Από Ιωάννα Τσιβάκου, ομότιμο καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου
΄Ολη η διαμάχη που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα γύρω από το έθνος περιστρέφεται στο ζήτημα των απαρχών του ενώ θα έπρεπε να αφορά το παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου. Εκείνο όμως που αξίζει να προσεχθεί, είναι πως η άποψη πως το ελληνικό έθνος έλκει την καταγωγή του από τα νεώτερα χρόνια, λίγο πριν από την επανάσταση του 21, το συνδέει αποκλειστικά με το αστικό κράτος και προδικάζει το τέλος του έθνους αφ’ ης στιγμής το κράτος καταργηθεί, ή, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, εξασθενήσει και σχεδόν εξουδετερωθεί υπό την πίεση των παγκοσμιοποιητικών ροών. Αυτή η σύμφυση κράτους – έθνους διατηρεί και την αμφιθυμία των μαρξιστικών στοχαστών, όπως και πολλών κομμάτων και μελών της παραδοσιακής αριστεράς σχετικά με το έθνος, διότι η διατήρησή του υπονοεί και εξακολούθηση του κράτους.
Πράγματι το έθνος συνδέεται με τον εκάστοτε κυρίαρχο πολιτειακό θεσμό μιας κοινωνίας, όταν ο θεσμός αυτός δεν ασκεί βία αλλά χρειάζεται για την επιβολή του κοινωνική νομιμοποίηση. Γι’ αυτό, όσοι με τα γραπτά τους υπονομεύουν το έθνος, τελικά βάλλουν εκούσια ή ακούσια κατά του σύγχρονου κράτους. Ο προβληματισμός λοιπόν πρέπει να μετατεθεί, και να μιλήσουμε ανοιχτά: πρώτον, αν είμαστε στην εποχή μας υπέρ ενός κράτους δικαίου ή όχι. Εννοείται πως δεν αναφέρομαι σε μελλοντικές καταστάσεις όπου πιθανόν καταστούν δυνατές άμεσες μορφές δημοκρατίας, οπότε και το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος δεν θα έχει λόγο υπάρξεως. Και δεύτερον, αν θεωρούμε το έθνος γέννημα-θρέμμα του κράτους, ώστε η πορεία του δεύτερου να καθορίζει ντετερμινιστικά και την μοίρα του πρώτου.
΄Οσον αφορά το πρώτο ερώτημα, δεν θα επιχειρηθεί στο παρόν άρθρο εμπεριστατωμένη απάντηση. Αρκεί μόνο να παρατηρηθεί πως στην παγκοσμιοποιημένη οικουμένη των ημερών μας έχει ήδη γίνει αποδεκτή η αναγκαιότητα του κράτους (η χρηματοπιστωτική κρίση που διανύουμε το απέδειξε περίτρανα όπως και η εμφάνιση παγκόσμιων κινδύνων και η αντιμετώπισή τους, για παράδειγμα ο πρόσφατος υιός της γρίπης), γεγονός που αναγνώρισαν και τα αντι-παγκοσμιοποιητικά κινήματα. Με λίγα λόγια, η ίδια η πραγματικότητα έδειξε πως οι εδαφοποιητικές κινήσεις που επιμένουν στην κοινωνική ασφάλεια και δημοκρατία, και οι αποεδαφοποιητικές που διέπονται από τις ροές της πληροφορίας, του κεφαλαίου και της εργασίας, διασταυρώνονται και συμπλέκονται στα πεδία του κράτους, ωθώντας το βεβαίως σε θεσμικούς ανασχηματισμούς αλλά όχι διαλύοντάς το. Εάν λοιπόν το σύγχρονο κράτος ενισχύεται, γιατί πολλοί Έλληνες διανοούμενοι έχουν προσεταιριστεί την άποψη της κατάρρευσής του, χωρίς να εντρυφούν στα νέα παγκόσμια δεδομένα; Κι ακόμη, όσοι πονούν για το ελληνικό κράτος και με θλίψη διαπιστώνουν πως η αιτία των δεινών μας βρίσκεται στο αξιακό μας έλλειμμα, γιατί αποφεύγουν να δουν πως οι αξίες εκπηγάζουν από ένα κεντρικό ηθικό ιδεώδες, διαφορετικά παραμένουν έπεα πτερόεντα. Αν λοιπόν ως κοινωνία δεν συστήσουμε κεντρικό ηθικό ιδεώδες τροφοδοτικό των αξιών, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για αξιακό αναπροσανατολισμό του κράτους.
Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα, η απάντησή μας είναι πως το έθνος, ακόμη και στις περιπτώσεις που προϋπήρξε του αστικού κράτους, όπως συνέβη στον ελληνικό κόσμο, συνδέθηκε πάντα μ’ έναν πολιτειακό θεσμό λήψεως αποφάσεων. Είναι ενδεικτικό πως το όνομα ΄Ελληνες αποδόθηκε από τους αρχαίους στους κατοίκους των ελληνικών πόλεων αρχικά, κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων. Το γεγονός αυτό δείχνει αφ’ ενός επίγνωση της κοινής πολιτισμικής τους ταυτότητας, άρα αφύπνιση της εθνικής τους συνείδησης. και αφ’ ετέρου πως αυτή η εθνική συνείδηση ενεργοποιήθηκε όταν οι ελληνικές πόλεις θέλησαν εμπρός σε επίφοβες καταστάσεις να βρουν ηθικό στήριγμα προκειμένου να λάβουν από κοινού αποφάσεις κρίσιμες για την επιβίωσή τους. Βεβαίως έγκυροι μελετητές του έθνους, όπως ο Walbank και ο Kohn, συμπεραίνουν πως αφού οι ΄Ελληνες δεν είχαν ενιαία διοίκηση, δεν είχαν δηλαδή θεσπίσει μόνιμο τυπικό πολιτειακό θεσμό συνδεδεμένο με την λαϊκή κυριαρχία, δεν μπορούμε να αποδώσουμε στην αφύπνιση της κοινής τους πολιτισμικής ταυτότητας τον χαρακτήρα του έθνους. Εδώ όμως θα πρέπει να σταθούμε στην «από κοινού», λήψη των αποφάσεων, γεγονός που υποδηλοί την de facto δημιουργία ενιαίου πολιτικού κέντρου. Εκείνες τις στιγμές οι ελληνικές πόλεις, ως θεσμισμένα πολιτικά μορφώματα, συνασπίστηκαν για να δράσουν μαζί και αξιοποίησαν την εθνική τους ιδέα για να αντλήσουν θάρρος και να δεχθούν οικειοθελώς ατομικές θυσίες.
Κατόπιν αυτού δύναται κανείς να συμπεράνει πως το έθνος συνιστά από την φύση του οντότητα πολιτισμική, η οποία λαμβάνει την μορφή του υπέρτατου ιδεώδους προκειμένου να αποδώσει κύρος στις αποφάσεις ενός τυπικού θεσμού, όπως των πόλεων στην αρχαία Ελλάδα, αργότερα της συμπολιτείας, της κοινότητας και τελικά του κράτους. Όταν αλλάζουν οι πολιτειακοί θεσμοί τους οποίους στηρίζει το εθνικό ιδεώδες, αλλάζει και το περιεχόμενο του τελευταίου. Όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει κανένας πολιτειακός θεσμός χωρίς βία, αν δεν συντροφεύεται από ένα κοινώς παραδεκτό ηθικό ιδεώδες που να του εξασφαλίζει την κοινωνική του νομιμοποίηση (εξαίρεση αποτελεί η αυτοκρατορία, η ανάλυσή της όμως θα μας πήγαινε πολύ μακριά)..
Ο θεσμός πρέπει να ιδωθεί ως το διπλό πρόσωπο του Ιανού, όπου την μια όψη του κατέχει ο τυπικός, υλικός θεσμός, και την άλλη ένα ηθικό ιδεώδες υποστηρικτικό του τυπικού θεσμού. Η εκκλησία για παράδειγμα, ως θεσμός δεν δύναται να ριζώσει στις ανθρώπινες ψυχές χωρίς την ιδέα του θείου, ο γάμος ως θεσμός αναπαραγωγής, για να υπάρξει, στηρίχθηκε επί μακρόν στην ιδέα του ιερού, και ούτω καθ’ εξής. Ακόμη και οι διεθνείς θεσμοί, όπως ο ΟΗΕ, δεν δύνανται να καθιερωθούν χωρίς μιαν ηθική, μεταφυσική ιδέα, αυτή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Κάθε ηθικό ιδεώδες είναι παράγωγο και καθοδηγητής της κουλτούρας που το ανέδειξε, και ως τέτοιο γίνεται ζωοδότρια πηγή νοήματος. Δεν πρόκειται για ιδέες που συλλαμβάνονται από κέντρα εξουσίας και επιβάλλονται στις ανθρώπινες κοινότητες, εξ ου και η λανθασμένη θέση πως το έθνος αποτελεί κατασκευή του κράτους. Τα ιδεώδη γεννώνται στους τόπους εργασίας και σχόλης, εκεί όπου οι άνθρωποι συναντώνται, επικοινωνούν και λύνουν τα προβλήματά τους. Βεβαίως ο τυπικός πολιτειακός θεσμός, και συγκεκριμένα το κράτος, ως θεσμός εξουσίας δύναται να παραποιεί την εθνική ιδέα προκειμένου να εξυπηρετεί τα δικά του συμφέροντα. Το γεγονός όμως αυτό δεν θα πρέπει να μας εμποδίζει να διακρίνουμε κάτω από τις κρατικές διαστρεβλώσεις την ισχύ των πολιτισμικών αξιών που συνέπηξαν το έθνος.
Η αναπυσσόμενη σήμερα διαμάχη για το έθνος σε όλες τις ισχυρές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, υποκρύπτει την προσπάθεια των κυβερνήσεων να κατοχυρώσουν το κράτος τους και να το βοηθήσουν να προσαρμοστεί στις νέες παγκόσμιες εξελίξεις. Μια τέτοια προσαρμογή δεν δύναται να επιτευχθεί αν δεν έχει ήδη τροποποιηθεί καταλλήλως το εθνικό ιδέωδες. Για παράδειγμα, η μετατροπή μονοπολιτισμικών κρατών σε πολυπολιτισμικά, επιβάλλει υιοθέτηση νέων νομικών κανόνων, οι οποίοι όμως δεν πρόκειται να γίνουν σεβαστοί αν το εθνικό ιδεώδες δεν έχει εν τω μεταξύ μετασχηματιστεί. Αν δηλαδή το ιδεώδες του έθνους, το οποίο στο παρελθόν πριμοδοτούσε την κοινωνική σχέση ανάμεσα σε εγώ και οικείο άλλον, πατριώτη ή ομόγλωσσο και ομόθρησκο, δεν αλλάξει ώστε να συμπεριλαμβάνει στην έννοια της κοινωνικής σχέσης και τον ξένο, αλλοδαπό άλλον, τότε οι αναδιατάξεις των τυπικών κανόνων του κράτους δεν πρόκειται να ευοδωθούν.
Για να οικοδομηθεί το καινούργιο θα πρέπει να στερεωθεί στο παλιό. Να απαλλαχτεί το έθνος από τις κίβδηλες αξίες ενός παρηκμασμένου κράτους. Να διαφυλαχθούν όσες αξίες εξακολουθούν να αιμοδοτούν το κοινωνικό σώμα. Η δική τους αναδιαμόρφωση, διαπλάτυνση και εμπλουτισμός, θα προσδώσει στο αναθεωρημένο ηθικό ιδεώδες του έθνους την δύναμη που χρειάζεται η σύγχρονη ελληνική κοινωνία για να υπάρξει. Αντί λοιπόν να μας απασχολούν οι απαρχές του έθνους, θα πρέπει να προβληματιστούμε πάνω στο είδος των αξιών που θα πρέπει να συγκροτούν σήμερα το εθνικό μας ιδεώδες ώστε να παρωθούμαστε σε δημιουργική προσπάθεια ανασύνταξης του κράτους. Θέλουμε το έθνος μας να συμπεριλαμβάνει τις αρχαίες αξίες του πολίτη, της φιλίας και της αρετής, τις μεσαιωνικές της φιλευσπλαχνίας και της αγαθοεργίας, τις νεωτερικές της πολιτικής ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ατομικής αυτονομίας και αυθεντικότητας; Ας επιλέξουμε. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να εφαρμόσουμε πολιτικές και εκκοινωνιστικές πρακτικές που προωθούν αυτές τις αξίες, και κυρίως να προσέξουμε την εκπαίδευση και την γλώσσα μας, ώστε να μην αφήσουμε τα παιδιά και τους θεσμούς μας να γίνουν έρμαια ενός προελαύνοντος παγκοσμιοποιημένου μηδενισμού.
Θα ήθελα τέλος να προσθέσω πως στις αρχές του 2000 προτάθηκε από ορισμένους ο «πατριωτισμός του πολίτη», ήτοι η δημιουργία κοινής συνείδησης πολίτη εντός της οποίας θα μπορούν να εντάσσονται οι διαφορετικές εθνικές ταυτότητες, ύστερα από πολιτικές ζυμώσεις σε δημόσια πεδία διαλόγου. Θεωρώντας πως τα εν λόγω πεδία σήμερα έχουν πλήρως υποκατασταθεί από τα τηλεοπτικά μέσα, η πρόταση αυτή δεν φαίνεται ρεαλιστική. Πέραν αυτού, η συνείδηση του πολίτη είναι ρευστή καθώς επηρεάζεται έντονα από την κοινωνική ταυτότητα. Αντίθετα, η εθνική ταυτότητα, επειδή σχηματίζεται από την παιδική ηλικία και ριζώνει στα άδυτα της μνήμης, προσφέρει την αναγκαία συναισθηματική σταθερότητα σε έναν κόσμο ρευστότητας. Γι’ αυτό επιμένουμε πως ο προβληματισμός θα πρέπει να στραφεί στις πολιτικές και εκκοινωνιστικές πρακτικές που θα προωθούν τις αναθεωρημένες εθνικές αξίες. Η αναθεώρηση της εθνικής ταυτότητας δεν οδηγεί στην κλειστότητα και στην φοβία απέναντι στον ξένο. Προσφέροντας συναισθηματική ασφάλεια στα μέλη του έθνους, επιτρέπει στην ατομική συνείδηση να ανοίξει άφοβα απέναντι στο διαφορετικό. Σε αυτή την περίπτωση, το εθνικό ιδεώδες γίνεται φάρος και για τους αλλοδαπούς που αναζητούν τόπο να τους παράσχει εκτός από τροφή, ελπιδοφόρο νόημα ζωής σε πλαίσια αλληλέγγυων σχέσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου