Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Οι ρωσοτουρκικές σχέσεις και η στάση της Ελλάδας

Γράφει ο Βασίλης Μαρκεζίνης
αναδημοσίευση από το Βήμα 23-8-2009

ΕΝΩ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ κόμματα εμμέσως προσπαθούν να υποτιμήσουν τη σημασία των πρόσφατων συμφωνιών μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας εκμεταλλευόμενα, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι οι περισσότεροι Ελληνες κάνουν τις θερινές διακοπές τους, οι δύο αυτές χώρες συνεχίζουν ακάθεκτες να προωθούν τα αντίστοιχα προγράμματά τους.

Ο ελληνικός Τύπος σκόπιμο θα ήταν να αγνοήσει τα «κομματικά παιγνίδια» και: (α) να επιβάλει έναν σοβαρό διάλογο για τη γεωπολιτική διάσταση αυτών των εξελίξεων· (β) να εξετάσει τη σύνδεσή τους με την υπερδραστηριότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο (
η οποία δεν απορρέει,όπως ισχυρίζονται οι έλληνες αξιωματούχοι, από μια προσπάθεια των κεμαλιστών στρατηγών να επιδείξουν τη μειούμενη δύναμή τους, αλλά εντάσσεται στο ευρύτερο γεωπολιτικό σχέδιο της τουρκικής κυβέρνησης και,άρα,είναι σαφώς πιο δυσοίωνη )· (γ) να ωθήσει την κυβέρνηση να προβεί σε αντίμετρα και να έλθει πλησιέστερα στη Ρωσία όσο υπάρχει ακόμη χρόνος για αμυντικές κινήσεις· (δ) να δώσει τέλος στην ανία που προκαλούν στους Ελληνες τα επαναλαμβανόμενα καθησυχαστικά αλλά κενά περιεχομένου ανακοινωθέντα του υπουργείου Εξωτερικών.

Μεταξύ εκείνων που προσπάθησαν να μας διαβεβαιώσουν ότι οι ρωσοτουρκικές συμφωνίες ήταν «αναμενόμενες» και ότι αποτελούν πρωτίστως εμπορικές δοσοληψίες ήταν και ο αξιόπιστος υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης. Σε ένα προσεκτικά διατυπωμένο άρθρο του στο «Βήμα»της περασμένης εβδομάδας τόνισε την
οικονομική διάσταση αυτών των συμφωνιών, δίνοντας έμφαση στη δική μας παρουσία στο όλο παιγνίδι.

Θα ήθελα να διαφωνήσω εν μέρει με την ανάλυσή του, προβάλλοντας τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

(α)
σε αυτό το στάδιο, οι συγκεκριμένες συμφωνίες συνιστούν προπάντων διπλωματικές κινήσεις μείζονος σημασίας· (β) παρά τη φαινομενική σύμπνοια, οι ρωσοτουρκικές σχέσεις θα μπορούσαν να ναυαγήσουν, εν μέρει λόγω της υποβόσκουσας αντιπαλότητας των δύο χωρών στον Καύκασο· (γ) οι συμφωνίες δημιουργούν δυσκολίες στους Αμερικανούς, οι οποίοι παρακολουθούν με ανησυχία την αναπτυσσόμενη ρωσοτουρκική entente · (δ) η όλη κατάσταση επιτρέπει στην Ελλάδα να αναζωογονήσει τις γεωπολιτικές δραστηριότητές της στην περιοχή, εάν υποθέσουμε πως θα μπορούσε να ξεφύγει από την ελκτική τροχιά των ΗΠΑ.

Ας δούμε τα τέσσερα αυτά ζητήματα κατά σειρά.

Χρήμα ή μεγαλεπήβολη διπλωματία;

Από τότε που ανήλθε στην εξουσία ο κ. Πούτιν έχει μετατρέψει την εκμετάλλευση και την εξαγωγή φυσικού αερίου σε βάση της εξωτερικής πολιτικής του. Η Ευρώπη, με αμερικανική στήριξη, θα ήθελε να δει αυτή την πολιτική να καταρρέει ώστε να μειώσει την εξάρτησή της από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους. Η Τουρκία, όπως πάντα, τάσσεται και με τις δύο πλευρές. Χρειάζεται και η ίδια περισσότερο αέριο, αλλά θέλει επίσης να αποτελέσει κόμβο διέλευσης, αποκομίζοντας έτσι φτηνότερο αέριο και έσοδα από τη μεταφορά. Εξίσου σημαντικό είναι ότι επιθυμεί να διατηρήσει τον διαμεσολαβητικό της ρόλο στη ρωσοαμερικανική διελκυστίνδα στη Γεωργία και, κυρίως, στο Ιράν.

Η ισορροπία θα είναι δυσεπίτευκτη. Διότι, εάν η Τουρκία κλίνει υπερβολικά προς τη Ρωσία, θα περιοριστεί η αποτελεσματικότητά της στη Μέση Ανατολή. Εάν, πάλι, προσεγγίσει περισσότερο την Αμερική και παρακωλύσει τα ρωσικά σχέδια στον Καύκασο, διατρέχει τον κίνδυνο να εξοργίσει τον κ. Πούτιν, τον προσεταιρισμό του οποίου ο κ. Ερντογάν έχει επιμελώς καλλιεργήσει εδώ και έναν χρόνο
προκειμένου να αποκτήσει πλεονεκτήματα τα οποία και εμείς θα είχαμε εξασφαλίσει εάν είχαμε προσπαθήσει περισσότερο.

Αυτό είναι το πραγματικό υπόστρωμα των εν λόγω συμφωνιών.

Υπάρχει όμως ένας ακόμη λόγος για τον οποίο είναι υπερβολικά νωρίς να θεωρούμε εμπορικές αυτές τις συμφωνίες. Ο λόγος αυτός σχετίζεται (α) με το κόστος της κατασκευής των αγωγών, και (β) με την αμφίβολη διαθεσιμότητα του αερίου που θα χρειαστούν όλοι αυτοί οι αγωγοί όταν ξεκινήσουν να λειτουργούν - κάπου μεταξύ 2014 και 2016.

Οι νέοι αγωγοί (και τα εργοστάσια υγροποίησης αερίου) απαιτούν τεράστια ποσά. Επιπλέον, αυτή τη στιγμή, η πληρότητά τους σε αέριο δεν είναι εξασφαλισμένη. Ως εκ τούτου, ποιος από τους αγωγούς κινδυνεύει να παραμεριστεί ή να κατασκευαστεί καθυστερημένα; Κάποιες χώρες έχουν αποδειχτεί εξαιρετικά σκληρές στα παζάρια, αξιώνοντας υπέρογκα τέλη διέλευσης και
καθυστερώντας έτσι την εκκίνηση της κατασκευής . Η Βουλγαρία έχει σήμερα πολλές απαντήσεις να δώσει επ΄ αυτού.

Η Τουρκία ξαναμπαίνει στο παιγνίδι
Η στάση της Βουλγαρίας προς τα ρωσοβουλγαρικά ενεργειακά προγράμματα (στάση απορρέουσα από την απληστία της χώρας ή/και την ενθάρρυνση της Αμερικής) την έχει οδηγήσει, από τις 13 Ιουλίου 2009, να αναβάλει προσωρινά τον South Stream, στον οποίο μεγάλο συμφέρον έχει και η Ελλάδα.

Η αντίδραση της Ρωσίας ήταν άμε ση. Μάλιστα, με τη συγκατάθεση του κ. Ερντογάν, η Ρωσία επαναδραστηριοποίησε μια συμφωνία που είχε κλειστεί με την Τουρκία τον Αύγουστο του 2005 (αλλά είχε αργότερα παραμεριστεί από τη συμφωνία για την προώθηση του South Stream). Η χρονική στιγμή της νέας συμφωνίας- αμέσως μετά την επίσημη υπογραφή της συμφωνίας για τον Νabucco, κατά την οποία ο γερουσιαστής Λούγκαρ δήλωσε ότι οι εταίροι της Αμερικής δεν πρόκειται να ενδώσουν σε πολιτικές πιέσεις (διάβαζε: της Ρωσίας)- επέτρεψε στον κ. Πούτιν να προσωποποιήσει το νόημα μιας παλιάς λατινικής φράσης, που αποδίδεται στον Θάνατο:
Εt in Αrcadia ego! ( Είμαι παντού, ακόμη και στον Παράδεισο! ).

Η προτερόχρονη συμφωνία αφορούσε την προς δυσμάς επέκταση του αγωγού Βlue Stream (που, επί του παρόντος, τροφοδοτεί με ρωσικό αέριο την Τουρκία). Η επέκταση θα μεταφέρει το αέριο ως την Ευρωπαϊκή Τουρκία, την Ελλάδα και, τελικά, την Ιταλία. Ετσι, η Τουρκία απέφυγε την «απομόνωση» που επέβαλλε ο South Stream ωθώντας την να υιοθετήσει το σχέδιο Νabucco. Ετσι, τώρα, έχει συμφέρον και στους δύο αγωγούς.

Πρόκειται για μεγάλη νίκη της Τουρκίας: νίκη οικονομική και γεωστρατηγική. Εάν μάλιστα οι Βούλγαροι παραμείνουν ισχυρογνώμονες ως προς το τμήμα του South Stream που διασχίζει τη χώρα τους, τούτο θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Ελλάδα θα λάβει το αέριό της μέσω του ρωσοτουρκικού Βlue Stream προτού τεθεί σε λειτουργία ο South Stream. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε εξάρτηση από την Τουρκία.

Τα πράγματα όμως μπορεί να είναι ακόμη χειρότερα, δεδομένης της δεύτερης ρωσοτουρκικής συμφωνίας (που προβλεπόταν από το 2005). Η συμφωνία αυτή αφορά έναν ακόμη αγωγό που θα μεταφέρει φυσικό αέριο, αυτή τη φορά από τη Μαύρη Θάλασσα (Σαμψούντα) στην Ανατολική Μεσόγειο (Σεϊχάν). Οι Ελληνες ελπίζουν ότι, εφόσον αυτός ο αγωγός θα είναι τρεις φορές μεγαλύτερος από τον αγωγό ΜπουργκάςΑλεξανδρούπολη, θα είναι πιο ακριβός και άρα δεν θα πραγματοποιηθεί. Οι Βούλγαροι όμως επιμένουν με πείσμα και ως προς το πρόγραμμα του Μπουργκάς, οπότε, θεωρητικά, η απληστία τους μπορεί να επηρεάσει ή, τουλάχιστον, να καθυστερήσει την υλοποίηση αυτού του προγράμματος, αναδεικνύοντας την Τουρκία νικήτρια σε δύο μέτωπα και καθιστώντας την Ελλάδα πλήρως εξαρτημένη από τη γείτονα.

Είναι περίπλοκες αυτές οι ιδέες και απαιτούν βαθιά σκέψη
και αρκετές εικασίες προτού αποφανθεί κανείς για την πραγματικότητα των κινδύνων. Θα απαντούσα όμως στον υπουργό πως, εν προκειμένω, δεν μιλούμε για οικονομικά ζητήματα, αλλά για εκλεπτυσμένη διπλωματία.

Διαφορές μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας
Οσον αφορά τις σχέσεις του με τη Ρωσία- τη μόνη χώρα που φοβάται πραγματικά η Τουρκία- ο κ. Ερντογάν κινείται με άκρα επιφυλακτικότητα. Ο τρόπος που χειρίστηκε το Αζερμπαϊτζάν, προσπαθώντας παράλληλα να επιτύχει συμφωνία με την Αρμενία, θεωρείται υποδειγματικός από όλους όσοι έχουν παρακολουθήσει τις παρατεταμένες αυτές διαπραγματεύσεις.

Οι τουρκικές εξαγωγές στη Ρωσία αποτελούν επίσης λεπτότατο ζήτημα για τον κ. Ερντογάν, εφόσον η χώρα του ωφελείται σημαντικά από το ότι τα ευρωπαϊκά προϊόντα είναι ακριβά για τη ρωσική αγορά, που διψά για μοντέρνα αγαθά.

Η υποβόσκουσα κρίση στη Γεωργία αποτελεί μία ακόμη παγίδα. Η Τουρκία θα ήθελε να απομακρυνθούν οι Ρώσοι από αυτή τη χώρα ή, τουλάχιστον, να περιοριστεί ο έλεγχός τους επ΄ αυτής. Εάν η Ρωσία εμμείνει στη σκληρή γραμμή της, η Τουρκία θα μπορούσε, θεωρητικά, να βοηθήσει την Αμερική να πραγματοποιήσει συμβολική ναυτι κή παρουσία στα ανοιχτά των ακτών της Γεωργίας ή, πράγμα πιθανότερο, να μεταφέρει από ξηράς περισσότερα όπλα στον κ. Σαακασβίλι. Κάτι τέτοιο όμως θα διακινδύνευε τις νέες τους σχέσεις, δίνοντας ταυτόχρονα στην Ελλάδα την ευκαιρία να φανεί «χρήσιμη» στη Ρωσία. Θεωρώ ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να βοηθήσει στην περιοχή μιαν αναβίωση, όχι της τουρκικής, αλλά της ρωσικής παρουσίας.

Εχω πει αρκετά για αυτό το ζήτημα, οπότε αφήνω την περαιτέρω ανάλυσή του για κάποιο μελλοντικό άρθρο. Αρκεί εδώ να τονίσω ότι έχουν ήδη γραφτεί πάμπολλες αμερικανικές σελίδες για το συγκεκριμένο ζήτημα, καταδεικνύοντας έτσι την
εντονότατη ανησυχία των ΗΠΑ για τη ρωσοτουρκική συμμαχία. Πρέπει άλλωστε να είναι πολύ απογοητευτικό για τους Αμερικανούς να διαπιστώνουν μια τέτοια εξέλιξη τόσο σύντομα μετά το «προσκύνημα» του ηγέτη τους στην Αγκυρα. Η Τουρκία, λοιπόν, ακολουθώντας τη Ρωσία, βγάζει και αυτή περιπαικτικά τη γλώσσα της στην Αμερική!

Η ευκαιρία της Ελλάδας
Αναντίρρητα, επομένως, οι ρωσοτουρκικές συμφωνίες έχουν γεωπολιτική σημασία. Επιπλέον, θα μπορούσαν μελλοντικά να βλάψουν τις ελληνικές ενεργειακές φιλοδοξίες, έστω και αν η κατάσταση παραμένει σήμερα εκκρεμής. Εν τούτοις υπάρχει μια αχτίδα φωτός. Η ένταση για τον Καύκασο και το Ιράν μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στη «φιλία» της Τουρκίας με τη Ρωσία.
Αν οι πολιτικές ελίτ μας ένιωθαν ικανές να απελευθερωθούν από την αμερικανική επιρροή, θα εκμεταλλεύονταν την ενδεχόμενη ρευστότητα.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική προσέγγιση της Ρωσίας θα μπορούσε ποτέ να την πείσει να κόψει τους δεσμούς της με την Τουρκία. Ωστόσο ο κ. Πούτιν, ως έμπειρος «παίκτης», γνωρίζει πως, αν εμφανιζόταν φιλικότερος προς την Ελλάδα, θα εξασφάλιζε και άλλες παραχωρήσεις από την Τουρκία, συν τα όσα θα κέρδιζε από εμάς με αντάλλαγμα εγγυήσεις για την εδαφική μας ακεραιότητα.

Αυτός ο σχεδιασμός δεν μπορεί να απορριφθεί a priori ως αβάσιμος, διότι κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα εάν θα λειτουργούσε, παρά μόνον εάν τον δοκίμαζε στην πράξη.
Αυτό όμως που επιβεβαιώνεται από την Ιστορία είναι ότι δεν μπορούμε να στηριχτούμε ούτε στην Αμερική ούτε στην Ευρώπη για να μας προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια, πέρα από κάποιες διαπραγματευτικές κινήσεις στο πλαίσιο μιας «δεύτερης συμφωνίας α λα Ιμια», εάν, παρ΄ ελπίδα, εκδηλωνόταν μια κρίση με την Τουρκία.

Ορθώς ο κ. Καραμανλής ξεκίνησε την πρωθυπουργία του τοποθετώντας τη χώρα μας σε ίση απόσταση από την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα. Ως Βορειοελλαδίτης μπορεί να καταλάβει τις πατριωτικές ευαισθησίες που συμμερίζονται και οι νησιώτες οι οποίοι κινδυνεύουν από την Τουρκία. Φαίνεται όμως πως κάποιοι λόγοι, που επί του παρόντος μένουν αναπόδεικτοι, έχουν αμβλύνει την ενεργητικότητά του.

Βεβαίως, κάποιες
καίριες παρεμβάσεις (όπως στο Βουκουρέστι) του έχουν ήδη εξασφαλίσει μια θέση στην Ιστορία. Τη Ρωσία όμως πρέπει να την προσέχουμε συνεχώς και όχι μόνον όποτε τη χρειαζόμαστε. Ο Πρωθυπουργός λοιπόν θα όφειλε να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του, καθώς και να εξασφαλίσει εκ νέου και να διατηρήσει την προσοχή του κ. Πούτιν. Διότι, εάν η αμερικανική επιρροή περιορίσει όσα ενστικτωδώς πιστεύει ο κ. Καραμανλής, τότε έχουμε μπροστά μας και άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις.

Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης φέρει τον τίτλο τού σερ και είναι τακτικό μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Αθηνών, Γαλλίας, Ρώμης, Βελγίου, Ολλανδίας και νομικός σύμβουλος (επί τιμή) της βασίλισσας της Αγγλίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου