Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

ΤΟ METANAΣΤΕΥΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

Υπό κ. Π. ΝΕΑΡΧΟΥ
Ιστορικού - Διεθνολόγου

ΜΕΡΟΣ Ι
Το Φαινόμενο, ο Χαρακτήρας, οι Αιτίες και η Δυναμική του

         Η Ελλάδα ήταν μέχρι τώρα χώρα κατ΄ εξοχήν εκπομπής μεταναστών. Είναι επίσης μια χώρα χωρίς αποικιοκρατικό παρελθόν στη νεώτερη ιστορική της περίοδο και χωρίς ιδιαίτερη βιομηχανική ανάπτυξη. Ανάπτυξη που θα απαιτούσε, όπως συνέβη μεταπολεμικά με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία, Σουηδία, Αγγλία), πλήθος εργατικών χεριών.

         Σημειώνεται επίσης ότι η εισαγωγή ξένων εργατών στις χώρες αυτές έγινε κατά τρόπο νόμιμο, ελεγχόμενο και προγραμματισμένο.

Όταν άρχισε η  παράνομη εισβολή μεταναστών στην Ελλάδα, περί το 1989, η χώρα είχε επισήμως ποσοστό ανεργίας 10% και ανεπισήμως υψηλότερο. Είχε επίσης, όπως συμβαίνει και σήμερα, ποσοστό πληθυσμού 20% κάτω από το όριο της φτώχειας.

         Aξίζει να επισημανθεί ότι μέχρι τότε καμιά Ελληνική Κυβέρνηση, κανένα πολιτικό κόμμα και κανένας πολιτικός ηγέτης, δεν είχε διαπιστώσει ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη από ξένους εργάτες ή μετανάστες και δεν είχε ζητήσει συναφώς την εισαγωγή ή την πρόσκλησή τους.

Ορισμένοι παρουσιάζουν το φαινόμενο ως συνδεόμενο με την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΕ. Αυτό δεν είναι ακριβές. Πρώτον, γιατί η Ελλάδα είχε ήδη ενταχθεί από το 1981 και δεν είχε παρατηρηθεί σημαντικό πρόβλημα από το 1981 έως το 1989. Δεύτερον, γιατί οι «μετανάστες», που είναι στην πραγματικότητα λαθρομετανάστες, προέρχονται από τρίτες χώρες και δεν αφορούν υπηκόους των χωρών-μελών της ΕΕ, που έχουν το δικαίωμα ελεύθερης διακινήσεως και εγκαταστάσεως.

         Λαμβανομένου υπ' όψιν του γεγονότος ότι το έτος 1989 είναι το έτος της καταρρεύσεως του Ανατολικού Συνασπισμού, προβάλλεται λογικά ως κύρια αιτία του φαινομένου η κατάρρευση αυτή. Η τελευταία απελευθέρωσε νέες δυνάμεις και δημιούργησε νέα κατάσταση. Συγκεκριμένα, δημιούργησε έντονες και ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές πιέσεις δια δύο λόγους : Πρώτον, γιατί η πτώση των καθεστώτων παρέσυρε και τους αυστηρούς ελέγχους που παρεμπόδιζαν την έξοδο στο εξωτερικό των υπηκόων τους. Δεύτερον, γιατί η δημιουργία οικονομικού χάους ως αποτέλεσμα της καταρρεύσεως και της άναρχης μεταβάσεως στην οικονομία της αγοράς, υπονόμευσε και το ελάχιστο που εξασφάλιζε μέχρι τότε το προηγούμενο πολιτικό και οικονομικό σύστημα.

         Έχουμε τότε τη μαζική έξοδο Αλβανών και σε μικρότερη κλίμακα άλλων Βαλκανίων και Ανατολικο-Ευρωπαίων.

Το φαινόμενο όμως δεν σταμάτησε εκεί. Συνεχίσθηκε και συνεχίζεται με λαθρομετανάστες απ΄ όλο τον Τρίτο Κόσμο, κυρίως τώρα από την Ασία και την Αφρική. Κατά την τελευταία περίοδο, την πρώτη θέση έχουν καταλάβει λαθρομετανάστες από το Μπαγκλαντές και από τη Μαύρη Αφρική.

Το φαινόμενο δεν εξηγείται επομένως από μόνη την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού. Δεν εξηγείται επίσης μόνο από τη φτώχεια και τη δυστυχία στον Τρίτο Κόσμο. Η φτώχεια και η δυστυχία δεν εμφανίσθηκαν μετά το 1989. Προϋπήρχαν. Τίθεται επομένως το ερώτημα : γιατί δεν έρχονταν προηγουμένως λαθρομετανάστες στην Ελλάδα, από τις χώρες αυτές και έρχονται τώρα;


Παγκοσμιοποίηση και Λαθρομετανάστευση

         Η απάντηση βρίσκεται, προφανώς, στην πολιτική της παγκοσμιοποίησης, που κυριάρχησε ως πολιτική και στρατηγική επιλογή της μεγάλης δυνάμεως, που εξήλθε νικηφόρα από τον Ψυχρό Πόλεμο, των ΗΠΑ. Η τελευταία είδε στην πολιτική αυτή τον θρίαμβο και την επιβολή της υπερφιλελεύθερης αγοράς σ΄ όλο τον κόσμο και ένα όχημα ηγεμονικών επιδιώξεων και προαγωγής μιας Νέας Διεθνούς Τάξεως.

         Τι είναι ακριβώς η παγκοσμιοποίηση; Κανείς δεν μπορεί να δώσει έναν πολύ ακριβή ορισμό. Μπορεί όμως να τη συνοψίσει ως εξής :

         α.     Στο οικονομικό επίπεδο, ως προς την προώθηση διεθνώς ενός ακραίου νεοφιλελεύθερου οικονομικού συστήματος, που εμπνέεται από τις αρχές της λεγομένης «Συναινέσεως της Ουάσιγκτον» της εποχής Ρήγκαν (δεκαετία του '80). Οι αρχές αυτές περιλαμβάνουν :

                 (1)    Τον περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία.
                 (2)    Την πολιτική ιδιωτικοποιήσεων και «απελευθερώσεως» της αγοράς από τον κρατικό έλεγχο.
              (3)    Την εξυγίανση των δημοσίων οικονομιών με ιδιωτικοποιήσεις.
(4)             Την εγκατάλειψη των πολιτικών υποκαταστάσεως των εισαγωγών, όπως επίσης των εθνικών πολιτικών και στρατηγικών.
        
 Η πολιτική αυτή επεβλήθη στους Διεθνείς Οικονομικούς Οργανισμούς (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου).

         Με απλά λόγια, η πολιτική αυτή προβάλλει την παγκόσμια αγορά ως τη βασική αναφορά του διεθνούς οικονομικού συστήματος και συστήνει, στο πνεύμα αυτό, τη χαλάρωση των εθνικών φραγμών και των εθνικών συνόρων και την πλήρη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, με στόχο τη δημιουργία μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς.

         Τεχνικό υπόβαθρο της πολιτικής αυτής είναι, βεβαίως, η τεχνολογική επανάσταση, ειδικότερα στις τηλεπικοινωνίες, την ηλεκτρονική, την πληροφορική και τις μεταφορές που καθιστούν εφικτές και φθηνές τις παγκόσμιες εμπορευματικές και χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Οι τελευταίες αναγορεύονται σε υπέρτατη και κυρίαρχη αξία του συστήματος.

         Η πολιτική αυτή δεν είναι εντελώς νέα. Έχει προϊστορία. Είναι από τους μεγάλους σταθμούς στην προώθησή της, είναι, όπως αναφέρθηκε, η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον». Η στρατηγική αυτή παρουσιάσθηκε ως οικονομική πολιτική αλλά ήταν, προφανώς, κάτι πολύ παραπάνω από απλή οικονομική πολιτική.

         β.     Η παγκοσμιοποίηση ως ομολογημένη και διακηρυγμένη πολιτική στο πολιτικό επίπεδο. Πάνω στην ίδια οικονομική βάση, ο Αμερικανός Πρόεδρος Κλίντον, μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού, εξήγγειλε ως πολιτική την παγκοσμιοποίηση, δίνοντας έμφαση όχι μόνο στην οικονομική αλλά και στην πολιτική και ιδεολογική της διάσταση.


Αμφισβήτηση του Ρόλου του Έθνους και του Εθνικού Κράτους

         Συγκεκριμένα, στο πολιτικό επίπεδο αμφισβητήθηκε ο ρόλος του έθνους και του εθνικού κράτους και εμμέσως το εθνοκρατικό διεθνές σύστημα που βασίζεται σ΄ αυτό.

         Στο ιδεολογικό επίπεδο, προβλήθηκε θορυβωδώς η ιδέα της λεγομένης «πολυπολιτισμικότητας». Η τελευταία παρουσιάσθηκε και παρουσιάζεται ως περίπου συνώνυμη του διεθνισμού, του κοσμοπολιτισμού και του οικουμενισμού, παραπέμποντας επιτηδείως και συγχέοντας καταχρηστικά και παραπλανητικά την «πολυπολιτισμικότητα» της παγκοσμιοποίησης με τον καλώς νοούμενο διεθνισμό και οικουμενικό ανθρωπισμό.

         Ποια είναι όμως η πραγματικότητα :

         α.     Η πολυπολιτισμικότητα εμφανίσθηκε κατ΄αρχήν στις νέες χώρες μεταναστών, όπως ο Καναδά, οι ΗΠΑ, η Αυστραλία. Ήταν μια ποιο ήπια και πιο ανεκτική πολιτική σε σχέση με την ακολουθούμενη μέχρι τότε άτεγκτη πολιτική της «αφομοίωσης» (integration).

                 Η πολιτική αυτή προβλήθηκε στη συνέχεια σε ορισμένες Ευρωπαϊκές χώρες, κατά πρώτο λόγο την Ολλανδία, που είχαν ήδη σημαντικό μεταναστευτικό πληθυσμό, ως πολιτική ήπιας αφομοιώσεως και κοινωνικής εντάξεως των ξένων μεταναστών.

                 Μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού και την εξαγγελία και προώθηση της παγκοσμιοποίησης ως νέας βασικής διεθνούς στρατηγικής των ΗΠΑ, η προωθούμενη μέχρι τότε «πολυπολιτισμικότητα» άλλαξε ουσιαστικά νόημα και έγινε ιδεολογικό όπλο για την προώθηση της παγκοσμιοποίησης.

                 Παρουσιάσθηκε τότε στη χώρα μας το παράδοξο οι πολιτικές ηγεσίες, υπό την επιρροή της πολιτικής αυτής, να διακηρύσσουν ότι, η Ελλάδα πρέπει να γίνει «πολυπολιτισμική», όταν ακόμη η Ελλάδα είχε μια ζηλευτή στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη εθνική συνοχή της τάξεως του 97%. Ο καθένας μπορεί, βεβαίως, να αναρωτηθεί πώς μια χώρα με ένα τόσο εθνικά συμπαγή πληθυσμό μπορεί να γίνει «πολυπολιτισμική», όπως επίσης γιατί να γίνει;

                 Ένας λόγος  περισσότερο μάλιστα όταν άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ολλανδία, που πρωτοστάτησαν προς αυτή την κατεύθυνση, κάνουν σήμερα πίσω ολοταχώς και λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα κατά της λαθρομεταναστεύσεως.

         β.     Η «πολυπολιτισμικότητα» της παγκοσμιοποίησης δεν ταυτίζεται σε καμιά περίπτωση με τον οικουμενισμό που έχει ως βάση και αναφορά οικουμενικές αξίες και ελεύθερα άτομα και έθνη. Αντιτάσσεται ως αξία στο έθνος, που διαβάλλεται εξ ορισμού ως εθνικισμός. Αναφέρεται επίσης όχι σε οικουμενικές αξίες, όπως αυτές που εκπροσωπεί διαχρονικά η Ελληνική Παιδεία, αλλά ως «ισότητα» των διαφόρων πολιτισμών.

                 Με τη λογική αυτή, η επιβολή της επιβάλλει την αποδόμηση της εθνικής ιδέας και την υποκατάστασή της από τον «πολυπολιτισμό» της παγκοσμιοποίησης.

                 Με τον τρόπο αυτό, η λεγόμενη «πολυπολιτισμική» πολιτική γίνεται ιδεολογικό εργαλείο για την αποεθνικοποίηση του κράτους, την καταστροφή δηλαδή του Ελληνικού εθνικού κράτους και της Ελληνικής εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας, υπό το πρόσχημα του σεβασμού και της προστασίας των άλλων που έρχονται ως λαθρομετανάστες και εγκαθίστανται παρανόμως στη χώρα.


Πρόσκληση Φουκουγιάμα στους Ευρωπαίους. «Αφήστε τις Σκληρές Εθνικές Ταυτότητες

         Η πολιτική αυτή παραπέμπει στα γνωστά ιδεολογήματα του θεωρητικού της Νέας Τάξεως Φράνσις Φουκουγιάμα, ο οποίος κάλεσε τους Ευρωπαίους να εγκαταλείψουν τις «σκληρές» εθνικές ταυτότητες, που βασίζονται στην εθνική καταγωγή, το εθνικό έδαφος και την εθνική ιστορία και πολιτισμό και να υιοθετήσουν «ήπιες», λάϊτ ταυτότητες, που βασίζονται σε κοινά δικαιώματα και στον κοινό συνταγματικό χάρτη.

         Ορισμένοι παραπέμπουν επίσης στη θέση που υπεστήριξε στη δεκαετία του '70 ο Γερμανός Γιούργκεν Χάμπερμας για ένα νέο «συνταγματικό πατριωτισμό». Παραλείπουν όμως να σημειώσουν το γεγονός ότι ο ίδιος στο πιο πρόσφατο έργο του «Ο Μεταεθνικός Αστερισμός», 2003, απορρίπτει όσα είχε υποστηρίξει προηγουμένως, υπό το βάρος του Γερμανικού ενοχικού συμπλέγματος. Υποστηρίζει σήμερα ότι η μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει να μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ μελών και μη μελών. Υποστηρίζει επίσης ότι «μια κοσμοπολίτικη κοινότητα δεν μπορεί να είναι δημοκρατική γιατί δεν λειτουργεί μέσα σ΄ αυτήν η αλληλεγγύη των πολιτών που εκπορεύεται από την αίσθηση της κοινής εθνικής ταυτότητας».

         Η σύγχυση που επικρατεί για την παγκοσμιοποίηση σε μερίδα της πολιτικής ηγεσίας της χώρας μας, φαίνεται από τα όσα είπε ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως κ. Γιώργος Παπανδρέου κατά την παρουσίαση, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, τον Μάϊο του 2006, της μεταφράσεως ενός βιβλίου του πρώην Πρωθυπουργού της Γαλλίας Λιονέλ Ζοσπέν.

         Αναφερόμενος, με την ευκαιρία αυτή, στην «πολυπολιτισμική» πολιτική, ο Γ. Παπανδρέου είπε : «Εάν βασίσουμε την ταυτότητά μας αποκλειστικά στη θρησκεία, την εθνική ή φυλετική καταγωγή, τότε επιλέγουμε κοινωνίες είτε θεοκρατικές, είτε βαθιά αυταρχικές, ρατσιστικές ή ακραία εθνικιστικές».

         Οι ιδεοληψίες αυτές θέτουν πολλά ερωτήματα. Δεν όφειλε να γνωρίζει ένας Έλληνας πολιτικός ηγέτης ότι η ίδια η Αθήνα, που είναι το λίκνο της δημοκρατίας και μάλιστα υπό την πιο προωθημένη μορφή της, της άμεσης δηλαδή δημοκρατίας, ήταν υπόδειγμα εθνικής και θρησκευτικής συνοχής; Ακόμη και ο ίδιος ο μεγάλος Περικλής δεινοπάθησε για να κάνει αποδεκτή την αναγνώριση ως Αθηναίου του γυιού του, που τον είχε κάνει με μια Ελληνίδα, την Ασπασία, αλλά από άλλη πόλη, τη Μίλητο.

         Είναι γνωστός επίσης ο ορισμός του έθνους, που τον έκανε σε ανύποπτο χρόνο, τον 5ο αιώνα π.Χ., ο ιστορικός Ηρόδοτος, με τρεις λέξεις: το όμαιμον, το ομόθρησκον, το ομόγλωσσον.


Ευρωπαϊκή Ένωση και Παγκοσμιοποίηση
         Κατά τον ίδιο τρόπο που προβάλλεται από ορισμένους η ανακριβής ιδέα και εντύπωση ότι η λαθρομετανάστευση και η ανοχή της είναι δήθεν επιταγή της ΕΕ και αναπόφευκτη συνέπεια και παράμετρος της εντάξεως της Ελλάδος σ΄ αυτήν, έτσι και σε ό,τι αφορά την «πολυπολιτισμική» πολιτική, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι και αυτή αποτελεί δήθεν μέρος της συμμετοχής μας στην ΕΕ. Υπογραμμίζεται μάλιστα η πολυεθνική και η εκ των πραγμάτων πολυπολιτισμική συγκρότηση της ΕΕ. Είναι προφανές όμως ότι γίνεται και στο θέμα αυτό μια σκόπιμη σύγχυση.

         Η ΕΕ αποτελεί συμπολιτεία κρατών και εθνών, που αναγνωρίζουν μεταξύ τους κοινά Ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και αξίες και συγκατατίθενται ελεύθερα στη δημιουργία μιας Ενώσεως στη βάση της ισότιμης συμμετοχής και του σεβασμού της ιδιαιτερότητας και της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας του κάθε λαού. Η ΕΕ δεν έχει ως στόχο τη συναίρεση των πολιτισμών στο εσωτερικό κάθε χώρας και την καταστροφή των εθνικών και πολιτιστικών ταυτοτήτων. Αντιθέτως, αναφέρεται ρητά στις καταστατικές της αρχές, η προστασία τους.

         Ακόμη και χώρες, όπως η Ολλανδία, οι οποίες εφάρμοσαν «πολυπολιτισμικές» πολιτικές με στόχο την κοινωνική ένταξη ξένων μεταναστών, ανακρούουν σήμερα πρύμναν, όπως ήδη αναφέρθηκε, λόγω των ανεπιθύμητων παρενεργειών τέτοιων πολιτικών και προβληματικών αποτελεσμάτων. Ορόσημο των εντάσεων και αντιδράσεων που προκάλεσαν αποτέλεσε η δολοφονία του εγγονού του μεγάλου ζωγράφου Βαν Γκόγκ από φανατικό Μαροκινό Ισλαμιστή μετανάστη για λόγους θρησκευτικούς.

         Ανεξάρτητα από τη λαθρομετανάστευση και την «πολυπολιτισμική» πολιτική που τη συνακολουθεί ως πτυχή της παγκοσμιοποίησης, τίθεται επίσης και ένα άλλο πολύ σημαντικό ερώτημα, που έχει σχέση με τη λογική και την προοπτική της ΕΕ. Η τελευταία ιδρύθηκε ως συμπολιτεία κρατών και εθνών και ως περιφερειακή Ένωση για να δώσει στις Ευρωπαϊκές χώρες-μέλη, με τη συνασπισμένη ισχύ τους, μια άλλη διεθνή διάσταση, βάρος και βεληνεκές. Οι χώρες-μέλη διαπραγματεύθηκαν και συμφώνησαν μεταξύ τους να καταργήσουν τα σύνορα και να επιτρέψουν σταδιακά την ελεύθερη διακίνηση στο εσωτερικό της ΕΕ εμπορευμάτων, κεφαλαίων και προσώπων.

         Πού οδηγείται όμως η Ένωση αυτή όταν, με την παγκοσμιοποίηση και την προώθηση μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς, ανοίγουν τα σύνορα προς όλο τον κόσμο; Είναι φανερό ότι το ερώτημα αυτό έχει πολύ ιδιαίτερη σημασία γιατί συνδέεται με το μέλλον της ΕΕ και με τη σύγκρουση που γίνεται στους κόλπους της μεταξύ εκείνων που θέλουν μια ΕΕ, που θα εξελιχθεί σταδιακά σε μια πραγματική πολιτική Ένωση, με προοπτική γεωπολιτικής αυτονομίας στο μέλλον και εκείνων που θέλουν μια υπερδιευρυμένη ΕΕ, που θα αποτελεί περισσότερο ζώνη ελευθέρων εμπορικών ανταλλαγών και λιγότερο μια συνεκτική πολιτική Ένωση.

         Το ερώτημα αυτό ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Ελλάδα, γιατί αυτή επεζήτησε την ένταξή της για να αποκτήσει ένα γεωπολιτικό πλεονέκτημα, ενωμένη με άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς που έχουν κοινούς παρονομαστές και κοινές αξίες και για να κατοχυρώσει καλύτερα το εθνικό της μέλλον, την ασφάλεια και την ευημερία της.

         Είναι προφανές ότι η Ελλάδα πλήττεται ιδιαίτερα από την πολιτική της παγκοσμιοποίησης, πρώτον, γιατί υστερεί σε βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη. Δεν μπορεί επομένως να αντισταθμίσει με τεχνολογικά προϊόντα τον αθέμιτο και άνισο ανταγωνισμό που υφίσταται σε μια σειρά τομείς της οικονομίας της, κυρίως στη γεωργία, τα βιοτεχνικά προϊόντα και την ελαφρά βιομηχανία.

         Κατά δεύτερο λόγο, η γεωγραφική της θέση στην άκρη της Ευρώπης και σε άμεση γειτνίαση με τις δημογραφικές μάζες του Τρίτου Κόσμου, την εκθέτει ιδιαίτερα στη λαθρομετανάστευση αλλά και σε κάθε είδους παράνομη εισαγωγή προϊόντων, που πλήττουν τη δική της παραγωγή.

         Η παγκοσμιοποίηση αποδείχθηκε επωφελής για ορισμένες μεγάλες χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπως η Κίνα και η Ινδία. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι οι χώρες αυτές συνδύασαν την ελεύθερη αγορά και ροή των προϊόντων με ισχυρό κρατικό οικονομικό έλεγχο.


Παγκοσμιοποίηση και Μεταναστευτικά Κινήματα

         Η έννοια κάθε αγοράς και στη συγκεκριμένη περίπτωση μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς, προϋποθέτει τρεις βασικές ελευθερίες : την ελεύθερη διακίνηση προϊόντων, κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού. Αντιλαμβάνεται κανείς τι σημαίνει αυτό όταν γίνεται λόγος για μια αγορά σε παγκόσμιο επίπεδο, που χαρακτηρίζεται από τόσο μεγάλες και σε ορισμένες περιπτώσεις αβυσσαλέες διαφορές μεταξύ των διαφόρων περιοχών του κόσμου, ιδίως μεταξύ του ανεπτυγμένου και του αναπτυσσομένου κόσμου.

         Η εξαγγελία της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης συνοδεύθηκε από πλήρη σχεδόν εγκατάλειψη της ιδέας του λεγομένου Διαλόγου μεταξύ Βορρά και Νότου, που κυριάρχησε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο Διάλογος Βορρά - Νότου αφορούσε τη συντεταγμένη μεταφορά πόρων από τον ανεπτυγμένο στον αναπτυσσόμενο κόσμο, στο πλαίσιο ενός ριζοσπαστικού παγκόσμιου προγράμματος αναπτυξιακής βοήθειας προς τον Τρίτο Κόσμο, με παράλληλη αναδιοργάνωση του διεθνούς οικονομικού συστήματος.

         Η έλλειψη συγκεκριμένων προοπτικών σε μεγάλες περιοχές του Τρίτου Κόσμου, καταλήγουν στο πλαίσιο μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς, σε τεράστια μεταναστευτικά κινήματα. Η δυναμική των κινημάτων αυτών είναι πρακτικά ανεξάντλητη και επιτείνεται αντί να ανακόπτεται όταν αντιμετωπίζεται με «φιλελεύθερες» δήθεν πολιτικές ανοχής. Η δυναμική τους, εάν μείνει ανεξέλεγκτη, μπορεί να αποσταθεροποιήσει πλήρως τα εθνικά κράτη και τις κοινωνίες του ανεπτυγμένου κόσμου, κατά πρώτο λόγο της Ευρώπης. Ένας λόγος παραπάνω, εκτός των άλλων, είναι και το γεγονός ότι αποτελεί και ένα ιδιαίτερα επικερδές δουλεμπόριο νέου τύπου. Από το δουλεμπόριο αυτό τα δίκτυα των διακινητών αποκομίζουν τεράστια και εύκολα κέρδη.


ΜΕΡΟΣ ΙΙ
Θέματα και Προκλήσεις που τίθενται σε σχέση με την Εθνική Ασφάλεια

         Η Ελλάδα είναι μια χώρα που αντιμετωπίζει, δυστυχώς, ακόμη εθνικά προβλήματα και προβλήματα εθνικής ασφάλειας. Το θέμα της παράνομης εισβολής και εγκαταστάσεως στο Ελληνικό έδαφος μεγάλων ξένων πληθυσμών, δεν μπορεί να μην ειδωθεί και μέσα από τη σκοπιά της εθνικής ασφάλειας της χώρας.

         Δεν μπορεί, ειδικότερα, να μην ειδωθεί :

         α.     Πρώτον, μέσα από τη σκοπιά των γεωπολιτικών ανακατατάξεων στα Βαλκάνια.

         β.     Δεύτερον, μέσα από τη σκοπιά των προβλημάτων που υπάρχουν με την Τουρκία, μέσω της οποίας, άλλωστε, έρχεται ο μεγαλύτερος και από την κατεύθυνση αυτή αποκλειστικά σχεδόν μουσουλμανικός αριθμός λαθρομεταναστών. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους, οι παραπάνω λαθρομετανάστες, προέρχονται μάλιστα από ιδιαίτερα φανατικές μουσουλμανικές χώρες, όπου δρουν Ισλαμιστικά κινήματα (Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Σομαλία).

         Σε ότι αφορά το πρώτον, τις γεωπολιτικές δηλαδή ανακατατάξεις στα Βαλκάνια, πρέπει να ληφθούν υπ' όψιν οι επιδιωκόμενες από την Ατλαντική υπερδύναμη γεωπολιτικές αλλαγές και να τεθεί το ερώτημα εάν και πως επηρεάζουν τα Ελληνικά συμφέροντα και την Ελληνική εθνική ασφάλεια.

         Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι μέσα από όσα μπορεί κανείς να παρατηρήσει δια γυμνού οφθαλμού, κεντρικός στόχος των επιδιωκομένων αλλαγών είναι η γεωπολιτική αναδιάρθρωση των Βαλκανίων. Η αλλαγή δηλαδή σε επίπεδο δομών, που προσδιορίζουν τις γεωπολιτικές ισορροπίες. Στόχος είναι, προφανώς, η αλλαγή των δεδομένων ώστε να αποκλεισθεί σταθερά για το μέλλον η επιστροφή της Ρωσικής παρουσίας όταν η Ρωσία θα ανακάμψει από την αδυναμία στην οποία βρέθηκε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και ιδίως μετά την καταστροφική διακυβέρνηση Γιέλτσιν.

         Τι μπορεί να περιλαμβάνει η αναδιάρθρωση αυτή; Προφανώς, ενίσχυση του μουσουλμανικού παράγοντα, που είναι εξ ορισμού ανταγωνιστικός στη Ρωσική Ορθόδοξη επιρροή. Κατά δεύτερο λόγο, αποδυνάμωση συγγενικών προς τη Ρωσία κρατών, όπως η Σερβία, και πολυδιάσπαση των Βαλκανίων, με την αυτονόμηση μειονοτήτων και εθνικών ομάδων.

         γ.      Κατά τρίτο λόγο, με την προώθηση μιας ορισμένης εκδοχής της «πολυπολιτισμικότητας» με στόχο τη σταδιακή υποκατάσταση των εθνικών δομών με «πολυπολιτισμικές» δομές, υποκείμενες σε διεθνή κέντρα εποπτείας, προστασίας και ελέγχου. Η επιδίωξη αυτή πρέπει να επισύρει ιδιαίτερα την προσοχή μας σε σχέση με την εθνική ασφάλεια της Βορείου Ελλάδος.


Στόχος των «Πολυπολιτισμικών» Πολιτικών στα Βαλκάνια είναι το ίδιο το Εθνικό Κράτος, καταγγέλλει η Μάργκαρετ Θάτσερ

         Μια ανέλπιστη και υπεράνω υποψίας καταγγελία για το στόχο των «πολυπολιτισμικών» πολιτικών στα Βαλκάνια, μας έρχεται από τη «σιδηρά κυρία» της Αγγλίας, την πρώην Πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ. Στο βιβλίο της «STATECRAFT, Strategies for a changing world:, στο κεφάλαιο «Βαλκανικοί Πόλεμοι», σελ. 282-283, η πρώην Βρετανίδα Πρωθυπουργός καταγγέλλει την «πολυπολιτισμική» πολιτική στα Βαλκάνια του Προέδρου Κλίντον και του Βρετανού Πρωθυπουργού Μπλερ. Η πολιτική αυτή, υποστηρίζει, επιδιώκει την εξάλειψη του εθνικού κράτους και της ίδιας της ιδέας της εθνότητας και την υποκατάστασή τους από πολυπολιτισμικές, πολυεθνικές δομές υπό τον έλεγχο διεθνών σωμάτων, όπως ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ, η ΕΕ.

         Λέει συγκεκριμένα : «Αυτοί, (εννοεί ο Κλίντον και ο Μπλερ), είναι πεπεισμένοι ότι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει ο εθνικισμός να δημιουργεί πολέμους και ακρότητες - να το πούμε ωμά - είναι η εξάλειψη της ίδιας της ιδέας του έθνους (is to banish nationhood itself). Πιστεύουν ότι μόνο διεθνή σώματα - πολιτικά, στρατιωτικά και δικαστικά - είναι αξιόπιστα για τη διατήρηση αποδεκτών προτύπων συμπεριφοράς. Και όπως φαίνεται ότι θέλουν να μετατρέψουν την περιοχή των Βαλκανίων σ΄ ενός είδους ημιπροτεκτοράτου, με τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ, του ΟΗΕ και της ΕΕ, έτσι θέλουν, ως απώτερο σκοπό, να επεκτείνουν τις πολυεθνικές προσεγγίσεις που θ΄ αναπτυχθούν εκεί και να τις εφαρμόσουν σε ολοένα και περισσότερα μέρη του παγκοσμιοποιημένου πλανήτη (global village)».

         Πειραματικό πεδίο, λοιπόν, κατά τη Μάργκαρετ Θάτσερ, τα Βαλκάνια για την κατάλυση του έθνους και των εθνικών κρατών και την υποκατάστασή τους από παγκοσμιοποιημένες «πολυπολιτισμικές» δομές!


Επανεγκατάσταση στην Ελλάδα μαζικών Μουσουλμανικών πληθυσμών, ογδόντα περίπου χρόνια μετά την ανταλλαγή πληθυσμών.

         Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, τα εθνικά δηλαδή προβλήματα που αντιμετωπίζει ακόμη η Ελλάδα, κατά πρώτο λόγο με την Τουρκία, πρέπει να λάβει κανείς υπ όψιν τα παρακάτω :

         α.     Την επανεγκατάσταση στην Ελλάδα μεγάλων μουσουλμανικών πληθυσμών, περιλαμβανομένων πληθυσμών οι χώρες καταγωγής των οποίων έχουν στενές φιλικές σχέσεις με την Τουρκία (Πακιστάν, Μπαγκλαντές).

         β.     Τη Βαλκανιοποίηση με τον τρόπο αυτό της Ελλάδος, με την έννοια της δημιουργίας στο έδαφός της μεγάλων μουσουλμανικών ομάδων και άλλων ξένων μειονοτήτων.

                 Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στα Βαλκάνια που δεν είχε στο έδαφός της σημαντικές εθνικές ή θρησκευτικές μειονότητες, πέραν της μικρής μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Από την άποψη αυτή, δεν αποτελούσε μέρος του Βαλκανικού προβλήματος. Επέτρεψε όμως, με τη λαθρομετανάστευση, να αποκτήσει και αυτή, ντε φάκτο, μια μεγάλη Αλβανική μειονότητα και επιπλέον πολλές άλλες αλλοεθνείς και αλλόθρησκες τριτοκοσμικές μειονότητες.

         γ.      Η επαπειλούμενη διάσπαση της εθνικής συνοχής της χώρας θα επέφερε επίσης κίνδυνο διασπάσεως της κοινωνικής συνοχής της χώρας. Λαμβάνοντας κανείς υπόψιν ότι το 20% του πληθυσμού είναι κάτω από το όριο της φτώχειας, αντιλαμβάνεται πόσο επικίνδυνο κοινωνικό μείγμα θα διαμορφωνόταν, εάν προσετίθετο σ΄αυτό και ένα άλλο τόσο περίπου ποσοστό νομίμων ήδη και παρανόμων μεταναστών (ο αριθμός τους εκτιμάται, με τους μετριότερους υπολογισμούς, σε 2,5 εκατ. περίπου).

         δ.     Η προϊούσα υπονόμευση των εθνικών δομών της χώρας με την ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση με συνεχώς αυξανόμενο μάλιστα σήμερα τον παράγοντα των Ασιατών και Αφρικανών λαθρομεταναστών, τείνει να μεταβάλει σταδιακά την Ελλάδα από Ευρωπαϊκή χώρα και Ευρωπαϊκό πολιτιστικό σύνορο σε ενδιάμεσο Ευρω-Ασιατικό και Ευρω-Αφρικανικό χώρο.

                 Αντιλαμβάνεται κανείς τις συνέπειες μιας τέτοιας τάσεως. Όχι μόνο για την εθνική και κοινωνική συνοχή της χώρας αλλά και για τη συμμετοχή της στον σκληρό Ευρωπαϊκό πυρήνα, όπως φιλοδοξεί. Αντί να συγκλίνει προς τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως είναι, υποτίθεται, η στρατηγική της επιδίωξη, η χώρα κινδυνεύει να αποκλίνει και να εγκλωβισθεί σε ρόλο ενδιάμεσου χώρου. Λογικά έχει κάθε συμφέρον να αναδείξει και να αξιοποιήσει το ρόλο της ως Ευρωπαϊκού συνόρου.

         ε.      Η συγκρότηση σε Ελληνικό έδαφος, με την ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση και τις μαζικές στη συνέχεια νομιμοποιήσεις μεγάλων εθνικών και θρησκευτικών ομάδων, δημιουργεί σε προοπτική νέους πολιτικούς όρους. Οι ομφάλιοι λώροι μεταξύ των ομάδων αυτών, ιδιαίτερα των μουσουλμανικών και των χωρών καταγωγής τους, κατά το πλείστον, θα διατηρηθούν. Αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία που έχει αυτό εάν δει το ρόλο που διαδραματίζει π.χ. το Μουσουλμανικό Μειονοτικό Κόμμα στη Βουλγαρία. Ασκεί σταθερά ρυθμιστικό ρόλο για τον σχηματισμό κυβερνήσεως κατά τα τελευταία δέκα χρόνια. Μπορεί επίσης να δει το ρόλο της Τουρκικής ψήφου στη Γερμανία, που επηρέασε προσφάτως σημαντικά την οριακή ψηφοφορία μεταξύ των δύο υποψηφίων για την Καγκελλαρία.


«Στασιωτικόν δε και το μη ομόφυλον, έως αν συμπνεύση»
(Αριστοτέλης)

         Ένα ερώτημα που τίθεται εκ των πραγμάτων, μετά ιδίως τις ταραχές στα προάστεια των Παρισίων, είναι ο κίνδυνος των ταραχών και εσωτερικών συγκρούσεων, με την απότομη αλλαγή του δημογραφικού ιστού, των κοινωνικών ισορροπιών και τη δημιουργία κάθε είδους προβλημάτων και αντιθέσεων.

         Έχει πολύ ιδιαίτερη σημασία για την περίπτωση αυτή η διδασκαλία του Αριστοτέλη, ο οποίος, στο Ε΄ βιβλίο των «Πολιτικών» του, παράγρ. 1303, μιλώντας για τον κίνδυνο στάσεων και εσωτερικών ρήξεων σε μια πόλη, επισύρει την προσοχή στον κίνδυνο στάσεως από αλλοφύλους. Λέει συγκεκριμένα : «Είναι στασιωτικόν και το μη ομόφυλον μέχρι να αποκτήσει το ίδιο πνεύμα». Όπως, λέει, μια πόλη δεν γίνεται από τυχαίο πλήθος, κατά τον ίδιο τρόπο δεν γίνεται σε τυχόντα χρόνο. Για το λόγο αυτό, όσες πόλεις δέχθηκαν συγκατοίκους ή εποίκους, στις περισσότερες περιπτώσεις οι τελευταίοι εστασίασαν . Παράδειγμα οι Αχαιοί που συγκατοίκησαν με τους Τροιζηνίους τη Σύβαριν. Όταν οι Αχαιοί έγιναν περισσότεροι, εξεδίωξαν τους Τροιζηνίους. Από εκεί προήλθε και το άγος που βάραινε τους Συβαρίτες. Και στην πόλη των Θουρίων οι Συβαρίτες, που ήθελαν να έχουν το πλεονέκτημα, θεωρώντας ότι ήταν δική τους η χώρα, τελικά εξεδιώχθησαν από αυτούς, με τους οποίους συγκατοίκησαν. Και στο Βυζάντιο οι έποικοι εστράφησαν κατά των παλαιών πολιτών. Έγιναν όμως εγκαίρως αντιληπτοί και κατανικήθηκαν με μάχη !!

         Ο Αριστοτέλης αναφέρει στη συνέχεια και πολλά άλλα παραδείγματα, που αφορούν μάλιστα Έλληνες «αλλοφύλους». Μόνη εξαίρεση ξένων αλλοφύλων από τα παραδείγματα που παραθέτει είναι εκείνο των Συρακουσίων. «Και οι Συρακούσιοι» λέει, «μετά την κατάλυση της τυραννίας, έκαναν πολίτες τους ξένους και τους μισθοφόρους. Αυτοί όμως εστασίασαν και ήλθαν σε μάχη με τους Συρακουσίους».

        
 ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ

Η ακολουθούμενη πολιτική και τι πρέπει να γίνει

         Θα έλεγε κανείς ότι η Ελλάδα ακολουθεί μια παράδοξη πολιτική, η οποία βρίσκεται σε αντίφαση με την ιδιαίτερα εκτεθειμένη θέση που κατέχει και τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
         Ο πρώτος νόμος για τον έλεγχο, υποτίθεται, της λαθρομεταναστεύσεως ψηφίσθηκα το 1991. Ήταν ο νόμος 1975 και είχε ως τίτλο : «Είσοδος, Έξοδος, Διαμονή και Απέλαση Αλλοδαπών, διαδικασία για την αναγνώριση των προσφύγων και άλλα μέτρα».

         Περιέργως όμως, κατά τα επόμενα χρόνια, αντί το κύμα των λαθρομεταναστών να ανακοπεί, πήρε, αντιθέτως, ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Είναι γνωστό ότι κατά την περίοδο αυτή, με αφορμή τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, ασκήθηκαν εξωτερικές πιέσεις στην Ελλάδα να χαλαρώσει την πολιτική της απελάσεως των λαθρομεταναστών που είχαν εισβάλει κατά κύματα στη χώρα, κυρίως Αλβανών.

         Η χαλάρωση της πολιτικής της απελάσεως των παρανόμων, εκφράσθηκε με τα πρώτα Προεδρικά Διατάγματα που ακολούθησαν το νόμο του 1991. Τα διατάγματα 358/1997 και 359/1997 εγκαινίασαν το πρώτο πρόγραμμα νομιμοποιήσεως (το 1998).

         Η χαλαρή αυτή πολιτική, που υποστηρίχθηκε έντονα από τα ΜΜΕ, κόμματα και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, με διεθνείς διασυνδέσεις, εκφράσθηκε στο νέο νόμο 2910 του 2001. Ο ίδιος ο τίτλος του Νόμου εκφράζει το νέο κλίμα : «Είσοδος και Διαμονή Αλλοδαπών στην Ελληνική Επικράτεια. Νομιμοποίηση και Άλλα Μέτρα». Η «απέλαση» που αναφερόταν ως στόχος στον προηγούμενο νόμο αντικαταστάθηκε από τη «νομιμοποίηση και άλλα μέτρα».

         Ο νόμος αυτός εισήγαγε, παραλλήλως με τη νομιμοποίηση, και την οικογενειακή επανένωση, που γίνεται βεβαίως αναπόφευκτη όταν η νομιμοποίηση εντάσσεται όχι σε μια προοπτική προσωρινής εργασίας αλλά σε μια προοπτική μόνιμης διαμονής.

         Με βάση το νέο  νόμο, άρχισε και η θέσπιση συνοδευτικών μέτρων για την καταπολέμηση «του ρατσισμού και της ξενοφοβίας», που έγινε το μεγάλο τύμπανο για την ανάσχεση οποιασδήποτε κριτικής ή αντιδράσεως και οποιασδήποτε ουσιαστικής δημόσιας συζητήσεως για τους στόχους, τα όρια και τη λογική της υποτιθέμενης «μεταναστευτικής πολιτικής» η οποία στην ουσία ταυτιζόταν με την απλή νομιμοποίηση λαθρομεταναστών.

         Στην πραγματικότητα αντί να τίθενται στόχοι και όρια μιας πολιτικής και να οριοθετείται αυστηρά η λαθρομετανάστευση, με το νέο νόμο άνοιξε ένας κύκλος και εγκαινιάσθηκε μια πρακτική διαδοχικών νομιμοποιήσεων, με συνεχή μείωση των αναγκαίων προϋποθέσεων γι΄ αυτό. Το τελευταίο είχε ως αποτέλεσμα όχι, βεβαίως, την ανάσχεση της λαθρομεταναστεύσεως αλλά τη συνέχισή της και τη διεύρυνση του κύκλου των χωρών που την εκπέμπουν, με προεξάρχουσες τώρα χώρες της Ασίας και της Αφρικής.

Νέος Νόμος το 2005

         Η νέα Κυβέρνηση που διαδέχθηκε την Κυβέρνηση Σημίτη, έφερε στη Βουλή και ψήφισε νέο νόμο τον Αύγουστο του 2005. Ο στόχος του νόμου φαίνεται επίσης από τον τίτλο του : «Είσοδος, Παραμονή και Ένταξη Υπηκόων Τρίτων Χωρών στην Ελλάδα». Ο στόχος της «νομιμοποίησης» που είχε αντικαταστήσει την «απέλαση» στον αρχικό νόμο του 1991, αντικαταστάθηκε με τη σειρά του από την «ένταξη» που υποδηλώνει πολιτική εντάξεως των λαθρομεταναστών στην Ελληνική κοινωνία.

         Αναρωτιέται κανείς γιατί ένας λαθρομετανάστης να μη δοκιμάσει την τύχη του στην Ελλάδα όταν με τόση ευκολία διανοίγεται μπροστά του η προοπτική για μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα μας;

Το Παράδειγμα της Αυστραλίας

         Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να αναφερθεί κανείς σε ένα περιστατικό που εξελίχθηκε στη μακρινή Αυστραλία. Ένα πλεούμενο σε πολύ κακή κατάσταση, ενοικιασμένο, προφανώς, από διακινητές λαθρομεταναστών και γεμάτο λαθρομετανάστες, κατευθύνθηκε, πριν τρία χρόνια, προς τις ακτές της Αυστραλίας.

         Η τελευταία, αν και είναι μια χώρα μεταναστών και μια ήπειρος που έχει ακόμη μόνο 18 εκατ. κατοίκους, δεν ενέδωσε σε κάθε είδους διεθνείς πιέσεις για να δεχθεί, ως ανθρωπιστική χειρονομία, τους εξαθλιωμένους λαθρομετανάστες που βρίσκονταν στο πλεούμενο. Αντιθέτως, έστειλε το Ναυτικό της και δεν επέτρεψε στο σκάφος των λαθρομεταναστών να εισέλθει στα χωρικά της ύδατα. Με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ, δέχθηκε τελικά ο Καναδάς του λαθρομετανάστες.

         Οι Αυστραλοί δεν είναι, βεβαίως, λιγότερο φιλελεύθεροι και ανθρωπιστές από άλλους. Έχουν όμως μια μακρόχρονη συγκεκριμένη μεταναστευτική πολιτική. Θέτουν με αυτή στόχους και όρια. Δεν είναι διατεθειμένοι, με κανένα τρόπο, να χάσουν τον έλεγχο της πολιτικής τους, να παίξουν το παιχνίδι των δουλεμπορικών δικτύων, που διακινούν τους λαθρομετανάστες και προσπάθησαν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να ανοίξουν στη λαθρομετανάστευση την Αυστραλία, εκμεταλλευόμενοι τη σημερινή ευνοϊκή διεθνή συγκυρία. Η Αυστραλία δεν κάμφθηκε από πιέσεις. Έμεινε σταθερή στην πολιτική της. Αυτό που μπορεί κανείς να διαπιστώσει είναι το γεγονός ότι από τότε δεν έφθασε στις ακτές της κανένα άλλο πλεούμενο με λαθρομετανάστες

Η νέα Κυβέρνηση συνέχισε την ίδια πολιτική της Κυβερνήσεως Σημίτη

         Στην Ελλάδα ούτε η αλλαγή κυβερνήσεως οδήγησε σε αλλαγή πολιτικής. Η νέα κυβέρνηση συνέχισε, δυστυχώς, την ίδια δήθεν «φιλελεύθερη», «πρωτοποριακή» και «προοδευτική» πολιτική της κυβερνήσεως Σημίτη.

         Μετά την εισαγωγή του νέου νόμου του 2005, ακολούθησαν Προεδρικά Διατάγματα και διαδοχικές τροποποιήσεις του νόμου, με στόχο την παραπέρα μείωση και χαλάρωση των προϋποθέσεων ώστε να γίνει δυνατή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η νομιμοποίηση όλων σχεδόν όσων βρίσκονται παρανόμως στη χώρα.

         Η πολιτική αυτή συνοδεύεται από μια μεγάλη εκστρατεία προβολής και ενημερώσεως με επίκεντρο την κοινωνική ένταξη και την «πολυπολιτισμική» πολιτική. Πρωτοστατεί σ΄ αυτήν το Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής, που οργανώνει για το σκοπό αυτό συνεχώς συνέδρια και ημερίδες ανά την επικράτεια, στις οποίες καλούνται να συμμετάσχουν και να κάνουν δηλώσεις πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς. Οι τελευταίοι συναγωνίζονται μεταξύ τους σε υποστήριξη πολιτικών για την κοινωνική ένταξη των «μεταναστών», για την καταπολέμηση του «ρατσισμού και της ξενοφοβίας» και τη μετάλλαξη της Ελλάδος σε «πολυπολιτισμική» κοινωνία.

         Ο ίδιος ο Δήμαρχος Αθηναίων μίλησε, σε υψηλό τόνο, για τη «σταδιακή ανάδειξη της Αθήνας σε μεγάλη πολυπολιτισμική μητρόπολη»! Παραβλέπει ο Δήμαρχος της Ελληνικής πρωτεύουσας ότι η πολυπολιτισμική μητρόπολη συνδέεται με διεθνή ρόλο στην οικονομία, την πολιτική και τον πολιτισμό και όχι με την παράνομη και ανεξέλεγκτη εγκατάσταση στην πόλη εξαθλιωμένων λαθρομεταναστών από κάθε γωνιά του πλανήτη.

         Στον ίδιο τόνο, σ΄ ένα παρόμοιο συνέδριο, η Υπερνομάρχης Αττικής έθεσε θέμα αυτόματης αποκτήσεως της Ελληνικής  υπηκοότητας των παιδιών που γεννούνται στην Ελλάδα, ανεξάρτητα εάν οι γονείς τους παραμένουν παράνομα στη χώρα. Με τη λογική αυτή, που αντιμάχεται την αρχή του διεθνούς δικαίου ότι «παράνομος νόμιμον ου ποιεί», θα μπορούσαν, π.χ., να θεωρηθούν Κύπριοι υπήκοοι και όσα παιδιά εποίκων στην κατεχόμενη Κύπρο γεννήθηκαν στο νησί.

         Αυτό το οποίο κυριολεκτικά εκπλήσσει είναι η μονομέρεια, η οποία κυριαρχεί στην αντιμετώπιση ενός τεράστιου και πολύ σοβαρού θέματος, που  μπορεί να έχει μέσα στο χρόνο καταλυτικές επιπτώσεις για τη μικρή μας χώρα.

         Να ενταχθούν, π.χ., στην κοινωνία ποιος, πόσοι και με ποιες προϋποθέσεις; Να ενταχθούν μόνο αυτοί που είναι ήδη εδώ ή και αυτοί που εξακολουθούν να έρχονται και για τους οποίους η νομιμοποίηση και η ένταξη λειτουργεί ως μαγνήτης;

         Είναι προφανές ότι η κοινωνική ένταξη ενός ορισμένου αριθμού μεταναστών, τους οποίους χρειάζεται η Ελληνική οικονομία, προϋποθέτει τον έλεγχο της λαθρομεταναστεύσεως. Δεν είναι δυνατόν να γίνεται μόνο λόγος για ένταξη και να μη λαμβάνονται αυστηρότατα μέτρα για τον έλεγχο της λαθρομεταναστεύσεως.

         Δεν είναι επίσης δυνατόν να υπολαμβάνεται η Ελλάδα ως «νέα» χώρα ανοικτή σε διεθνή μετανάστευση και εποικισμό. Να δημιουργείται η εντύπωση ότι όποιος εισέρχεται και εγκαθίσταται παρανόμως έχει βάσιμη ελπίδα να νομιμοποιηθεί και να γίνει μόνιμος κάτοικος σήμερα και πολίτης αύριο της χώρας.


Το Παράδειγμα της Κύπρου
         Η Κύπρος υφίσταται από τη θέση της παρόμοιες μεταναστευτικές πιέσεις με την Ελλάδα. Έχει επιπλέον να αντιμετωπίσει τη σκόπιμη διοχέτευση λαθρομεταναστών στην  ελεύθερη Κύπρο από το κατοχικό καθεστώς, μέσω της γραμμής Αττίλα.

         Η Κύπρος, όμως, βρίσκεται, παρ΄ όλα αυτά, σε πολύ καλύτερη κατάσταση, εφαρμόζοντας μια πιο αυστηρή πολιτική. Κύρια στοιχεία της πολιτικής αυτής είναι τα ακόλουθα :

         α.     Κάνει σαφές ότι δεν ενδιαφέρεται για μόνιμους μετανάστες αλλά για εργατικό δυναμικό.

         β.     Στο πνεύμα αυτό, χορηγεί άδεια εργασίας για 2 χρόνια. Αυτή μπορεί να ανανεωθεί για άλλα 2 χρόνια. Μετά τη λήξη της ανανεώσεως, ο ξένος εργαζόμενος πρέπει να αναχωρήσει. Εφόσον μείνει εκτός Κύπρος για 1 χρόνο, έχει δικαίωμα να επανέλθει για άλλα 4 χρόνια (2+2). Δεν επιτρέπεται δηλαδή στον ξένο εργαζόμενο να συμπληρώσει πενταετία και να καταστεί «επί μακρόν διαμένων» καθεστώς που του παρέχει επ΄ αόριστον διαμονή.

         γ.      Η κυβέρνηση διαβουλεύεται και συμφωνεί με τα εργατικά συνδικάτα για τον αριθμό των ξένων εργαζομένων, στους οποίους θα επιτραπεί να εισέλθουν στην Κύπρο για να εργασθούν. Προστατεύεται με τον τρόπο αυτό ο Κύπριος εργαζόμενος και αποφεύγεται η ανατροπή των όρων ισορροπίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στην αγορά. Για το σκοπό αυτό, περισσότερο από την κυβέρνηση, επαγρυπνούν τα εργατικά συνδικάτα, που γενικά αντιτίθενται στην άκριτη και ανεξέλεγκτη εισαγωγή ξένου, φθηνού εργατικού δυναμικού.

         δ.     Οι ανάγκες καλύπτονται εν μέρει με την προσφορά εργασίας σε 15.000 Τουρκοκυπρίους.

         ε.      Η κυβέρνηση διατηρεί σε ισχύ, παρά τις πιέσεις των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, τη νομοθεσία για την παράνομη είσοδο στη χώρα (ποινικό αδίκημα). Οι παρανομούντες συλλαμβάνονται και είτε απελαύνονται, χωρίς άλλη διαδικασία, κατ΄ εφαρμογή του νόμου, είτε παραπέμπονται σε δίκη και απελαύνονται μετά την έκτιση της ποινής τους.

         στ.   Για να καταπολεμηθεί η μαύρη εργασία και η παράνομη απασχόληση λαθρομεταναστών, η κυβέρνηση έχει ποινικοποιήσει, με βαρειές ποινές, την απασχόληση παρανόμως εισελθόντων και διαμενόντων στην Κύπρο.


Το Παράδειγμα της Ισπανίας

         Η σημερινή κυβέρνηση Θαπατέρο της Ισπανίας, όταν ανέλαβε την εξουσία, θέλησε να «λύσει» το πρόβλημα των παρανόμων μεταναστών στην Ισπανία με τη μαζική νομιμοποίηση 600.000 παρά τις αντίθετες συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

         Υπενθυμίζεται σχετικά ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ψήφισμά του για την κοινή μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ (28-9-3006) έχει ταχθεί σαφώς κατά της πολιτικής των μαζικών νομιμοποιήσεων. Συγκεκριμένα, το σχετικό ψήφισμά του αναφέρει : «Η μαζική νομιμοποίηση των παρανόμων μεταναστών δεν αποτελεί λύση μακροπρόθεσμη, δεδομένου ότι με ένα τέτοιο μέτρο δεν επιλύονται τα πραγματικά βαθύτερα προβλήματα».

         Η μαζική νομιμοποίηση δεν έλυσε, βεβαίως, το πρόβλημα στην Ισπανία. Αντιθέτως, το γιγάντωσε. Κατέστησε σύντομα την Ισπανία μαγνήτη και άρχισαν να έρχονται προς την Ισπανία νέα κύματα λαθρομεταναστών, ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση των απομονωμένων Καναρίων Νησιών στον Ατλαντικό.

         Η Ισπανία άλλαξε πολιτική άρδην. Κατέφυγε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ζήτησε κάθε είδους βοήθεια. Συνεκλήθησαν με δική της πρωτοβουλία τρεις Ευρωπαϊκές Διασκέψεις για την αντιμετώπιση της λαθρομεταναστεύσεως και κινητοποίησε το Ναυτικό και την Αεροπορία της για τον συνεχή έλεγχο των προσβάσεων της χώρας και την έγκαιρη αποτροπή νέων αποβάσεων λαθρομεταναστών στις ακτές της.

         Το θέμα κατέστη πρώτο εθνικό θέμα. Σε δημοσκοπήσεις που έγιναν το 64% έως το 70% των Ισπανών έθεσαν ως πρώτο και μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας τη λαθρομετανάστευση. Σημειωτέον, ο αριθμός των ξένων μεταναστών στην Ισπανία, μια χώρα με πολλαπλάσιο πληθυσμό σε σχέση με την Ελλάδα είναι 3 εκατ. περίπου. Από αυτούς το 1 εκατ. είναι Ισπανόφωνοι της Λατινικής Αμερικής.

         Το ίδιο κλίμα επικρατεί σε όλες σχεδόν τις Ευρωπαϊκές χώρες. Όλες λαμβάνουν αυστηρά μέτρα για τον έλεγχο της λαθρομεταναστεύσεως. Ακόμη και η τόσο φιλελεύθερη στον τομέα αυτό Σουηδία, που έχει μια ιστορία υποδοχής μεταναστών 60 τουλάχιστον χρόνων, έχει σήμερα 1 εκατ. περίπου μετανάστες (10% περίπου του πληθυσμού). Σημειωτέον, οι μετανάστες αυτοί εισήλθαν στη χώρα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, με νόμιμο και ελεγχόμενο τρόπο.

Η περίεργη «πρωτοπορεία» της Ελλάδος

         Είναι εκπληκτικό και άκρως ανησυχητικό το γεγονός ότι η Ελλάδα, σε μια περίοδο 15 περίπου χρόνων, κατόρθωσε να αφήσει πίσω της, σε ποσοστό νομίμων και παρανόμων μεταναστών, χώρες με αποικιοκρατικό παρελθόν και με μεταναστευτική ιστορία περισσότερο του ενός αιώνα.

         Η Ελλάδα σήμερα, με βάση τις Ευρωπαϊκές και εθνικές στατιστικές, έρχεται πρώτη σε ολόκληρη την Ευρώπη σε ποσοστό νομίμων και παρανόμων μεταναστών. Ένα αποκαλυπτικό και χαρακτηριστικό δείγμα είναι πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Μελετών. Σύμφωνα με αυτή, στα 102 σχολεία της περιοχής Αθηνών, ο αριθμός των αλλοδαπών μαθητών ανέρχεται ήδη στο 30%. Σε ορισμένα σχολεία το ποσοστό ανέρχεται σε 80% και 90%.

         Η κατάσταση αυτή επιτάσσει επανεξέταση της ακολουθούμενης πολιτικής και τη λήψη αυστηρών μέτρων, με στόχο να σταλεί μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν έχει και δεν θα έχει καμιά ανοχή της λαθρομεταναστεύσεως. Επί Φινλανδικής Προεδρίας, κατά το προηγούμενο εξάμηνο, οκτώ Πρωθυπουργοί, μεταξύ αυτών ο Έλληνας Πρωθυπουργός, και Πρόεδροι χωρών-μελών της ΕΕ έστειλαν κοινή επιστολή στον Πρόεδρο της ΕΕ κ. Μπαρόζο, εκφράζοντας την ανησυχία τους για τη λαθρομετανάστευση στην Ευρώπη και την ανάγκη να διαμορφωθεί μια κοινή και αποτελεσματική πολιτική για την αντιμετώπισή της.

         Παρ΄ όλα αυτά, τόσο σε επίπεδο κυβερνητικής πολιτικής όσο και σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων και ΜΜΕ το θέμα λαθρομετανάστευση δεν αναδεικνύεται επαρκώς ως εθνικό πρόβλημα της χώρας. Αντιθέτως, καλλιεργείται η εντύπωση ότι οι μετανάστες θα βοηθήσουν στη λύση των οικονομικών προβλημάτων και κυρίως του ασφαλιστικού, που παρουσιάζει μεγάλο πρόβλημα λόγω της δημογραφικής κρίσεως. Στην εκτίμηση όμως αυτή δεν λαμβάνονται υπ' όψιν, πρώτον, το πολλαπλάσιο κοινωνικό κόστος και δεύτερον, οι άλλες συνέπειες στην εθνική και κοινωνική συνοχή της χώρας.

         Αφήνουν να εννοηθεί επίσης ότι περίπου είναι σχεδόν αναπόφευκτη με την παγκοσμιοποίηση, αν όχι ευκταία η μετάβαση σε μια «πολυπολιτισμική» κοινωνία και ότι για το λόγο αυτό δεν πρέπει να μας ανησυχεί η μεγάλη εισροή «μεταναστών».

         Αφήνουν επίσης να εννοηθεί ότι το θέμα θα ρυθμισθεί περίπου από την αγορά εργασίας. Στο πνεύμα αυτό :

         α.     Υποβαθμίζεται η λαθρομετανάστευση ως πολιτικό θέμα.

        β.     Υπολαμβάνεται ως αφορμή και ως νέα αντικειμενική πραγματικότητα για την υποστήριξη και την προώθηση της λεγόμενης «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας.

         γ.      Στο όνομα της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες για την προώθηση «νέου πνεύματος» στην παιδεία, δείγματα του οποίου είναι τα βιβλία Ιστορίας, κατά πρώτο λόγο το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄Δημοτικού. Με απλά λόγια, επωφελούμενοι από το πνεύμα αυτό, ορισμένοι ζηλωτές φτάνουν στο σημείο να επιχειρούν και να απεργάζονται τη συστηματική αποδόμηση της εθνικής ιδέας και την υποκατάσταση της Ελληνικής Παιδείας από την «πολυπολιτισμική» Παιδεία της παγκοσμιοποίησης.

         δ.     Από την άποψη αυτή, είναι ενδεικτική επίσης η πρόταση αναθεωρήσεως του άρθρου 5 του Συντάγματος, που υπεβλήθη από την Αξιωματική Αντιπολίτευση και αναφέρεται στα δικαιώματα των αλλοδαπών.

         Κατά απροκάλυπτο τρόπο, υπολαμβάνεται ως πολιτική της Ελλάδος η παγκοσμιοποίηση και υποβάλλεται η ιδέα ότι η Ελλάδα πρέπει να πρωτοπορήσει προς την κατεύθυνση αυτή. Γιατί; Συγκεκριμένα, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Η εισαγωγή συνταγματικής πρόβλεψης σχετικά με τα δικαιώματα των αλλοδαπών που μένουν μόνιμα στη χώρα μας αποτελεί μια αναγκαιότητα στη νέα πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης. Η Ελλάδα έχει γίνει πλέον μια σημαντική χώρα υποδοχής μεταναστών και οφείλουμε να κατοχυρώσουμε θεσμικά τη θέση τους στην κατεύθυνση της ενσωμάτωσής τους στην Ελληνική κοινωνία. Επισημαίνουμε ότι η εισαγωγή ρητής ρύθμισης για τους αλλοδαπούς στο Σύνταγμά μας θα αποτελούσε μια πρωτοπορειακή πρόταση και θα ήταν πράγματι μια καινοτομία σε σχέση με τα Συντάγματα άλλων χωρών»!!

                 Τα ερωτήματα είναι αυτονόητα :

                 (1)    Γιατί να σπεύσει η Ελλάδα να στείλει ένα άλλο λάθος μήνυμα που θα έχει ως αποτέλεσμα τη συνέχιση αν όχι τη μεγαλύτερη ακόμη ένταση της λαθρομεταναστεύσεως;

(2)    Γιατί η Ελλάδα να σπεύσει να δέσει τα χέρια της και να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός με ρητές διατάξεις στο Σύνταγμά της για ένα θέμα που εξελίσσεται στο μεγαλύτερο εθνικό πρόβλημα της χώρας, έστω και αν υποβαθμίζεται σκοπίμως και αποσιωπάται;

(3)    Γιατί να «πρωτοπορήσει» η Ελλάδα και να «καινοτομήσει» σ΄ ένα θέμα στο οποίο όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες εκφράζουν μεγάλη επιφύλαξη, ανησυχία και προβληματισμό;

(4)    Γιατί η Ελλάδα να πρωτοστατεί στην προώθηση της παγκοσμιοποίησης και της λεγόμενης κατ΄ ευφημισμό «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας, όταν είναι φανερό ότι αυτό οδηγεί στην υπονόμευση και αποδόμηση του εθνικού κράτους;

         ε.      Στο ίδιο πνεύμα, έγινε ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Κοινοτικής οδηγίας 109/2003 που αφορά στην «οικογενειακή επανένωση», τη μετάκληση δηλαδή στη χώρας της οικογένειάς του από κάθε μετανάστη, στον οποίο αναγνωρίζεται το καθεστώς του «επί μακρόν διαμένοντος» μετά από παραμονή πέντε ετών.

         Η θέσπιση της οδηγίας είναι και αυτή πρωτοβουλία της Ελλάδος (Κυβέρνηση Σημίτη), επί Ελληνικής Προεδρίας. Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες ήταν πολύ επιφυλακτικές μέχρι σαφώς αντίθετες. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι η σχετική Κοινοτική οδηγία ενσωματώθηκε μέχρι τώρα στο Εθνικό Δίκαιο μόνο από πέντε χώρες-μέλη.

         Η Οδηγία, σε συνθήκες ανεξέλεγκτης λαθρομεταναστεύσεως, λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής, γιατί ο αριθμός των μεταναστών πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των μελών της οικογένειας. Το μέτρο είναι ορθό και ανθρωπιστικό υπό συνθήκες ελεγχόμενης και προγραμματισμένης μεταναστεύσεως, οπότε συνυπολογίζεται στον αριθμό τους και στο όριο ασφαλείας και η οικογενειακή επανένωση.

Συμπέρασμα

         1.     Το πρόβλημα της λαθρομεταναστεύσεως αποτελεί μέγα εθνικό πρόβλημα, ανεξάρτητα αν υποβαθμίζεται από υποτίμηση, ιδεολογική σύγχυση, αμηχανία ή σκοπιμότητα.

2.     Η παγκοσμιοποίηση αντιμάχεται εκ των πραγμάτων το εθνικό κράτος γιατί επιδιώκει να επιβάλει την ενιαία παγκόσμια αγορά πέρα από εθνικούς φραγμούς και περιορισμούς. Περιβάλλει την επιδίωξή της αυτή με ιδεολογήματα περί διεθνισμού, κοσμοπολιτισμού, «πολυπολιτισμού» τα οποία δεν πρέπει κανείς να παίρνει τοις μετρητοίς και να τα δέχεται ανεπιφύλακτα.

3. Το εθνικό κράτος είναι το βάθρο της συλλογικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας κάθε λαού και το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκεί τη λαϊκή κυριαρχία του, θεμελιώνει το δημοκρατικό του πολίτευμα και κατοχυρώνει τα ανθρώπινα και συλλογικά δικαιώματά του.

4.     Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια ελεύθερη Ένωση, Συμπολιτεία εθνών και κρατών, μέσα στην οποία επιδιώκονται από κοινού στόχοι και κοινή πορεία. Αποτελεί μια περιφερειακή Ένωση, που έχει ως κοινό παρονομαστή συγκρίσιμα επίπεδα ζωής, γεωγραφική συνοχή, κοινά στοιχεία ιστορικού παρελθόντος και κοινές αξίες. Η σχετική εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στο πλαίσιο αυτό, στο οποίο κατοχυρώνεται θεσμικά η ισότιμη συμμετοχή, είναι νοητή και αποδεκτή.
         Είναι προφανές όμως ότι η υπερφαλάγγιση και της υπερεθνικής αυτής Ενώσεως από την παγκοσμιοποίηση, θέτει ερωτήματα και προβληματισμούς. Είναι κάτι το οποίο πρέπει να συζητηθεί και να αντιμετωπισθεί σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, με την ενεργό συμβολή της Ελλάδος.

5.     Η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να πρωτοστατεί σε πολιτικές παγκοσμιοποίησης και αποδομήσεως της εθνικής ιδέας και του εθνικού κράτους, που αυτή επιδιώκει.

6.     Η σημερινή λαθρομετανάστευση είναι πτυχή της παγκοσμιοποίησης. Δεν πρέπει σ΄ αυτό να υπάρχει καμιά σύγχυση, ούτε σύγκριση με την Ελληνική μετανάστευση είτε στις νέες χώρες (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία) είτε στην Ευρώπη (Γερμανία, Βέλγιο). Επρόκειτο και στις δύο περιπτώσεις για νόμιμη και ελεγχόμενη μετανάστευση.

7.     Περιορισμένη, επιλεκτική και αυστηρά ελεγχόμενη μετανάστευση είναι επωφελής για την Ελληνική οικονομία και κοινωνία.
         Η σημερινή όμως ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση και οι άκριτες μαζικές νομιμοποιήσεις υπονομεύουν τα ίδια τα θεμέλια του Ελληνικού εθνικού κράτους και της κοινωνικής συνοχής.

8.     Η Ελλάδα πρέπει επειγόντως να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Να θέσει επί τάπητος για σοβαρή δημόσια συζήτηση το θέμα.

9.     Να διαμορφώσει άμεσα και να προωθήσει αποφασιστικά μια τολμηρή δημογραφική πολιτική για την αναστροφή των σημερινών επικίνδυνων τάσεων, που οδηγούν σε δημογραφική συρρίκνωση.

10. Να αναθεωρήσει την επικίνδυνη άποψη ότι πρέπει δήθεν αυτή να ακολουθήσει πρωτοπορειακή πολιτική στην ανοχή της λαθρομεταναστεύσεως. Ας επιζητήσει τις πρωτοπορείες αλλού. Στην επιστήμη, την παιδεία, που έχει καταποντισθεί, την τεχνολογία και τον πολιτισμό. Όχι προς μια κατεύθυνση που απειλεί το ίδιο το εθνικό της μέλλον και την εθνική της ύπαρξη στο προσκήνιο της ιστορίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου