Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

Ελληνικό έθνος και «εκσυγχρονιστική» κοσμοαντίληψη ( μέρος Β` )

Η «πεφωτισμένη» ολιγαρχία της «εκσυγχρονιστικής ελίτ» ως όχημα πολιτιστικού ιμπεριαλισμού

Όπως είναι γνωστό , υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην «πεφωτισμένη» πνευματική ελίτ του τόπου μας και στο λαϊκό αίσθημα. Υπάρχει μία συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα σε ορισμένους κύκλους «διανοουμένων» που προσπαθούν να «μεταλαμπαδεύσουν» τις ιδέες του «εκσυγχρονισμού», ώστε να γίνουμε όλοι μας πολιτικά «ορθότεροι» και σε όλους όσους αντιστέκονται στη στο σημερινό πολιτιστικό ιμπεριαλισμό, τη σύγχρονη αποικιοκρατία και υπερασπίζονται το δικαίωμα στην εθνική μας αυτοδιάθεση σε όλα τα επίπεδα. Είναι στην πραγματικότητα μία σύγκρουση ανάμεσα σε μία ετερόφωτη ολιγαρχία κάποιων ΗΠΑλλήλων και στον ίδιο τον ελληνικό λαό.
Έτσι λοιπόν αναφορικά με τις αντιλήψεις και τις θεωρήσεις περί έθνους επιχειρείται , βάσει μίας αποικιακού τύπου λογικής , η εισαγωγή και επιβολή δυτικών προτύπων πολιτικής σκέψης και ιδεολογημάτων περί έθνους και κράτους , στα πλαίσια άλλοτε της «πολιτικής ορθότητας» και άλλοτε της «προοδευτικότητας». Σε κάθε περίπτωση (βάσει του αξιώματος της «ανωτερότητας» δυτικού πολιτισμού και της «υπεροχής» του δυτικού κόσμου, και δη του αγγλοσαξονικού, έναντι των άλλων) οι Έλληνες «οφείλουν» να υιοθετήσουν τις αξίες και να ενστερνιστούν τα θέσφατα της «εκσυγχρονιστικής» ιδεολογίας. Αρωγοί στην προσπάθεια αυτή υπάρχουν πολλοί : είτε κάποιοι που έχουν εγκολπωθεί τις ιδέες αυτές από νεαρή ηλικία λόγω προσλαμβανουσών παραστάσεων που είχαν από σχολείο ή από το πανεπιστήμιο, είτε κάποιοι άλλοι που διακατέχονται από συμπλέγματα κατωτερότητας , είτε ακόμη ορισμένοι που επενδύουν στην επαγγελματική και ακαδημαϊκή τους ανέλιξη. Υπάρχουν λοιπόν πολλοί πρόθυμοι που επιχειρούν να διαδραματίσουν το ρόλο του μεταπράτη των νεοταξικών ιδεών και του πολεμίου της ιθαγενούς εθνικής ιδεολογίας.
Κοινό χαρακτηριστικό
όλων αυτών είναι ότι σκέπτονται και λειτουργούν με έναν τρόπο που προσιδιάζει περισσότερο σε ντόπιους συνεργάτες Ευρωπαίων αποικιοκρατών στην υποσαχάρια Αφρική της βικτωριανής εποχής, παρά ως επιστήμονες με ανοιχτό μυαλό και ελεύθερο πνεύμα [1] . Επιχειρούν να εφαρμόσουν ιδέες που γεννήθηκαν στη βόρεια και τη δυτική Ευρώπη, σε χώρες που επικρατούν εντελώς διαφορετικές κοινωνικό-πολιτικές συνθήκες και που έχουν ακολουθηθεί εντελώς διαφορετικές ιστορικές διαδρομές. Κάνουν δηλαδή προβολή θεωριών της αγγλοσαξονικής -και όχι μόνο- πολιτικής σκέψης σττην ελληνική πραγματικότητα, ωσάν αυτές να είχαν ένα διαχρονικό, οικουμενικό και πανανθρώπινο χαρακτήρα. Πρόκειται στην ουσία για μία απόπειρα πνευματικής και ιδεολογικής χειραγώγησης του λαού μας από ιμπεριαλιστικούς κύκλους. Όμως πιστεύουμε ότι η εποχή της αποικιοκρατίας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Εμείς οι Έλληνες έχουμε τη δική μας ιδιοσυστασία, τη δική μας ιστορία, τη δική μας πολιτιστική κληρονομιά, το δικό μας τρόπο σκέψης και δεν είμαστε υποχρεωμένοι για κανένα λόγο να αναμασάμε ξένα θεωρητικά σχήματα και ιδεολογήματα, μη εφαρμόσιμα στην ελληνική πραγματικότητα [2].

Η ελληνική θεώρηση περί έθνους.

Το ελληνικό έθνος (όπως και τα άλλα έθνη της περιοχής μας) δεν αποτελεί προϊόν της ύπαρξης ενός κράτους. Δεν είναι μία ένωση πολιτών, βιολογικά πεπερασμένων, αλλά μία «κοινότητα παρελθόντος και παρόντος» [3]. Είναι κατά τον Καζαντζάκη «ένα μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό, το μελλούμενο». Η συγκρότησή του δεν εδράστηκε σε δουλικές σχέσεις εξουσιαστών-εξουσιαζομένων, αλλά στο ηροδότειο «..όμαιμον τε καί ομόγλωσσον καί Θεών ιδρύματα κοινά καί θυσίαι ήθεά τε ομότροπα...»[4], δηλαδή στην κοινή καταγωγή και κυρίως στην κοινή πολιτισμική ταυτότητα. Είναι μία συσσωμάτωση ανθρώπων, των οποίων ο συνεκτικός δεσμός δεν είναι το κράτος και οι μηχανισμοί του, αλλά η ιδέα του «συνανήκειν» [5] : κοινή καταγωγή, κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, κοινά ήθη και έθιμα, κοινοί αγώνες.

Το ελληνικό Γένος, ως συλλογικότητα, συγκροτείται από πρόσωπα, που έχουν όλα ή κάποια από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, ζώντας ενίοτε ( ή ζούσαν ) κάτω από εντελώς διαφορετικές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Έτσι οι Έλληνες ανήκαν παλαιότερα στην επικράτεια διαφορετικών κρατικών οντοτήτων ( π.χ. Βενετίας, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αργότερα του μικρού βασιλείου της Ελλάδος) και όμως δεν δημιούργησαν διακριτή μεταξύ τους εθνική συνείδηση. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα, αφού δεν είναι όλοι οι Έλληνες το γένος πολίτες του κράτους που ονομάζεται « Ελληνική Δημοκρατία ».

Π.χ. οι Βορειοηπειρώτες, οι εναπομείναντες Κωνσταντινουπολίτες και οι Κύπριοι (όπως οι Επτανήσιοι, οι Σάμιοι και οι Κρητικοί που είχαν κατά το 19ο αιώνα δικά τους αυτόνομα κράτη) δεν είναι κάτοχοι ελληνικού διαβατηρίου και όμως έχουν ελληνική εθνική συνείδηση, κάτι που καταδεικνύει ότι η εθνική ταυτότητα δεν αποτελεί παράγωγο της ύπαρξης ενός συγκροτημένου εθνικού κράτους.

Κατ' αυτόν τον τρόπο υπάρχουν εξάλλου και κάτοικοι του ελλαδικού χώρου που πληρώνουν φόρους και υπηρετούν στο ελληνικό στρατό ( π.χ. τουρκογενείς μουσουλμάνοι της Θράκης, βουλγαρίζοντες σλαβόφωνοι της Μακεδονίας, Εβραίοι) , οι οποίοι δεν αισθάνονται Έλληνες το γένος, αλλά απλώς πολίτες αυτού κράτους. Για τους Έλληνες λοιπόν δεν υπάρχει ταύτιση των εννοιών «έθνος» και «κράτος». Μπορεί αυτές να συνδέονται έως έναν βαθμό μεταξύ τους, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν είναι ταυτόσημες. Το κράτος απλώς «στεγάζει» το έθνος, δεν το «κατασκευάζει», είναι ένα «ρούχο» που καλύπτει το «σώμα» και τίποτε περισσότερο [6] . Βρίσκεται απλώς στην υπηρεσία του έθνους [7].

Η δυτική θεώρηση περί έθνους και η ελληνική παράδοση.

Η εισαγόμενη κρατοκεντρική αντίληψη περί έθνους είναι ένα μοντέλο που προήλθε από δεσποτικές κοινωνίες και είναι προορισμένο να εφαρμόζεται σε λαούς με ανάλογη παράδοση. Εμείς όμως οι Έλληνες δεν είχαμε ούτε φεουδαρχία, ούτε οικόσημα, ούτε δούκες και κόμητες, ούτε και «γαλαζοαίματους». Υπήρχαν μόνο ορισμένοι Φράγκοι και Ιταλοί φεουδάρχες που ήλθαν στην πατρίδα μας ως κατακτητές και κάποιοι εγχώριοι, κυρίως Επτανήσιοι, που απέκτησαν υπό την επίδρασή τους τίτλους ευγενείας. Στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή μας παράδοση δεν υπάρχει η έννοια του κυρίου (lord) , που διαφεντεύει τη γη και τους χωρικούς που ζουν στην επικράτειά του. Ούτε υπάρχει κανείς άλλος νόμιμος φορέας εξουσίας πέραν του αυτοκράτορα (δηλ. του κράτους), εν αντιθέσει προς τη φεουδαλική Δύση, όπου δεν υπήρχε ισχυρή κεντρική εξουσία, αλλά ένας πολιτικός κατακερματισμός (υπήρχε πληθώρα ημιανεξάρτητων και ημιαυτόνομων κρατιδίων, των οποίων ο εκάστοτε βασιλιάς είχε απλώς την «ψηλή κυριότητα»).

Η ταυτότητα του λαού μας δεν αναγόταν σε αυτή των ευγενών-φεουδαρχών, όπως στην Δύση, γιατί απλούστατα αυτοί δεν υφίσταντο στην ελληνική παράδοση (υπήρχαν αριστοκράτες, αλλά δεν διέθεταν την εξουσία των Δυτικών δυναστών). Το ελληνικό κοινωνικό μοντέλο ήταν όχι δεσποτικό , αλλά ανθρωποκεντρικό [8]. Υπήρχαν βεβαίως πλούσιοι και φτωχοί, ωστόσο δεν υπήρχε καμία νομική διάκριση ανάμεσα σε ελεύθερους και σε μη ελεύθερους, ανάμεσα σε κυρίους και σε δουλοπαροίκους. Ακόμη και ο ίδιος ο αυτοκράτορας μπορούσε να κατάγεται από φτωχή και άσημη οικογένεια, ενώ η μοναρχία δεν είχε επίσημα κληρονομικό χαρακτήρα, αφού λαός και στρατός μπορούσαν να καθαιρέσουν ανά πάσα στιγμή οποιονδήποτε αυτοκράτορα δεν επιτελούσε σωστά τα καθήκοντά του, αντικαθιστώντας τον με άλλον [9]. Η εξουσία λοιπόν του ηγεμόνα υπόκειτο στο λαό και όχι το αντίστροφο.
Αντίθετα στη Δύση ο ηγεμόνας ήταν ο απόλυτος κύριος των υπηκόων του, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την πολιτική τους συνείδηση. Οι λαοί της Δύσης είχαν ως σημείο αναφοράς τους τον ηγεμόνα, στον οποίο ανήκαν. Έτσι η διαμόρφωση στη συνέχεια της εθνικής τους αυτοσυνειδησίας βρισκόταν σε συνάρτηση με το πολιτειακό καθεστώς κάτω από το οποίο ζούσαν. Ενδεικτική των δυτικών λογικών διακυβέρνησης είναι και η μεσαιωνική πρακτική της παραχώρησης μεγάλων εδαφικών εκτάσεων μίας χώρας σε ξένους ηγεμόνες ως προίκα. Κατ' αυτόν τον τρόπο ήταν δυνατό π.χ. για το βασιλιά της Αγγλίας να λάβει ως προίκα τη μισή σχεδόν Γαλλία ή και να διεκδικεί το γαλλικό θρόνο λόγω κάποιας επιγαμίας , φαινόμενο αδιανόητο για τα εδώ δεδομένα.
Οι διαφορετικές αυτές ιστορικές καταβολές Ελλήνων και Δυτικοευρωπαίων φαίνεται ότι σχετίζονται αναφορικά με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται και σήμερα οι δύο πλευρές την έννοια του πατριωτισμού.
Έτσι στη δυτική και τη βόρεια Ευρώπη οι άνθρωποι είναι περισσότερο προσηλωμένοι στην ιδέα του κράτους σε σχέση μ' εμάς, ενώ στον αντίποδα, για τους Έλληνες ο πατριωτισμός δεν συνδέεται απαραιτήτως με νομιμοφροσύνη προς την κρατική εξουσία [10].
Είναι λοιπόν προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εντελώς διαφορετικές ως προς τη σύλληψη, προσεγγίσεις και θεωρήσεις περί έθνους και κράτους. Η επικράτηση ωστόσο στη χώρα μας του δυτικού-«κρατοκεντρικού» μοντέλου δεν αποτελεί απόρροια της λειτουργικότητάς του ή της υπεροχής του έναντι του ελληνικού-«κοινωνιοκεντρικού», αλλά είναι αποτέλεσμα της ισχύος των κρατούντων και της διάθεσής τους να επιβάλουν τις ιδέες τους στους ασθενέστερους λαούς. Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι την ιστορία τη γράφουν οι ισχυροί της Γης και όχι οι αδύνατοι.

Τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αντίληψης περί έθνους.

Θα επιχειρήσουμε εδώ να αναφερθούμε επιγραμματικά στα σημαντικότερα και χαρακτηριστικότερα ίσως σημεία της ελληνικής αντίληψης περί έθνους:

- Οι έννοιες «έθνος» και «κράτος» συνδέονται μεταξύ τους, αλλά δεν είναι ταυτόσημες.

- Το έθνος είναι μία συσσωμάτωση ανθρώπων με κοινή κατά κανόνα καταγωγή, κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, κοινά ήθη και έθιμα, κοινούς αγώνες, που διαθέτουν μία κοινή συνείδηση του «συνανήκειν».

- Τα έθνη υπάρχουν από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι έχουν φυλετική, πολιτική και πολιτισμική εγγύτητα με κάποιους άλλους συνανθρώπους τους, θεωρώντας ότι συγκροτούν ένα ενιαίο σώμα. Δεν αποτελούν προϊόντα της νεωτερικότητας, απλώς έλαβαν τη σύγχρονη μορφή τους γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα.

- Υπάρχουν δύο ειδών έθνη : τα «ιστορικά» (π.χ. Άγγλοι , Γάλλοι , Γερμανοί , Ρώσοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αρμένιοι, Πέρσες, Κινέζοι, Ιάπωνες) και τα «εδαφικά» ( π.χ. Αμερικανοί, Καναδοί, Αυστραλοί, Βραζιλιάνοι, Αργεντίνοι, Κουβανοί )[11].

- Δεν διαθέτουν όλα τα έθνη κράτος, αφού άλλα βρίσκονται υπό ξένη κυριαρχία (π.χ. Σκωτσέζοι, Βάσκοι), άλλα είναι κατακερματισμένα σε διάφορα κρατίδια (μεσαιωνικοί Γερμανοί και Ιταλοί, αρχαίοι Έλληνες) και άλλα είναι διηρεμένα σε δύο κράτη (π.χ. Βόρεια και Νότια Κορέα, Ρουμανία και Μολδαβία, Ελλάδα και Κύπρος, παλαιότερα Ανατολική και Δυτική Γερμανία).

- Το εθνικό κράτος αποτελεί «καταφύγιο» του έθνους, αφού του εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για ελευθερία και αυτοδιάθεση, λειτουργώντας αποτρεπτικά έναντι πιθανής απειλής από γείτονες με επεκτατικές διαθέσεις, που επιβουλεύονται την ανεξαρτησία του. Βρίσκεται απλώς στην υπηρεσία του έθνους. Δεν αποτελεί τη γενεσιουργό του αιτία.

- Υπάρχει «διαταξικότητα». Δεν υπάρχει κάποια κοινωνική ομάδα που να έχει προνομιακή σχέση με την έννοια του έθνους. Σύμφωνα με το Μακρυγιάννη «...τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι…»[12].

Στην ελληνική παράδοση υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί , άρχοντες και απλοί χωρικοί, ωστόσο δεν υπάρχουν βαρόνοι , λόρδοι , γαλαζοαίματοι κτλ. Δεν υπάρχουν ελεύθεροι και μη ελεύθεροι , κύριοι και δουλοπάροικοι. Όλοι είναι ίσοι και θεωρητικά μπορούν να αναρρηθούν στα ύπατα αξιώματα. Μάλιστα ήδη από τα πρώτα συντάγματα του επαναστατημένου έθνους δεν αναγνωρίζεται η έννοια του ευγενούς, ούτε τίτλοι ευγενείας. Είναι ενδεικτικό ότι εδώ καθιερώθηκε εξ αρχής η καθολική ψηφοφορία, τη στιγμή που π.χ. στην Αγγλία δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά είχαν μόνον οι έχοντες και οι κατέχοντες (πλουτοκρατικό σύστημα).

- Η ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει κοσμικό χαρακτήρα. Aποτελεί ενοποιητικό στοιχείο και παράγοντα συσπείρωσης του Ελληνισμού, ιδίως της διασποράς, και συνάμα καθορισμού της εθνικής του ταυτότητας. Έτσι κατά την Τουρκοκρατία μόνον οι Ελληνορθόδοξοι (Ρωμιοί) έκαναν αναγωγή της υπάρξεώς τους στη βυζαντινή παράδοση, αποτελώντας το «μαγιά» για την εθνική αναγέννηση του 1821. Αντιθέτως, όσοι ασπάζονταν το Ισλάμ, έθεταν εαυτόν εκτός λαϊκής κοινότητος και εντάσσονταν σε αυτή των Τούρκων, ακόμη και αν εξακολουθούσαν να ομιλούν την ελληνική γλώσσα.

Τα παραπάνω δεδομένα παρασιωπούνται εσκεμμένως από τους θιασώτες της «μεταμοντέρνας» ιστοριογραφίας, οι οποίοι και αρνούνται συνειδητά και πεισματικά ν' αποδεχτούν τα προφανή και τ' αυταπόδειχτα, στο όνομα της «πολιτικής ορθότητας» ή και της «προοδευτικότητας». Υπάρχει βεβαίως μία γενικότερη τάση αποδόμησης της ιστορικής ταυτότητας των λαών, μέσα από τη σκόπιμη αποσιώπηση ή και διαστρέβλωση των «μη αρεστών» στους ιμπεριαλιστικούς κύκλους γεγονότων, δεδομένου ότι τους χαλάει την εξιδανικευμένη εικόνα που θέλουν να δώσουν αναφορικά με ορισμένα «πολιτικώς ορθά» έθνη ( π.χ. Αμερικάνους, Άγγλους, Τούρκους, Ισραηλίτες ) [13].

Γίνεται λοιπόν επιλεκτική χρήση της ιστορίας με σκοπό την άμβλυνση της εθνικής συνείδησης των λαών που αντιστέκονται στον ιμπεριαλισμό και την παγκοσμιοποίηση, αλλά και της καλλιέργειας του προτύπου του σωστού καταναλωτή, που δεν θα σκέφτεται, ούτε θ' αγωνίζεται για κάποια ιδανικά, απλά θα εργάζεται, θα παράγει και θα καταναλώνει.

Η ιστορική λήθη προάγει λοιπόν τους πλανητικούς σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Γι' αυτό το λόγο άλλωστε οι εδώ κρατούντες, ως εντολοδόχοι της Νέας Τάξης, προσπαθούν με κάθε τρόπο να εφαρμόσουν απαρεγκλίτως τις ντιρεκτίβες των πατρώνων τους, που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να κερδίσουν την εύνοιά τους και να διατηρηθούν λίγο περισσότερο στην εξουσία. Έτσι φθάνουν στο σημείο να εκποιούν την ίδια τους την πατρίδα στο βωμό των ιδιοτελών τους σκοπιμοτήτων. Έχουν επιδοθεί λοιπόν σε έναν αγώνα αποδόμησης στης ιστορίας μας και συνεπακολούθως της εθνικής μας ταυτότητας, με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου που δεν θα ονομάζεται πλέον «Έλληνας», αλλά απλώς «κάτοικος του Ελλαδιστάν». Το κράτος μπορεί να μην κατασκευάζει το έθνος, όπως θέλει η λιάκεια αντίληψη, ωστόσο μπορεί να το αποδομήσει, δεδομένου ότι διαθέτει την ισχύ και τους κατάλληλους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς για να το πράξει [14].

Γι' αυτό το λόγο στο στόχαστρό του βρίσκεται η παιδεία και αυτό δεν είναι τυχαίο. Εξάλλου κάτι παρόμοιο έχει επαναληφθεί στην ιστορία, όταν στις αρχές του 20ου αιώνα οι Βούλγαροι κατά την εισβολή τους σε χωριά της Μακεδονίας έσφαζαν τον Έλληνα παπά και τον Έλληνα δάσκαλο , αντικαθιστώντας τους με Βούλγαρο παπά και με Βούλγαρο δάσκαλο. Ο «πόλεμος» λοιπόν που διεξάγεται σήμερα είναι κατ' εξοχήν ιδεολογικός και γι' αυτό εμπλέκεται σε αυτόν ο πνευματικός κόσμος του τόπου. Έτσι και σήμερα χρειάζεται να βρεθεί ένας νέος Παύλος Μελάς , που θα εκδιώξει από την πατρίδα μας, όχι πλέον τους Βουλγάρους , αλλά τους ελληνόφωνους γενιτσάρους.
Η ιστορία μας έχει αποδείξει ότι έχει ο καιρός γυρίσματα. Αυτό θα πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας, όταν αγωνιζόμαστε, διατηρώντας τη βεβαιότητα ότι τελικά θα δικαιωθούμε.

[1] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι δήλωση της κ. Άννας Διαμαντοπούλου, που ζητούσε να γίνουν τα αγγλικά επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους ! Αυτό μας παραπέμπει σε χώρες όπως η Ζιμπάμπουε , το Λεσότο , η Μποτσουάνα , η Σουαζιλάνδη και άλλες πρώην αποικίες της βρετανικής αυτοκρατορίας.

[2] Γιώργος Κοντογιώργης, Έθνος και εκσυγχρονιστική νεοτερικότητα, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2006, σ. 160.

[3] Ηλίας Ηλιόπουλος, «Αποδόμηση - Εθνομηδενισμός, Νέα Τάξη», Άρδην 64 (Απρίλιος-Μάιος 2007), σ. 51.

[4] Ηρόδοτος, Ιστορίης Αποδέξεως, (8ο βιβλίο, Ουρανία, 144, στίχοι 14-16).

[5] Γιώργος Κοντογιώργης, Έθνος και εκσυγχρονιστική νεοτερικότητα, σ. 24.

[6] Ο Ίων Δραγούμης παρομοιάζει το έθνος με το ανθρώπινο σώμα και το κράτος με τα ρούχα. Η πουκάμισο (δηλ. το κράτος) απλώς καλύπτει το γυμνό ανθρώπινο χέρι (δηλ. το έθνος). Το κράτος δεν υπερκαθορίζει την ιδεολογική ταυτότητα του έθνους και τη φυσιογνωμία του. Γι' αυτό το λόγο παροτρύνει τους Έλληνες να μην δέχονται αδιαμαρτύρητα την καθεστηκυία τάξη, αλλά να αγωνίζονται για τα εθνικά τους ιδεώδη, ανεξαρτήτως των βουλών των κρατούντων που διοικούν το ελληνικό κράτος. Βλέπε Ίων Δραγούμης, Ελληνικός πολιτισμός, Αθήνα, Νέα Θέσις, 1991, σ. 30, 37-40.

[7] Κώστας Χατζηαντωνίου, «Παγκοσμιοποίηση και εθνικό κράτος», Ελλοπία 51 (Φθινόπωρο 2000), σ. 50-53.

[8] Μίκης Θεοδωράκης, «Το πρόβλημα της ελληνικότητας», Ελληνικότητα και διανόηση, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2007, σ. 63-64.

[9] Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το βυζαντινό κράτος, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Βάνιας, 1996, σ. 292-301.

[10] Επί παραδείγματι οι Άγγλοι, όταν πολεμούν για την πατρίδα τους, επικαλούνται το όνομα του βασιλιά τους ("For the King and Country"), πράγμα ξένο προς το λαό μας. Οι Έλληνες ουδέποτε αγωνίστηκαν στην πραγματικότητα, ούτε θυσιάστηκαν για κάποιον ηγεμόνα ή για το κράτος τους, αλλά για την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους, για τις οικογένειές τους, «υπέρ βωμών και εστιών».

[11] Ίων Δραγούμης, Ελληνικός πολιτισμός, σ. 37.

[12] Απομνημονεύματα του στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, τόμ . Β', Αθήνα, Εκδόσεις Γιοβάνη, 1968, σ. 223-224.

[13] Επί παραδείγματι, στα νέα (αποσυρθέντα πλέον) σχολικά εγχειρίδια έχουν υποβαθμιστεί τα γεγονότα που σχετίζονται με τη μικρασιατική καταστροφή, ενώ έχουν αποσιωποιηθεί οι γενοκτονίες των Ποντίων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων στο όνομα της «συναδέλφωσης των λαών», προφανώς επειδή οι Τούρκοι είναι οι ΝΑΤΟϊκοί «σύμμαχοί» μας και επειδή το κεμαλικό καθεστώς αποτελεί «υπόδειγμα» κράτους για το μουσουλμανικό κόσμο. Κάτι τέτοιο θα ήταν βεβαίως αδιανόητο για την περίπτωση του «Ολοκαυτώματος των Εβραίων» από τους Γερμανούς, αφού εδώ δεν ισχύει η αρχή της «συναδέλφωσης των λαών», δεδομένου ότι χρησιμοποιείται συχνά ως άλλοθι για τον εξανδραποδισμό και για την εκδίωξη του παλαιστινιακού λαού από τα πατρογονικά του εδάφη. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι αποσιωπάται και το γεγονός της θυσίας 20 περίπου εκατομμυρίων Σοβιετικών κατά το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, 1941-1945 (πολλοί από τους οποίους βρήκαν το θάνατο σε στρατόπεδα συγκέντρωσης), προφανώς λόγω του ότι ήταν Σλάβοι και κομμουνιστές. Το ίδιο ισχύει και για τις εκατοντάδες χιλιάδες ορθόδοξων Σέρβων που σφαγιάστηκαν από τους Κροάτες φιλοναζί Ουστάσι κατά την ίδια περίοδο. Δύο μέτρα λοιπόν και δύο σταθμά.

[14] Κωνσταντίνος Ρωμανός, «Κράτος κατά έθνους και η επιβίωση του υπαρκτού Ελληνισμού», Ρεσάλτο τ. 19 (Ιούλιος 2007), σ. 41-42. Είναι γνωστό επίσης ότι υπάρχει η τάση δημιουργίας διακριτής εθνικής συνείδησης σε τμήματα λαών που βρίσκονται αποκομμένα από τους ομοεθνείς τους του κυρίου εθνικού κράτους, ζώντας σε ξεχωριστό-ανεξάρτητο κράτος. Κατ' αυτόν τον τρόπο καλλιεργήθηκε τεχνηέντως στην Κύπρο μία «νεοκυπριακή» συνείδηση σε ορισμένους πολίτες με την απλόχερη φυσικά βρετανική αρωγή, μολονότι πριν από 50 χρόνια το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα το υποστήριζε σχεδόν το 96% του κυπριακού λαού. Ανάλογες περιπτώσεις τάσης δημιουργίας νέας εθνικής συνείδησης, λόγω της ένταξης του τμήματος ενός έθνους σε διακριτό και ανεξάρτητο από το εθνικό κέντρο κράτος, έχουμε σε περιοχές της ανατολικής κυρίως Ευρώπης. Π.χ.: Σέρβοι-Μαυροβούνιοι, Βούλγαροι-Σκοπιανοί, Ρουμάνοι-Μολδαβοί, Ρώσοι-Λευκορώσοι, Γερμανοί-Αυστριακοί.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία το «ελληνικό» κράτος κατόρθωσε να εκτουρκίσει σημαντικό μέρος των Πομάκων της Θράκης, «βαπτίζοντάς» τους το 1954 «Τούρκους» και εισάγοντας το 1973 την υποχρεωτική διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας, αντί της Πομακικής , προφανώς λόγω της συγγένειας της τελευταίας προς τη βουλγαρική, στα πλαίσια της «καταπολέμησης του κομμουνισμού».

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο εικοστό πρώτο τεύχος του περιοδικού Ρεσάλτο τον Νοέμβριο του 2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου