί το υποστηρίζουν με τόσο φανατισμό όσον αφορά την Κύπρο ή γιατί επιδεικνύουν τόσο μεγάλο έλλειμμα ευαισθησίας για τις αναθεωρητικές αξιώσεις κατά της Ελλάδας.
Παναγιώτης Ήφαιστος
Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές
Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου