Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009

ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ KAI ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Θεμελιώδεις έννοιες και στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον
Του κ. Η. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
Ιστορικού - Διδάκτορος Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπιστημίου Μονάχου - Αναλυτού Διεθνούς Πολιτικής
«The continuing absence of an international order characterized by permanent peace means that the first duty of a government is to provide for the core values of national security. (.) Strategy per se is a realm of necessity rather than of choice. Virtually every country on earth has a defence policy, no matter how minimal, whether publicly articulated or not. Even Iceland, which has no national armed forces, has a national security policy (...)»[1]
1. Η έννοια του Εθνικού Συμφέροντος στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον.
Η προϊούσα αλληλεξάρτηση[2], η οποία παρατηρείται στην σύγχρονη Διεθνή Πολιτική και Οικονομία, συνιστά αναμφιβόλως σοβαρή πρόκληση για τους κρατικούς δρώντες του διεθνούς συστήματος, υπό την έννοια ότι οι τελευταίοι καλούνται να αναπτύξουν και να επιδείξουν αξιόλογες ικανότητες προσαρμογής και συνεργασίας, προκειμένου να επιτύχουν την εξυπηρέτηση των Εθνικών Συμφερόντων και Σκοπών τους.


Συγχρόνως όμως, η εξέλιξη αυτή προσλαμβάνεται, από μερίδα ακαδημαϊκών πολιτών, γνωμηγητόρων ή, ενίοτε, και πολιτικών ιθυνόντων ακόμη, ως απόδειξη της υποτιθέμενης βασιμότητας του ιδεολογήματος της «διεθνούς κοινωνίας». Υπό το κράτος δε παρομοίων ιδεολογημάτων διαπιστώνεται, από τους «καντιανίζοντες» άμα δε και θεολογούντες διεθνολόγους, η (υποτιθέμενη) υποχώρηση - μέχρις ολικής εκλείψεως - της έννοιας του Εθνικού Συμφέροντος, αλλά και η κατάργηση και αυτού του Έθνους-Κράτους.


Βεβαίως, δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς με την παρατήρηση ότι, στο σημερινό διεθνές σύστημα, η έννοια του Εθνικού Συμφέροντος καθίσταται ολοένα και δυσχερέστερο να προσδιορισθεί[3] - ή, τουλάχιστον, να προσδιορισθεί μονοσήμαντα. Ωστόσο, κατά την αντίληψη της Σχολής του Πολιτικού Ρεαλισμού και του Νεο-Ρεαλισμού[4], τούτο συμβαίνει όχι επειδή εξέλιπε το Εθνικό Συμφέρον (ή αυτό τούτο το Έθνος-Κράτος), αλλ' επειδή τα κράτη, συμμετέχοντας σε πολυμερείς/διεθνείς δομές και Νέους Πόλους Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος[5], επιδιώκουν ολοένα και περισσότερο (και ολοένα και ευφυέστερα) να εξυπηρετούν τα Εθνικά Συμφέροντά τους όχι προδήλως και απ'ευθείας αλλά μέσω της επιρροής την οποία αυτά (τα κράτη) ασκούν στους κοινούς θεσμούς και τις κοινές πολιτικές των προαναφερθεισών πολυμερών/διεθνών δομών. Συναφώς, άλλωστε, και αναφορικώς προς την ασκηθείσα κριτική έναντι του Πολιτικού Ρεαλισμού και Νεο-Ρεαλισμού περιοριζόμεθα, στο παρόν, να υπενθυμίσουμε την παρατήρηση του Καθηγητού Gottfried-Karl Kindermann, κατά την οποία ο Νεο-Ρεαλισμός αντιλαμβάνεται «τις έννοιες του Συμφέροντος και της Ισχύος ποικιλομόρφως πολυλειτουργικώς, δηλαδή όχι ως αναγόμενες αποκλειστικώς σε πολιτικές και στρατιωτικές παραμέτρους αλλά επίσης σε οικονομικές και κοινωνικοπολιτισμικές αντίστοιχες.[6]


Εν προκειμένω δε, οφείλει να ληφθεί σοβαρώς υπ'όψιν η καίρια παρατήρηση του Hans-Dieter Heumann αναφορικώς ιδίως προς την Πολιτική της λεγομένης Ευρωπαϊκής Ολοκληρώσεως: «Εκείνο το οποίο, πρωτίστως, απαγορεύεται κατά την εξέταση της Integrationspolitik, είναι η εξιδανίκευσή της, ωσάν αυτή να ήτο μία διαδικασία, κατά την οποία η Εθνική Ισχύς και τα Εθνικά Συμφέροντα ουδένα ρόλο πλέον διαδραματίζουν[7]


«Το αντίθετο ισχύει», υπογραμμίζει μετ' εμφάσεως ο προαναφερθείς και εξηγεί: «Τα επιμέρους κράτη σαφώς επιχειρούν να ασκήσουν εθνική επιρροή επί της κοινής πολιτικής και των κοινοτικών θεσμών. Μπορεί μεν οι σκοποί της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να διατυπώνονται, σε αυξανόμενο βαθμό, δι-εθνικώς και υπερ-εθνικώς, αλλά τα κίνητρα και οι κατευθύνσεις προκύπτουν εκ των εθνικών προοπτικών[8] Διακρατικές και υπερεθνικές συμβάσεις και συνομολογήσεις, διπλωματικού, αμυντικοπολιτικού ή οικονομικού χαρακτήρος, καθίστανται δυνατές εφ' όσον όλα τα συμβαλλόμενα έθνη-κράτη συμπράττουν - επί της αρχής, έστω, και ασχέτως επιμέρους διαφωνιών. Συμπράττουν δε εφ' όσον οι ιθύνοντες κρίνουν ότι τούτο εξυπηρετεί - κατά τον άλφα ή τον βήτα τρόπο, βραχυπροθέσμως ή μακροπροθέσμως) τα Εθνικά Συμφέροντά τους (εξ ου, άλλωστε, και η χρήση του όρου «κοινή πολιτική» αντί του όρου «ενιαία»!).


Συνεπώς, το δόγμα των αλληλεξαρτωμένων Εθνικών Συμφερόντων στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον ασφαλώς ισχύει, τουλάχιστον για τις ούτω καλούμενες Δυτικές Δημοκρατίες. Εν τούτοις, ο αναλυτής της Διεθνούς Πολιτικής και Ασφαλείας οφείλει, από καιρού εις καιρόν, να επιχειρεί να ξεδιαλύνει τον ιστό της περιλάλητης αλληλεξαρτήσεως, απομυθοποιώντας την, ούτως ώστε να μπορεί να ερευνήσει το εύρος και το ποιόν, την ισχύ και τα τρωτά, αυτής της θαυμαστής και εντυπωσιακής αλληλουχίας, υπό το πρίσμα των διαφόρων εθνοκρατικών επιδιώξεων και συμφερόντων, προκειμένου να καταστεί δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή επιστημονικά και πολιτικά συμπεράσματα.


Διότι «όπισθεν του όρου του συρμού "αλληλεξαρτώμενα συμφέροντα" υποκρύπτονται, όχι σπανίως, οι μεμονωμένες κατευθύνσεις των ποικίλων Εθνικών Συμφερόντων», κατά την εύστοχη παρατήρηση του Christian Hacke.[9] Ιδίως δε η Πολιτική για την Ασφάλεια - πεδίο το οποίο, ούτως ή άλλως, αποτελεί «ιστορικώς και πολιτικώς, το βασίλειο του Έθνους-Κράτους» (Hacke) - παραμένει «και στην ολοκληρούμενη Ευρώπη, κατ' ουσίαν, εθνικώς προσανατολισμένη, μέχρι σήμερα[10]


Συνεπώς, το κρίσιμο ερώτημα της εποχής μας σε σχέση προς το Εθνικό Συμφέρον, δεν είναι, όπως συχνέστατα τίθεται υπό των εκπροσώπων της Ιδεαλιστικής Σχολής, το εάν το Εθνικό Συμφέρον εκλείπει, αλλά ποιά εκ των επιμέρους Εθνικών Συμφερόντων «κοινοτικοποιούνται», ποια δηλαδή εξ αυτών μπορούν να υπαχθούν, και όντως υπάγονται, σε ένα υπερκείμενο συμφέρον ενός Νέου Πόλου Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος ή ενός Διεθνούς Καθεστώτος, χωρίς όμως να διακινδυνεύσει εκ του λόγου αυτού ο πυρήνας του Εθνικού Συμφέροντος εκάστου κρατικού δρώντος - αλλά, απ'εναντίας, να αποκομίσει πρόσθετο κέρδος. Και ο περί ου ο λόγος πυρήνας δεν είναι άλλος από την Ασφάλεια, είτε πρόκειται για την ασφάλεια της επικρατείας του έναντι εξωτερικής απειλής, είτε πρόκειται για την προστασία της καθεστηκυίας πολιτειακής τάξεως, του τρόπου βίου και της ευημερίας των πολιτών του.


Επομένως, η τρέχουσα πρόσληψη, εκ μέρους ποικίλων ακαδημαϊκών «διδασκάλων», γνωμηγητόρων και πολιτικών ιθυνόντων, της συμμετοχής των κρατών σε υπερεθνικά σύνολα ως δηλωτικής της εκλείψεως του Εθνικού Συμφέροντος - επικαλουμένη μάλιστα ως τυπικό παράδειγμα αυτής της εξελίξεως την περίπτωση της Ε.Ε. - παρορά το γεγονός ότι η περί ης ο λόγος εξέλιξη επιδέχεται και την αντίστροφη ανάγνωση: Η περιλάλητη απώλεια (μερική, έστω) Εθνικής Ισχύος και εκχώρηση Εθνικής Κυριαρχίας (ονομαστική, ή και έμπρακτη σε πολλούς τομείς) σημαίνει, ταυτοχρόνως, και προσθήκη Εθνικής Ισχύος (Machtakkumulation), και, υπ' αυτήν την έννοια, διεύρυνση Εθνικής Κυριαρχίας.


Οι αντοχές του εθνικοκρατικού προτύπου δοκιμάζονται μεν, πλην όμως δεν καταργούνται. Το δε Έθνος-Κράτος, μακράν του να διαλύεται, να καταργείται κλπ (όπως δεν κουράζονται να εξαγγέλλουν οι θεολογούντες θιασώτες του Ολοκληρωτικού Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού)[11], μετεξελίσσεται, προσδιορίζει τους όρους συμμετοχής του σε Νέους Πόλους Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος και την έκταση των εκχωρηθησομένων σ' αυτούς εξουσιών και αρμοδιοτήτων του, έχοντας όμως πάντοτε κατά νουν ότι η διαδικασία αυτή αποσκοπεί ακριβώς σε μία «βελτιστοποίηση» (Optimierung), κατά την διατύπωση του Καθηγητού Hans-Peter Schwarz, της προαγωγής των Εθνικών Συμφερόντων του, τόσον επί της ουσίας όσον και μεθοδολογικώς.


Ως προερχόμενος από την «κλασσική» Διπλωματική Ιστορία, ο γράφων θεωρεί ότι δεν μπορεί να έχει ως συλλογιστική και αναλυτική αφετηρία ιδεαλιστικές/διεθνιστικές αντιλήψεις περί της Διεθνούς Πολιτικής. Προτιμά να εκκινεί από ρεαλιστικής αφετηρίας, παραμένοντας βεβαίως ευεπίδεκτος σε γόνιμες επιρροές άλλων συγγενών ρευμάτων σκέψεως. Προδήλως, η εστίαση στην απτή και αδιάψευστη πραγματικότητα του Έθνους - και, κατ' επέκτασιν, στο Εθνικό Συμφέρον - δεν σημαίνει ότι αποκλείεται στο διηνεκές η μετάβαση σε ένα άλλο διεθνοσυστημικό επίπεδο, όπου θα επικρατεί ένα πρότυπο διάφορον του (κρατούντος τους τελευταίους τρισήμισυ αιώνες) Βεστφαλιανού. Τουναντίον, η γεωπολιτική δυναμική ορισμένων Πόλων Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος πιθανόν να οδηγήσει στην εμφάνιση ενός διεθνούς συστήματος, τους κυρίους δρώντες του οποίου θα αποτελούν οι πολιτικές (μετα-Βεστφαλιανές) εκφράσεις των μεγάλων φυσικών/γεωγραφικών Χώρων.


Εν τούτοις, η ειδοποιός διαφορά της ρεαλιστικής αναλύσεως από την κανονιστική/διεθνιστική έγκειται στην ψύχραιμη, απορρέουσα από ιστορική επίγνωση, παραδοχή ότι, εάν κάποτε οδηγηθούμε σε ανάλογο επίπεδο, τούτο θα συμβεί όχι επειδή «έτσι θέλει» - ή φαντασιώνεται - ένας ολοκληρωτικός ντετερμινισμός, αλλά μόνον εάν και εφ' όσον έχει, εν τω μεταξύ, προκύψει και ωριμάσει μία κοινή Ευρωπαϊκή συνείδηση, θεμελιωμένη επί σταθεράς και κοινής πολιτισμικής/ιστορικής βάσεως.


2. Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας και Εθνική Αμυντική Στρατηγική


Η ορθή απάντηση στο «δίλημμα ασφαλείας» (security dilemma), το οποίο ταλανίζει όλα τα Κράτη,[12] η εξασφάλιση της συνεχούς ανεξάρτητης υπάρξεως, αποτελεί πρώτιστο σκοπό εκείνων που φέρουν την ευθύνη της λήψεως αποφάσεων για το παρόν και το μέλλον εκάστου Κράτους. Η πολιτική δράση των ιθυνόντων για την εξυπηρέτηση του προαναφερθέντος σκοπού συνιστά την Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας. [13]


Με άλλους λόγους, ως Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας μπορεί να χαρακτηρισθεί το σύνολο των μέτρων στρατιωτικής, πολιτικοδιπλωματικής, οικονομικής και ψυχολογικής φύσεως, η λήψη των οποίων εγγυάται ότι, πρώτον, ένα Κράτος δεν θα εξαναγκασθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο στην εκχώρηση κεκτημένων του, υλικής ή αξιακής φύσεως - των Eθνικών Συμφερόντων - προκειμένου να αποφύγει την εμπλοκή του σε πόλεμο, και ότι, δεύτερον, το Κράτος αυτό θα είναι σε θέση να υπερασπισθεί επιτυχώς τις εν λόγω αξίες, εφ' όσον η πολεμική εμπλοκή καταστεί, παρά ταύτα, αναπόφευκτη. Αυτοί οι σκοποί αντιστοιχούν στις δύο τυπικές διαστάσεις της Πολιτικής Ασφαλείας, σύμφωνα με την ανάλυση του Glenn Snyder: την Αποτροπή (Deterrence) και την Άμυνα (Defence / Defense).[14]


Επί των ημερών μας έχει καταστεί διεθνώς αποδεκτό ότι η Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας (National Security Policy) υπερβαίνει τα στενά όρια της Αμυντικής Πολιτικής και περιλαμβάνει το σύνολο των κρατικών ενεργειών που αποσκοπούν στην έγκαιρη και επαρκή διάθεση των καταλλήλων μέσων, διά των οποίων ικανοποιείται το αίτημα ασφαλείας ενός Έθνους και αποσοβείται κάθε άμεσος και ορατός κίνδυνος αλλά και κάθε λανθάνουσα απειλή κατά των Εθνικών Συμφερόντων.[15]


Επομένως, στην Πολιτική για την Εθνική Ασφάλεια εμπίπτουν:


α) Η Σχεδίαση της Εθνικής Στρατιωτικής Αμυντικής Στρατηγικής, όπως αυτή ορίζεται από τον Sir Basil Liddell-Hart[16] και η οποία αποσκοπεί στην αντιμετώπιση πάσης εξωτερικής απειλής (external threat).


β) Η Σχεδίαση μιας Πολιτικής Εθνικής Συνοχής (Situational Security Policy, κατά Huntington), η οποία αποβλέπει στην πρόληψη ενδεχομένης διαβρώσεως (erosion) της Εθνικής Ασφαλείας από τάσεις και μεταβολές κοινωνικής, οικονομικής, δημογραφικής και οικολογικής φύσεως, οι επιπτώσεις και παρενέργειες των οποίων εκδηλώνονται σε βάθος χρόνου. Η βελτίωση των όρων Eθνικής Aσφαλείας επιτυγχάνεται με την εδραίωση της Eθνικής Eνότητας μέσω μέτρων προστασίας του κοινωνικού ιστού και της δημογραφικής συνοχής καθώς και με την βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως του Κράτους.[17]


Πόση σημασία έχει ο οικονομικός, ιδιαιτέρως, παράγων για την καλή και αποτελεσματική Ασφάλεια ενός Έθνους συνάγεται και από την ιστορική εμπειρία. Χαρακτηριστικές είναι οι απόψεις Ανωτάτου Βρεταννού Αξιωματούχου (Λόρδος Inskip), o oποίος δήλωνε το 1937: «Seen in its true perspective, the maintenance of our economic stability would more accurately be described as an essential element in our defensive strength: one which can properly be regarded as a fourth arm in defence (.) without which purely military effort would be of no avail.»[18]


γ) H Σχεδίαση μιας Πολιτικής Εσωτερικής Ασφαλείας (Internal Security Policy, κατά Huntington), η οποία αποσκοπεί στην αποσόβηση της υπονομεύσεως (subversion) της Εθνικής Ασφαλείας εκ των έσω.[19]


Σχετικά με το σημείο αυτό, ας αναλογισθούμε και πάλι το ιστορικό προηγούμενο π.χ. της Μεγάλης Βρεταννίας κατά την δεκαετία του '30, όταν - εν όψει του Γερμανικού κινδύνου - διαπιστώθηκε έλλειψη όχι μόνο των υλικών αλλά και των ιδεολογικών όπλων που απαιτούσαν οι περιστάσεις, και τούτο εξ αιτίας του ψυχολογικού αφοπλισμού του Βρεταννικού Έθνους από την διάδοση μεταξύ ευρέων στρωμάτων της κοινωνίας (ιδίως μεταξύ Πολιτικών ταγών, γνωμηγητόρων και διανοουμένων) κατευναστικών στάσεων και διεθνιστικών απόψεων, που συνοψίζονταν στη περίφημη θέση του τότε Βρεταννού Πρωθ/γού και Αρχηγού του Συντηρητικού Κόμματος Sir Neville Chamberlain «peace in our times», με την οποία σφράγισε την αποδοχή, εκ μέρους της χώρας του, της Γερμανικής αξιώσεως περί Αναθεωρήσεως των Συνθηκών, κατά την Συνδιάσκεψη του Μονάχου (Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 1938).


Εξ άλλου, είχαν προηγηθεί τόσον η παροιμιώδης ρήση του τότε Υπουργού Εξωτερικών (και μετέπειτα Πρωθ/γού) Sir Robert Αnthony Eden, «we definitely prefer butter to guns», όσον και η εξ ίσου ιστορική εξαγγελία του τότε Αρχηγού του Εργατικού Κόμματος και Υπουργού (μετέπειτα δε Πρωθ/γού) Clement Richard Attllee: "We reject the use of force as an instrument of policy (.) Our policy is not one of seeking security through rearmament, but through disarmament. Our aim is the reduction of armaments, and then the complete abolition of all national armaments and the creation of an International Policy Force under the League (of Nations)."[20]


Πόσο τραγικώς επίκαιρα ηχούν τα ανωτέρω! Συγκρινόμενα με την ευρύτατη, καταθλιπτική σχεδόν, διάδοση διεθνιστικών/κατευναστικών ιδεοληψιών και φαντασιώσεων σε επίπεδο ελληνικής πολιτικής ελίτ, «διανόησης» και ΜΜΕ!


δ) Τέλος, η Πολιτική για την Εθνική Ασφάλεια συμπεριλαμβάνει την Αμυντική Διπλωματία (ενίοτε ονομαζόμενη και Στρατιωτική Διπλωματία), δηλ. μία δέσμη κρατικών ενεργειών σύνθετης στρατιωτικής και διπλωματικής φύσεως που αποσκοπούν στο να αυξήσουν και να ενισχύσουν τους όρους και το αίσθημα ασφαλείας του Έθνους με τη συνεχή και καλή συλλογή πληροφοριών περί του περιφερειακού και του ευρυτέρου διεθνούς περιβάλλοντος, την ανάπτυξη διαύλων επικοινωνίας με τους ιθύνοντες της Αμυντικής Πολιτικής των λοιπών Κρατών και την συνεργασία με αυτούς για να εκτονωθούν εντάσεις, να προβληθεί η εθνική ισχύς (Power Projection) και να διαμορφωθούν οι όροι ασφαλείας του περιφερειακού και διεθνούς περιβάλλοντος.


Η τελευταία αυτή πτυχή έχει προσλάβει μείζονα σημασία ιδιαιτέρως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, καθώς αυτό επέφερε μία «μεταβολή αμυντικοπολιτικών παραστάσεων στην Ευρώπη», κατά την διατύπωση του Lothar Ruehl.[21] Το μεν Σύμφωνο της Βαρσοβίας διελύθη τον Ιούλιο του 1991, ο δε Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) εγκαινίασε μία μακρά διαδικασία προσαρμογής του στα νέα δεδομένα, δεδομένου ότι, εκλιπούσης της Σοβιετικής Απειλής, απώλεσε την - επισήμως διακεκηρυγμένη, τουλάχιστον - raison d'etre και αντιμετώπισε πρόβλημα νομιμοποιήσεως της συνεχίσεως της λειτουργίας του (το ίδιο συνέβη, εξ άλλου, και με την Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση).


Εν τούτοις, μετά την λήξη του Διπολισμού εμφανίσθηκαν νέες απειλές, οι οποίες οδήγησαν σε περαιτέρω διεύρυνση των όρων «Εθνική Άμυνα και Ασφάλεια». Αυτές διακρίνονται, κατά την τυπολογία του Charles Weston, σε:
α) απειλές της Εξωτερικής Ασφαλείας,
β) απειλές της Εσωτερικής Ασφαλείας,
γ) Οικονομικές απειλές και
δ) Οικολογικές απειλές.
Βεβαίως, η διάκριση είναι καθαρώς μεθοδολογική, καθώς οι απειλές αυτές «αλληλοεπικαλύπτονται, αλληλεπιδρούν και ενισχύουν η μία την άλλη».[22]


Στις απειλές της Εξωτερικής Ασφαλείας, η αποσόβηση των οποίων παραμένει πάντοτε πρώτιστος σκοπός της Αμυντικής Πολιτικής, συγκαταλέγονται:
α) γεωγραφικώς περιορισμένες διενέξεις υπό την μορφή θερμών επεισοδίων τα οποία, όμως, δυνατόν να κλιμακωθούν,
β) γεωγραφικώς περιορισμένες διενέξεις υπό την μορφή εισβολών, σχεδιαζομένων από καιρού,
γ) δυνητικές συγκρούσεις λόγω της εισόδου στο διεθνές σύστημα νέων στρατηγικών acteurs, που διαθέτουν σύγχρονη τεχνολογία και όπλα μαζικής καταστροφής,
δ) πλήγματα κατά της εθνικής και κοινωνικής συνοχής, της οικονομίας ή του οικολογικού περιβάλλοντος, προερχόμενα εκ μέρους μη κρατικών acteurs.[23]
Η Εσωτερική Ασφάλεια - μία έννοια, η οποία κατά την περίοδο της υφέσεως του Ψυχρού Πολέμου ετύγχανε διαρκώς μειουμένης δημοσιότητος - επανέρχεται σήμερα, στο ρευστό μεταδιπολικό διεθνές περιβάλλον, ολοένα και εντονότερα στο προσκήνιο, σε συνάρτηση πλέον με την δημογραφική / εθνοπολιτισμική απειλή. Η Μαζική Μετανάστευση / Λαθρομετανάστευση απειλεί ευθέως την Εσωτερική Ασφάλεια των Κρατών με τους ακόλουθους τρόπους:
- εισαγωγή πάσης φύσεως εθνοπολιτισμικών (ethnocultural) - εθνοφυλετικών/θρησκευτικών - διενέξεων και αντιμαχιών, δυναμένων να κλιμακωθούν σε ευθείες και άμεσες απειλές κατά της Εθνικής Ασφαλείας (π.χ. τέλεση τρομοκρατικών ενεργειών),
- σταδιακή υπονόμευση της εθνικής και κοινωνικής συνοχής διά του σχηματισμού παραλλήλων κοινωνιών (γκεττοποίηση) με συνέπειες την διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, την ανατροπή κρισίμων για την Εθνική Ασφάλεια δημογραφικών ισορροπιών και την εμφάνιση, μακροπροθέσμως, εσωτερικών εθνοτικών/πολιτισμικών διενέξεων,
- ανεξέλεγκτη δράση στοιχείων της διεθνούς τρομοκρατίας των ναρκωτικών (narcoterrorism), της διεθνούς εμπορίας λευκής σαρκός και ανηλίκων και του εν γένει Διεθνούς Οργανωμένου Εγκλήματος (Transnational Organized Crime).[24]


Οικονομικής φύσεως απειλές ανακύπτουν:
- όταν αποκλείονται διεθνείς συγκοινωνιακές αρτηρίες και θαλάσσιες ή χερσαίες οδοί ανεφοδιασμού,
- ως συνέπεια της Mαζικής Mεταναστεύσεως,[25] η οποία απειλεί τα κεκτημένα επίπεδα ευημερίας και κοινωνικής προνοίας ενός Έθνους (ενώ, απ'εναντίας, όταν η είσοδος μεταναστών γίνεται υπό αυστηρώς ελεγχομένη κλίμακα και βάσει σαφώς ορισθέντων κριτηρίων, μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της Εθνικής Οικονομίας),
- εξ αιτίας της δράσεως του Διεθνούς Οργανωμένου Οικονομικού Εγκλήματος.
Τέλος, Οικολογικής φύσεως απειλές θεωρούνται:
- οι απειλές κατά της δημοσίας υγείας εξαιτίας σοβαρών ατυχημάτων (διαρροή ουσιών πυρηνικών σταθμών, χημικών βιομηχανιών κ.λ.π.),
- οι απειλές κατά της δημοσίας υγείας και ασφαλείας εξαιτίας τρομοκρατικών πράξεων διενεργουμένων με βιολογικά, χημικά ή και πυρηνικά όπλα, είτε από κρατικούς είτε από μη κρατικούς δρώντες,
- η πρόθεση καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος ενός Έθνους διά της χρήσεως των προαναφερθέντων όπλων.
Επί τη βάσει των ανωτέρω, φαίνεται εύλογο το συμπέρασμα ότι, χωρίς φυσικά να παραβλέπεται ούτε να υποτιμάται η σημασία της προστασίας μιας χώρας έναντι εξωτερικών απειλών, στην μεταψυχροπολεμική περίοδο που διανύουμε σήμερα «Ασφάλεια σημαίνει κάτι περισσότερο: Σημαίνει Οικονομική Ασφάλεια, Περιβαλλοντική Ασφάλεια και Ασφάλεια του Ανθρωπίνου Δυναμικού.»[26] Λαμβανομένης υπ' όψιν της ραγδαίας όσον και ριζικής μεταβολής του εθνοπολιτισμικού ιστού της Πατρίδος μας, συνεπεία μιας τεραστίας, πρωτοφανούς εκτάσεως, ανεξέλεγκτης εισβολής εθνοπολιτισμικώς αλλοτρίων στοιχείων, πέραν πάσης λογικής και εις πείσμα όσων σήμερα εφαρμόζονται στις προηγμένες Δυτικές Δημοκρατίες (όπου τα παθήματα έγιναν μαθήματα!) - αλλά και χωρίς διόλου να συνεκτιμάται η εν πλήρει εξελίξει αλλαγή ισορροπιών και συνόρων στην Βαλκανική - αντιλαμβανόμεθα ευκόλως ότι η τάλαινα Ελλάς αντιμετωπίζει σοβαρό έλλειμμα ασφαλείας, και υπό το πρίσμα των νέων αυτών κριτηρίων και παραμέτρων.


Πέραν δηλαδή της διαρκώς παρούσης - και επιδεινουμένης λόγω ημετέρας κατευναστικής πολιτικής - Απειλής της προερχομένης εξ Ανατολών.



[1] Gray, Colin S., Strategic Studies. A Critical Assessment, Westport / Connecticut, 1982,
σελ. 24.
[2] Περί της εννοίας και του περιεχομένου της παράβαλε το περίφημο έργο των Keohane, Robert O. και Nye, Joseph S., Jr., Power and Interdependence, Boston, 1975.
[3] Περί «Εθνικού Συμφέροντος» παράβαλε τα μνημειώδη έργα του πατρός της Επιστήμης της Διεθνούς Πολιτικής και κλασσικού εκπροσώπου της Σχολής του Πολιτικού Ρεαλισμού Hans J. Morgenthau: In Defense of the National Interest, New York, 1951. Επίσης: The Problem of the National Interest, εις: Dilemmas of Politics, Chicago, 1958, Κεφ. 4. Επίσης: Macht und Frieden. Grundlegung einer Theorie de internationalen Politik, Gütersloh, 1963. Επίσης: Politics Among Nations. The Struggle for Power and Peace, New York, 1978, 5th Edit. Πρβλ. επίσης Beard, Charles, The Idea of National Interest: An Analytical Study in American Foreign Policy, New York, 1934. Επίσης: Deutsch, Karl, The Analysis of International Relations, New York, 1978, ιδιαιτέρως το κεφ. 3. Επίσης: Kindermann, Gottfried-Karl, Grundelemente der Weltpolitik. Eine Einführung, 4. Auflage, München / Zürich, 1991, σελ. 19 και εξής.
[4] Περί της Σχολής του Πολιτικού Ρεαλισμού και του Νεο-Ρεαλισμού όρα
τα κλασσικά έργα του Hans J. Morgenthau καθώς επίσης λίαν δειγματοληπτικώς (πέραν των ήδη προαναφερθέντων των Karl Deutsch και Gottfried-Karl Kindermann): Waltz, Kenneth N., Man, the State and War: A Theoretical Analysis, New York, 1959. Επίσης: Του αυτού, Theory of International Politics, NY, 1979. Επίσης: Keohane, Robert O. (Ed.), Neorealism and Its Critics, NY, 1986.
[5] Περί των Νέων Πόλων Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος πρβλ. Μάζη, Ιωάννου Θ.,
Γεωπολιτική. Θεωρία και Πράξη, ιδίως σελ. 38 κ. εξ. και 138 κ. εξ.
[6] Kindermann, όρ. ανωτ., σελ. 24.
[7] Heumann, Hans-Dieter, Nationale Interessen und Sicherheit in Europa. Στην έγκριτη
επιθεώρηση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου «Aus Politik und Zeitgeschichte», Nr. B 8/89, 17.2.1989, σελ. 14.
[8] Όρα ανωτέρω.
[9] Hacke, Christian, Nationale Interessen in einer interdependenten Welt. Eις: Kaiser,
Karl / Krause, Joachim, Deutschlands neue Aussenpolitik, Band 3: Interessen und
Strategien, München 1996.
[10] Όρ. ανωτ.
[11] Ο John Fonte προτιμά τον όρο «Transnational Progressivism», ενώ ο πολύς Παναγιώτης Κονδύλης ομιλεί περί «Progressivismus». Για μία ολοκληρωμένη κριτική των διεθνιστικών ιδεολογημάτων του συρμού όρα το μνημειώδες όσον και ογκώδες έργο του Κονδύλη, ιδιαιτέρως δε: Kondylis, Panajotis, Planetarische Politik nach dem Kalten Krieg, Berlin 1992.
[12] Πρβλ. Murray, Douglas J. / Viotti, Paul R. (Edit.), The Defense Policies of Nations,
Third Edition, Baltimore / London, 1994, Introduction, σελ. xix.
[13] Περί της Πολιτικής Εθνικής Ασφαλείας πρβλ. Huntington, Samuel P., The Soldier and
the State. The Theory and Politics of Civil-Military Relations, 19th printing,
Cambridge,Massachussetts / London, England , 2002, σελ. 1. Περί του όρου «Εθνική
Ασφάλεια» πρβλ. Morgenthau, ένθ. ανωτ. , ιδίως κεφ. 1,3,8 και 32.
[14] Πρβλ. Murray / Viotti, ένθα ανωτέρω, σελ. xviii κ.εξ. Επίσης, πρβλ. σχετικώς Snyder,
Glenn / Diesing, Paul, Conflict Among Nations: Bargaining, Decision Making and
System Structure in International Crisis, Princeton / New York, 1977.
[15] Στο διεθνές σύστημα, απειλή θεωρείται η εκδηλωθείσα πρόθεση ενός Κράτους να
προξενήσει βλάβη στα Εθνικά Συμφέροντα άλλου Κράτους, εφ' όσον το τελευταίο δεν συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του πρώτου. Η απειλή καθίσταται για το θιγόμενο Κράτος κίνδυνος, αφ' ης στιγμής το απειλούν Κράτος διαθέτει την βούληση και τα μέσα για να πραγματοποιήσει την απειλή του. Πρβλ. Snow, Donald, National Security, New York, 1991, σελ. 10 κ. εξ. και σελ. 20 κ. εξ.
[16] Σύμφωνα με τον κλασσικό ορισμό του Sir Basil Liddell-Hart, ο όρος «Στρατηγική»
σημαίνει την τέχνη του εναρμονισμού των δυνατών πολιτικών επιλογών προς τα
διαθέσιμα στρατιωτικά μέσα. Πρβλ. Liddell-Hart, Strategy, New York, 1967, σελ. 335. Ο
Huntington ομιλεί περί «Military Security Policy», πρβλ. Huntington, ένθ. ανωτ.
[17] Πρβλ. Huntington, ένθ. ανωτ. Επίσης Romm, Joseph J., Defining National Security: The Nonmilitary Aspects, New York, 1993. Επίσης Moran, Theodore H., American Economic Policy and National Security, NY, 1993.
[18] Defence Expenditure in Future Years, Interim Report By The Minister For Co-Ordination of Defence, C.P. 316(37), Cab. 24/273.
[19] Πρβλ. Huntington, ένθ. ανωτ.
[20] Speech Before The Foreign Press Association, 12.1.1937, συμφώνως προς: Meyers, Reinhard, Britische Sicherheitspolitik 1934-1938, Duesseldorf, 1976, σελ. 433, και Speech Before The House of Commons, 22.5.1935, συμφώνως προς Meyers, ένθ. ανωτ. , σελ. 458.
[21] Ruehl, Lothar, Kollektive Sicherheit und Allianzen, σε: Kaiser, Karl / Schwarz, Hans-Peter (Hrsg.), Die neue Weltpolitik, Bonn, 1995, σελ. 428.
[22] Weston, Charles, Transatlantische Neuorientierung - Amerikanisch-europaeische Buendnispolitik nach der Aera des Kalten Krieges, Muenchen, 1993, σελ.130.
[23] Πρβλ. Weston, ένθ. ανωτ. , σελ. 129.
[24] Περί του διεθνούς εμπορίου ναρκωτικών ως απειλής για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια πρβλ. Friesendorf, Cornelius, Der internationale Drogenhandel als sicherheitspolitisches Risiko, Forschungsberichte Internationale Politik, τόμος 27, Muenster, 2001.
[25] Πρβλ. Weston, ένθ. ανωτ.
[26] Liotta, P.H., To Die For: National Interests and Strategic Uncertainties, σε: «PΑRAMETERS», Summer 2000, σελ. 46-57

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου