Η πρόσφατη διαμάχη Τουρκίας – Ισραήλ έθεσε μεγάλα ερωτήματα στην ελληνική εξωτερική πολιτική, κυρίως με το κατά πόσο η εξέλιξη αυτή συμφέρει την Ελλάδα, ενώ έφερε στο προσκήνιο και την επιλογή (;) μιας συμμαχίας με το Ισραήλ. Είναι αυτή όμως άραγε μια σοφή πολιτική και οι εξελίξεις αυτές είναι πράγματι προς όφελός μας;
Καταρχάς, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός της εξαιρετικά άβολης θέσης στην οποία βρίσκονται οι ΗΠΑ σε αυτή τη διαμάχη. Φυσικά και δεν μπορούν να «πουλήσουν» το Ισραήλ, από την άλλη όμως πολύ δύσκολα θα αποφασίσουν να συγκρουστούν με την Τουρκία. Όχι τόσο γιατί τη χρειάζονται ή πιστεύουν πως τη χρειάζονται, όσο γιατί τη φοβούνται. Και συγκεκριμένα φοβούνται ότι μπορεί να μετατραπεί σε ένα ισλαμιστικό – αντιαμερικανικό κράτος και να δημιουργήσει συμμαχία με το Ιράν. Και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τουρκία βρίσκεται εκτός των δυνατοτήτων «δυναμικής αντιμετώπισης» της αμερικανικής πολεμικής μηχανής σήμερα…
Άρα λοιπόν, αυτό που μένει στους Αμερικανούς είναι να κρατήσουν προσωρινά μια πολιτική ουδετερότητας στην τουρκοϊσραηλινή αντιπαλότητα, να ενισχύσουν τις τουρκοαμερικανικές σχέσεις σε άλλους τομείς και να «εξευμενίσουν» την Τουρκία. Πράγματι, η πολιτική της Ουάσιγκτον έναντι της Τουρκίας τον τελευταίο καιρό είναι πολιτική κατευνασμού. Και το πιο εύκολο θύμα στην περιοχή, η «Ιφιγένεια», που θα μπορούσε να επιτρέψει την υλοποίηση αυτής της πολιτικής, είναι φυσικά η Ελλάδα. Μια χώρα την οποία οι Αμερικανοί δεν φοβούνται, δεν έχουν να περιμένουν τίποτε από αυτή, δεδομένης της συνεχούς γεωπολιτικής της απομείωσης των τελευταίων ετών, και δεν ανησυχούν μήπως ολισθήσει σε ουσιαστικές αντιαμερικανικές στρατηγικές επιλογές (δεν αναφερόμαστε φυσικά στις ανώδυνες κατά καιρούς αντιαμερικανικές εκρήξεις που περιορίζονται σε επίπεδο φρασεολογίας), μια και αποτελεί οργανικό μέρος του δυτικού κόσμου. Ακόμη και τα ανοίγματά της προς τη Μόσχα, επί πρωθυπουργίας Καραμανλή, που θα μπορούσαν να της έχουν προσδώσει ένα νέο γεωπολιτικό ειδικό βάρος το οποίο θα προκαλούσε και το σεβασμό των ΗΠΑ, είχαν δυστυχώς άδοξο τέλος.
Με κανέναν τρόπο, λοιπόν, η επιδείνωση των τουρκοϊσραηλινών και κατ’ επέκταση των τουρκοαμερικανικών σχέσεων δεν συνεπάγεται ότι είναι κατ’ ανάγκην προς όφελος της χώρας μας. Αντιθέτως, τα ζωτικά ελληνικά συμφέροντα μπορεί να αποτελέσουν το εύκολο θύμα που θα επιτρέψει τη διαιώνιση για λίγο καιρό ακόμη της εύθραυστης ισορροπίας στο τρίγωνο Ουάσιγκτον – Τελ Αβίβ – Άγκυρα.
Από την άλλη, βέβαια, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε και το γεγονός ότι αν η Ουάσιγκτον οδηγηθεί ανελέητα σε επιλογές μηδενικού αθροίσματος, έχοντας να επιλέξει ή το Ισραήλ ή την Τουρκία, η απάντηση είναι ξεκάθαρη και δεδομένη. Επιπροσθέτως, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη του Ισραήλ, αργά ή γρήγορα το πιο πιθανόν είναι ότι οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις θα οδηγηθούν σε οδυνηρό σχίσμα, μόλις παύσουν να υφίστανται οι φαντασιώσεις κάποιων πυρήνων εξουσίας στην Ουάσιγκτον, περί «εκσυγχρονιστικού» ρόλου της Τουρκίας στον ισλαμικό κόσμο. Μεταξύ των άλλων, η πολιτική γεωγραφία που δημιουργείται στο μετασανταμικό – μετααμερικανικό Ιράκ θέτει την Τουρκία με τις ΗΠΑ σε σαφέστατη τροχιά έντονης γεωπολιτικής αντιπαλότητας, λόγω του ζητήματος των Κούρδων. Άρα η πιθανότητα οξείας και ξεκάθαρης σύγκρουσης ΗΠΑ – Τουρκίας και Ισραήλ – Τουρκίας σε βάθος χρόνου είναι απολύτως πραγματικά.
Παρεμπιπτόντως, το ενδεχόμενο αυτό δεν είναι σίγουρο ότι έχει γίνει κατανοητό από τις ελληνικές ελίτ, οι οποίες έχουν επενδύσει στην ανορθολογική «ελληνοτουρκική φιλία», θεωρώντας ότι αυτή είναι και η επιλογή της Ουάσιγκτον. Άλλωστε, οι εγχώριες ελίτ που προωθούν αυτή την αυτοκαταστροφική προσέγγιση με την Τουρκία είναι και φιλοαμερικανικές και κατά κανόνα και φιλοϊσραηλινές. Οι άνθρωποι αυτοί, όμως, έχουν άραγε κατανοήσει ότι πιθανώς κάποια στιγμή στο μέλλον όλα αυτά τα ανοίγματα προς την Άγκυρα θα θεωρούνται εν δυνάμει απειλητικά από την Ουάσιγκτον; Και θα είναι άραγε πρόθυμοι να συγκρουστούν με την Ουάσιγκτον, το Τελ Αβίβ και το εβραϊκό λόμπι ανά τον κόσμο για χάρη του νέου τους φίλου;..
Συμμαχία με το Ισραήλ: Γεωπολιτικός ρεαλισμός ή ριψοκίνδυνη ζαριά;
Η δραματική επιδείνωση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων έριξε στο τραπέζι την ιδέα της άμεσης και αποφασιστικής προσέγγισης της Ελλάδας με το Ισραήλ. Η επιλογή αυτή έχει σημαντικά ορθολογικά στοιχεία που ξεφεύγουν κατά πολύ από την απλοϊκά μανιχαϊστική σκέψη «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Όσοι υποστηρίζουν αυτή την άποψη θεωρούν ότι το Ισραήλ είναι μια πολύ ισχυρή δύναμη και μια συμμαχία μαζί του θα προσέφερε τεράστια τακτικά και στρατηγικά πλεονεκτήματα εναντίον κάθε δυνητικού αντιπάλου. Επίσης, είναι πιθανόν να έσερνε τις ΗΠΑ σε μια σταθερή και μόνιμη φιλελληνική θέση.
Κατά την άποψη του γράφοντος, ωστόσο, η επιλογή αυτή είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Καταρχάς, σε παρόμοια περίπτωση όλη η τεράστια, μακροχρόνια, αν και μέχρι στιγμής αναξιοποίητη, γεωπολιτική επένδυση της Ελλάδας στον αραβικό κόσμο θα πήγαινε στράφι. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μια προσέγγιση με το Ισραήλ, υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θα εμφανιζόταν μόνον σαν αντιτουρκική αλλά και σαν αντιπαλαιστινιακή και αντιαραβική. Βέβαια, κάποιος ψυχρός και κυνικός ρεαλιστής θα μπορούσε να πει ότι αυτή η επένδυση στα συναισθήματα των αραβικών λαών απλά δεν μας χρειάζεται και θα μπορούσε να θυσιαστεί. Όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Ναι μεν η δυναμική των ελληνοαραβικών σχέσεων δεν έχει ακόμη δώσει τα αποτελέσματα που θα θέλαμε, αλλά αυτό οφείλεται μάλλον σε άλλους παράγοντες και όχι στην… επένδυση αυτή καθεαυτή. Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ελληνική κοινή γνώμη είναι σαφέστατα προσανατολισμένη υπέρ των Παλαιστινίων και κατά των Ισραηλινών και καμιά στρατηγική επιλογή που θα ήθελε να μακροημερεύσει δεν μπορεί να μην λάβει υπόψη της τις διαθέσεις του ελληνικού λαού. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ακόμη και ο πιο θετικά προδιατεθειμένος προς το Ισραήλ Έλληνας πολίτης θα πρέπει να παραδεχτεί ότι η ισραηλινή πολιτική τα τελευταία χρόνια έναντι των Παλαιστινίων είναι ατελέσφορη, αδιέξοδη, αντιπαραγωγική και εντέλει ανορθολογική, με αποτέλεσμα να έχει οδηγήσει σε σύγκρουση ακόμη και με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια προσέγγιση, λοιπόν, με το Ισραήλ κινδυνεύει όχι μόνο να απομονώσει τη χώρα μας, αλλά και να νομιμοποιήσει με έμμεσο τρόπο την εικόνα που θέλει να περάσει η Τουρκία σαν προστάτιδα των Παλαιστινίων και ηγέτιδα του μουσουλμανικού κόσμου, επιτρέποντάς της να «πουλήσει» θεωρίες περί περικύκλωσής της από τη χριστιανική Ελλάδα και το Ισραήλ. Σε παρόμοια περίπτωση προκύπτει και ο κίνδυνος να μεταβληθεί και η ελληνοτουρκική αντιπαλότητα (η οποία πάντοτε υπάρχει και θα υπάρχει εις βάρος των μεταφυσικών προσπαθειών εξορκισμού της διαμέσου της εκάστοτε «ελληνοτουρκικής φιλίας») σε αντιπαλότητα της Ελλάδας με όλο το μουσουλμανικό κόσμο.
Επιπροσθέτως, κανείς δεν μας εγγυάται ότι η εχθρότητα Ισραήλ – Τουρκίας θα βαθύνει άμεσα και θα λάβει διαστάσεις μόνιμης και οργανικής εχθρότητας και δεν αποτελεί ένα περιστασιακό επεισόδιο, το οποίο θα αντικατασταθεί από μια ακόμη φάση (λυκο)φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, έστω και σε βραχυχρόνιο ορίζοντα.
Στρατιωτική σύγκρουση
Ακόμη όμως και να μην συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι δεν υπάρχει, μάλλον, κάποια άμεση προοπτική στρατιωτικής σύγκρουσης Ισραήλ και Τουρκίας, έτσι ώστε να σπεύσουμε και εμείς να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία και να… πάρουμε την Πόλη!
Η Τουρκία, παρ’ όλους τους λεονταρισμούς της, δεν είναι τόσο αιθεροβάμων ώστε να επιλέξει να συγκρουστεί στρατιωτικά με το Ισραήλ. Και το Ισραήλ, όμως, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε θα ήταν ένας ακόμη στρατιωτικός εχθρός με ισχυρό στράτευμα, δυτική τεχνολογία και ενταγμένος στους θεσμούς του δυτικού κόσμου. Άλλωστε, το γεγονός ότι οι δύο χώρες δεν έχουν κοινά σύνορα δυσκολεύει την όποια στρατιωτική εμπλοκή μεταξύ τους. Επίσης, δεν θα πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο της προώθησης κάποιας λογικής λύσης από πλευράς του Ισραήλ για την επίλυση του Παλαιστινιακού, κάτι που ζητάνε επίμονα οι ΗΠΑ αλλά και μεγάλο μέρος της ισραηλινής κοινής γνώμης. Σε αυτή την περίπτωση, η Τουρκία θα μπορούσε να εμφανιστεί ότι έφερε εις πέρας το ρόλο της ως προστάτιδα των Παλαιστινίων και να αποκαταστήσει, έστω και εν μέρει, τις σχέσεις της με το Τελ Αβίβ. Ο εχθρός του σήμερα είναι ο φίλος του αύριο και το αντίθετο. Και αυτό είναι αξίωμα στη Μέση Ανατολή εδώ και αιώνες.
Άλλωστε, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε την ύπαρξη ισχυρών και γνησίως φιλοϊσραηλινών δυνάμεων στο εσωτερικό της Τουρκίας, κυρίως στο στρατιωτικό κατεστημένο, οι οποίες δυσφορούν πολύ με τις επιλογές της κυβέρνησης Ερντογάν και θα ήθελαν η Τουρκία να κάνει στροφή 180 μοιρών όσον αφορά στις σχέσεις της με το Ισραήλ. Και κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι οι δυνάμεις αυτές έχουν χάσει κάθε δυνατότητα να «φρονιμέψουν» την κυβέρνηση Ερντογάν και να αντιστρέψουν την ισλαμική – αντιισραηλινή της στοχοθέτηση. Η εσωτερική πολιτική σκηνή της Τουρκίας ήταν, είναι και θα είναι γεμάτη εκπλήξεις.
Και τι γίνεται τότε; Αν δηλαδή ο Ερντογάν βάλει νερό στο κρασί του ή ισχυρές δυνάμεις μέσα στην Τουρκία ανατρέψουν τη φιλοαραβική – αντιισραηλινή πολιτική και οι δύο χώρες τα «ξαναβρούν» έστω και προσωρινά;
Σε παρόμοια περίπτωση, αν η χώρα μας θα έχει εκτεθεί ως απροκάλυπτα φιλοϊσραηλινή, οι εξελίξεις αυτές, πολύ απλά, θα την «αδειάσουν» και το μόνο που θα της μείνει θα είναι η εχθρότητα του αραβικού και του ευρύτερου μουσουλμανικού κόσμου με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον.
Ακόμη, δεν θα ήταν φρόνιμο να μην εξετάσουμε το ενδεχόμενο ότι και το Ισραήλ, εκτός από τις ΗΠΑ, μπορεί να ακολουθήσει μια πολιτική κατευνασμού έναντι της Τουρκίας και η πιο πρόσφορη επιλογή σε παρόμοια περίπτωση είναι να στηρίξει τις διεκδικήσεις της Άγκυρας έναντι των ζωτικών συμφερόντων της Ελλάδας και της Κύπρου στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου…
Τέλος, έχει άραγε ερωτηθεί το Ισραήλ αν πράγματι θα ήθελε μια στρατηγική συμμαχία με την Ελλάδα;
Η επιλογή του αυτόνομου δρώντα και η επένδυση στην ισχύ
Από την άλλη, η ευκαιρία είναι πολύ μεγάλη για να τη χάσουμε. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, αυτό που κυριαρχεί στη γεωπολιτική ταυτότητα της περιοχής είναι μια τεράστια και επικίνδυνη γεωπολιτική ασάφεια. Κατά συνέπεια, αυτό που χρειάζονται σε βάθος χρόνου, τόσο οι ΗΠΑ και η Ευρώπη όσο και το Ισραήλ, είναι ισχυρά σημεία «αγκυροβολίου πολιτικής» που θα μπορούν να μειώσουν το βαθμό αβεβαιότητας και να αποτελέσουν κρίσιμης σημασίας στηρίγματα σε περίπτωση ακραίων εξελίξεων. Αν δηλαδή η Τουρκία οδηγείτο σε σαφέστατα εχθρική σχέση μαζί τους. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, πρόκειται ίσως για τη μόνη χώρα στην περιοχή που μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο, μια και είναι βαθιά ενταγμένη στους οργανικούς θεσμούς και τη γεωπολιτική υπόσταση της Δύσης και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτό που της λείπει όμως, ώστε να μπορεί να παίξει παρόμοιο ρόλο, είναι η ισχύς.
Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσαμε να κρατήσουμε πολύ χαμηλούς τόνους σε αυτή την αντιπαράθεση και να κρατηθούμε απέξω. Αυτό σημαίνει όχι μόνο να αποφύγουμε να ταυτιστούμε με το Ισραήλ, αλλά και να απομακρυνθούμε, όσο είναι καιρός, από την Τουρκία, σταματώντας την αυτοκαταστροφική πολιτική της «ελληνοτουρκικής προσέγγισης». Εν παραλλήλω, θα πρέπει να ενισχύσουμε τη γεωπολιτική μας υποδομή, έτσι ώστε να γίνουμε εν δυνάμει ισχυροί παράγοντες στην περιοχή, αποτρέποντας ταυτοχρόνως την πιθανότητα να αποτελέσουμε την «Ιφιγένεια» σε μια πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας από πλευράς ΗΠΑ και Ισραήλ. Να αντιστρέψουμε, δηλαδή, αυτή τη συνεχή πορεία γεωπολιτικής απομείωσης των τελευταίων ετών και να ξαναγίνουμε «κάτι» όχι ταυτιζόμενοι με κάποιο άλλο κράτος, αλλά ενισχύοντας την άμεση γεωπολιτική μας υπόσταση.
Κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ μάλλον θα προτιμούσαν μια ισχυρή αν και φιλοπαλαιστινιακή Ελλάδα, η οποία όμως, έτσι και αλλιώς, λόγω της δυτικής γεωπολιτικής της ταυτότητας, αποτελεί εν δυνάμει σύμμαχο, παρά μια φιλοϊσραηλινή αλλά αδύναμη, άρα και άχρηστη Ελλάδα.
Κι αν όλα τα παραπάνω φαίνονται πολύ θεωρητικά, ένα άμεσο μέτρο που, κατά την άποψη του γράφοντος, θα ενίσχυε την «κρίσιμη γεωπολιτική υποδομή» της Ελλάδας, θα την τοποθετούσε στο κέντρο των εξελίξεων και θα αύξανε δραματικά τη σπουδαιότητά της για το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, χωρίς ταυτοχρόνως να ενοχληθεί καμιά από τις αραβικές χώρες και χωρίς να χρειάζεται να αλλάξει η ρητορική της Ελλάδας από φιλοαραβική σε φιλοϊσραηλινή, είναι η άμεση απόκτηση ναυτικών αντιβαλλιστικών ικανοτήτων.
Βέβαια, σε καμία περίπτωση παρόμοια επιλογή δεν θα πρέπει να συνδυαστεί με κάποια ένταξη, επίσημη ή ανεπίσημη, στον αντιβαλλιστικό σχεδιασμό της Ουάσιγκτον, κάτι που θα μπορούσε ίσως να προκαλέσει την αντίδραση της Ρωσίας. Δεδομένης της γεωπολιτικής λειτουργίας της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, την ΕΕ και τη Ζώνη του Ευρώ, δηλαδή στο «σκληρό πυρήνα» της Δύσης, οι ελληνικές αντιβαλλιστικές ικανότητες εντάσσονται αυτομάτως στο στρατηγικό δυναμικό της Δύσης, χωρίς να χρειάζονται θορυβώδεις διακηρύξεις.
Σε παρόμοια περίπτωση, οι αντιβαλλιστικές ικανότητες του ΝΑΤΟ στην περιοχή (άρα εν δυνάμει και του Ισραήλ) ενισχύονται, η γεωστρατηγική Ομπάμα, που δίνει μεγάλη έμφαση στη ναυτική αντιβαλλιστική άμυνα, υποστηρίζεται με αποφασιστικό τρόπο, ο γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας απομειώνεται και οι άμεσες αμυντικές δυνατότητες της χώρας μας έναντι της τουρκικής απειλής αυξάνονται αποφασιστικά, ιδιαίτερα δε έναντι των τουρκικών βαλλιστικών όπλων, τα οποία έχουν αυξηθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια. Από την άλλη, ούτε οι Παλαιστίνιοι ούτε κανένας άλλος θίγεται και η Ελλάδα μπορεί να παραμένει κριτική έναντι του Ισραήλ και φιλοπαλαιστινιακή. Ταυτοχρόνως, όμως, θα έχει μετατραπεί σε μια μεγάλη μακροχρόνια επένδυση «μείωσης ρίσκου» για το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, σε περίπτωση που οι σχέσεις τους με την Τουρκία οδηγηθούν σε μια μεγάλη, οριστική και καταστρεπτική ρήξη κάποια στιγμή στο μέλλον. Βέβαια, η αγορά οπλικών συστημάτων, έστω και πολύ μεγάλης γεωπολιτικής αξίας, αυτή την εποχή είναι εκτός πραγματικότητας δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της Ελλάδας. Όμως, αν πράγματι η υπόθεση του γράφοντος είναι σωστή, θα μπορούσε να εξεταστεί ακόμη και η πιθανότητα της απόκτησης παρόμοιων ικανοτήτων από το Ελληνικό Ναυτικό με αμερικανική ή νατοϊκή χρηματοδότηση. Η απόλυτη κίνηση ματ, βέβαια, θα ήταν η απόκτηση από την Ελλάδα ρωσικών αντιβαλλιστικών συστημάτων S-400 ή και άλλων πιο εξελιγμένων στο μέλλον, που θα πλαισίωναν τα ναυτικά αντιβαλλιστικά συστήματα, με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον. Ακούγεται σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά ίσως κινείται στη σφαίρα των ρεαλιστικών επιλογών…
* Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι ειδικός σε θέματα γεωπολιτικής ανάλυσης και πολεμικών τεχνολογιών. Διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.
Πηγή: m-epikaira.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου