Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Ο επικίνδυνος πειρασμός της ελληνοϊσραηλινής προσέγγισης και ο δρόμος του μοναχικού πολεμιστή


του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα*

Η πρόσφατη διαμάχη Τουρκίας – Ισραήλ έθεσε μεγάλα ερωτήματα στην ελληνική εξωτερική πολιτική, κυρίως με το κατά πόσο η εξέλιξη αυτή συμφέρει την Ελλάδα, ενώ έφερε στο προσκήνιο και την επιλογή (;) μιας συμμαχίας με το Ισραήλ. Είναι αυτή όμως άραγε μια σοφή πολιτική και οι εξελίξεις αυτές είναι πράγματι προς όφελός μας;

Καταρχάς, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός της εξαιρετικά άβολης θέσης στην οποία βρίσκονται οι ΗΠΑ σε αυτή τη διαμάχη. Φυσικά και δεν μπορούν να «πουλήσουν» το Ισραήλ, από την άλλη όμως πολύ δύσκολα θα αποφασίσουν να συγκρουστούν με την Τουρκία. Όχι τόσο γιατί τη χρειάζονται ή πιστεύουν πως τη χρειάζονται, όσο γιατί τη φοβούνται. Και συγκεκριμένα φοβούνται ότι μπορεί να μετατραπεί σε ένα ισλαμιστικό – αντιαμερικανικό κράτος και να δημιουργήσει συμμαχία με το Ιράν. Και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τουρκία βρίσκεται εκτός των δυνατοτήτων «δυναμικής αντιμετώπισης» της αμερικανικής πολεμικής μηχανής σήμερα…

Άρα λοιπόν, αυτό που μένει στους Αμερικανούς είναι να κρατήσουν προσωρινά μια πολιτική ουδετερότητας στην τουρκοϊσραηλινή αντιπαλότητα, να ενισχύσουν τις τουρκοαμερικανικές σχέσεις σε άλλους τομείς και να «εξευμενίσουν» την Τουρκία. Πράγματι, η πολιτική της Ουάσιγκτον έναντι της Τουρκίας τον τελευταίο καιρό είναι πολιτική κατευνασμού. Και το πιο εύκολο θύμα στην περιοχή, η «Ιφιγένεια», που θα μπορούσε να επιτρέψει την υλοποίηση αυτής της πολιτικής, είναι φυσικά η Ελλάδα. Μια χώρα την οποία οι Αμερικανοί δεν φοβούνται, δεν έχουν να περιμένουν τίποτε από αυτή, δεδομένης της συνεχούς γεωπολιτικής της απομείωσης των τελευταίων ετών, και δεν ανησυχούν μήπως ολισθήσει σε ουσιαστικές αντιαμερικανικές στρατηγικές επιλογές (δεν αναφερόμαστε φυσικά στις ανώδυνες κατά καιρούς αντιαμερικανικές εκρήξεις που περιορίζονται σε επίπεδο φρασεολογίας), μια και αποτελεί οργανικό μέρος του δυτικού κόσμου. Ακόμη και τα ανοίγματά της προς τη Μόσχα, επί πρωθυπουργίας Καραμανλή, που θα μπορούσαν να της έχουν προσδώσει ένα νέο γεωπολιτικό ειδικό βάρος το οποίο θα προκαλούσε και το σεβασμό των ΗΠΑ, είχαν δυστυχώς άδοξο τέλος.

Με κανέναν τρόπο, λοιπόν, η επιδείνωση των τουρκοϊσραηλινών και κατ’ επέκταση των τουρκοαμερικανικών σχέσεων δεν συνεπάγεται ότι είναι κατ’ ανάγκην προς όφελος της χώρας μας. Αντιθέτως, τα ζωτικά ελληνικά συμφέροντα μπορεί να αποτελέσουν το εύκολο θύμα που θα επιτρέψει τη διαιώνιση για λίγο καιρό ακόμη της εύθραυστης ισορροπίας στο τρίγωνο Ουάσιγκτον – Τελ Αβίβ – Άγκυρα.

Από την άλλη, βέβαια, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε και το γεγονός ότι αν η Ουάσιγκτον οδηγηθεί ανελέητα σε επιλογές μηδενικού αθροίσματος, έχοντας να επιλέξει ή το Ισραήλ ή την Τουρκία, η απάντηση είναι ξεκάθαρη και δεδομένη. Επιπροσθέτως, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη του Ισραήλ, αργά ή γρήγορα το πιο πιθανόν είναι ότι οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις θα οδηγηθούν σε οδυνηρό σχίσμα, μόλις παύσουν να υφίστανται οι φαντασιώσεις κάποιων πυρήνων εξουσίας στην Ουάσιγκτον, περί «εκσυγχρονιστικού» ρόλου της Τουρκίας στον ισλαμικό κόσμο. Μεταξύ των άλλων, η πολιτική γεωγραφία που δημιουργείται στο μετασανταμικό – μετααμερικανικό Ιράκ θέτει την Τουρκία με τις ΗΠΑ σε σαφέστατη τροχιά έντονης γεωπολιτικής αντιπαλότητας, λόγω του ζητήματος των Κούρδων. Άρα η πιθανότητα οξείας και ξεκάθαρης σύγκρουσης ΗΠΑ – Τουρκίας και Ισραήλ – Τουρκίας σε βάθος χρόνου είναι απολύτως πραγματικά.

Παρεμπιπτόντως, το ενδεχόμενο αυτό δεν είναι σίγουρο ότι έχει γίνει κατανοητό από τις ελληνικές ελίτ, οι οποίες έχουν επενδύσει στην ανορθολογική «ελληνοτουρκική φιλία», θεωρώντας ότι αυτή είναι και η επιλογή της Ουάσιγκτον. Άλλωστε, οι εγχώριες ελίτ που προωθούν αυτή την αυτοκαταστροφική προσέγγιση με την Τουρκία είναι και φιλοαμερικανικές και κατά κανόνα και φιλοϊσραηλινές. Οι άνθρωποι αυτοί, όμως, έχουν άραγε κατανοήσει ότι πιθανώς κάποια στιγμή στο μέλλον όλα αυτά τα ανοίγματα προς την Άγκυρα θα θεωρούνται εν δυνάμει απειλητικά από την Ουάσιγκτον; Και θα είναι άραγε πρόθυμοι να συγκρουστούν με την Ουάσιγκτον, το Τελ Αβίβ και το εβραϊκό λόμπι ανά τον κόσμο για χάρη του νέου τους φίλου;..

Συμμαχία με το Ισραήλ: Γεωπολιτικός ρεαλισμός ή ριψοκίνδυνη ζαριά;

Η δραματική επιδείνωση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων έριξε στο τραπέζι την ιδέα της άμεσης και αποφασιστικής προσέγγισης της Ελλάδας με το Ισραήλ. Η επιλογή αυτή έχει σημαντικά ορθολογικά στοιχεία που ξεφεύγουν κατά πολύ από την απλοϊκά μανιχαϊστική σκέψη «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Όσοι υποστηρίζουν αυτή την άποψη θεωρούν ότι το Ισραήλ είναι μια πολύ ισχυρή δύναμη και μια συμμαχία μαζί του θα προσέφερε τεράστια τακτικά και στρατηγικά πλεονεκτήματα εναντίον κάθε δυνητικού αντιπάλου. Επίσης, είναι πιθανόν να έσερνε τις ΗΠΑ σε μια σταθερή και μόνιμη φιλελληνική θέση.

Κατά την άποψη του γράφοντος, ωστόσο, η επιλογή αυτή είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Καταρχάς, σε παρόμοια περίπτωση όλη η τεράστια, μακροχρόνια, αν και μέχρι στιγμής αναξιοποίητη, γεωπολιτική επένδυση της Ελλάδας στον αραβικό κόσμο θα πήγαινε στράφι. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μια προσέγγιση με το Ισραήλ, υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θα εμφανιζόταν μόνον σαν αντιτουρκική αλλά και σαν αντιπαλαιστινιακή και αντιαραβική. Βέβαια, κάποιος ψυχρός και κυνικός ρεαλιστής θα μπορούσε να πει ότι αυτή η επένδυση στα συναισθήματα των αραβικών λαών απλά δεν μας χρειάζεται και θα μπορούσε να θυσιαστεί. Όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Ναι μεν η δυναμική των ελληνοαραβικών σχέσεων δεν έχει ακόμη δώσει τα αποτελέσματα που θα θέλαμε, αλλά αυτό οφείλεται μάλλον σε άλλους παράγοντες και όχι στην… επένδυση αυτή καθεαυτή. Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ελληνική κοινή γνώμη είναι σαφέστατα προσανατολισμένη υπέρ των Παλαιστινίων και κατά των Ισραηλινών και καμιά στρατηγική επιλογή που θα ήθελε να μακροημερεύσει δεν μπορεί να μην λάβει υπόψη της τις διαθέσεις του ελληνικού λαού. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ακόμη και ο πιο θετικά προδιατεθειμένος προς το Ισραήλ Έλληνας πολίτης θα πρέπει να παραδεχτεί ότι η ισραηλινή πολιτική τα τελευταία χρόνια έναντι των Παλαιστινίων είναι ατελέσφορη, αδιέξοδη, αντιπαραγωγική και εντέλει ανορθολογική, με αποτέλεσμα να έχει οδηγήσει σε σύγκρουση ακόμη και με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια προσέγγιση, λοιπόν, με το Ισραήλ κινδυνεύει όχι μόνο να απομονώσει τη χώρα μας, αλλά και να νομιμοποιήσει με έμμεσο τρόπο την εικόνα που θέλει να περάσει η Τουρκία σαν προστάτιδα των Παλαιστινίων και ηγέτιδα του μουσουλμανικού κόσμου, επιτρέποντάς της να «πουλήσει» θεωρίες περί περικύκλωσής της από τη χριστιανική Ελλάδα και το Ισραήλ. Σε παρόμοια περίπτωση προκύπτει και ο κίνδυνος να μεταβληθεί και η ελληνοτουρκική αντιπαλότητα (η οποία πάντοτε υπάρχει και θα υπάρχει εις βάρος των μεταφυσικών προσπαθειών εξορκισμού της διαμέσου της εκάστοτε «ελληνοτουρκικής φιλίας») σε αντιπαλότητα της Ελλάδας με όλο το μουσουλμανικό κόσμο.

Επιπροσθέτως, κανείς δεν μας εγγυάται ότι η εχθρότητα Ισραήλ – Τουρκίας θα βαθύνει άμεσα και θα λάβει διαστάσεις μόνιμης και οργανικής εχθρότητας και δεν αποτελεί ένα περιστασιακό επεισόδιο, το οποίο θα αντικατασταθεί από μια ακόμη φάση (λυκο)φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, έστω και σε βραχυχρόνιο ορίζοντα.

Στρατιωτική σύγκρουση

Ακόμη όμως και να μην συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι δεν υπάρχει, μάλλον, κάποια άμεση προοπτική στρατιωτικής σύγκρουσης Ισραήλ και Τουρκίας, έτσι ώστε να σπεύσουμε και εμείς να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία και να… πάρουμε την Πόλη!

Η Τουρκία, παρ’ όλους τους λεονταρισμούς της, δεν είναι τόσο αιθεροβάμων ώστε να επιλέξει να συγκρουστεί στρατιωτικά με το Ισραήλ. Και το Ισραήλ, όμως, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε θα ήταν ένας ακόμη στρατιωτικός εχθρός με ισχυρό στράτευμα, δυτική τεχνολογία και ενταγμένος στους θεσμούς του δυτικού κόσμου. Άλλωστε, το γεγονός ότι οι δύο χώρες δεν έχουν κοινά σύνορα δυσκολεύει την όποια στρατιωτική εμπλοκή μεταξύ τους. Επίσης, δεν θα πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο της προώθησης κάποιας λογικής λύσης από πλευράς του Ισραήλ για την επίλυση του Παλαιστινιακού, κάτι που ζητάνε επίμονα οι ΗΠΑ αλλά και μεγάλο μέρος της ισραηλινής κοινής γνώμης. Σε αυτή την περίπτωση, η Τουρκία θα μπορούσε να εμφανιστεί ότι έφερε εις πέρας το ρόλο της ως προστάτιδα των Παλαιστινίων και να αποκαταστήσει, έστω και εν μέρει, τις σχέσεις της με το Τελ Αβίβ. Ο εχθρός του σήμερα είναι ο φίλος του αύριο και το αντίθετο. Και αυτό είναι αξίωμα στη Μέση Ανατολή εδώ και αιώνες.

Άλλωστε, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε την ύπαρξη ισχυρών και γνησίως φιλοϊσραηλινών δυνάμεων στο εσωτερικό της Τουρκίας, κυρίως στο στρατιωτικό κατεστημένο, οι οποίες δυσφορούν πολύ με τις επιλογές της κυβέρνησης Ερντογάν και θα ήθελαν η Τουρκία να κάνει στροφή 180 μοιρών όσον αφορά στις σχέσεις της με το Ισραήλ. Και κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι οι δυνάμεις αυτές έχουν χάσει κάθε δυνατότητα να «φρονιμέψουν» την κυβέρνηση Ερντογάν και να αντιστρέψουν την ισλαμική – αντιισραηλινή της στοχοθέτηση. Η εσωτερική πολιτική σκηνή της Τουρκίας ήταν, είναι και θα είναι γεμάτη εκπλήξεις.

Και τι γίνεται τότε; Αν δηλαδή ο Ερντογάν βάλει νερό στο κρασί του ή ισχυρές δυνάμεις μέσα στην Τουρκία ανατρέψουν τη φιλοαραβική – αντιισραηλινή πολιτική και οι δύο χώρες τα «ξαναβρούν» έστω και προσωρινά;

Σε παρόμοια περίπτωση, αν η χώρα μας θα έχει εκτεθεί ως απροκάλυπτα φιλοϊσραηλινή, οι εξελίξεις αυτές, πολύ απλά, θα την «αδειάσουν» και το μόνο που θα της μείνει θα είναι η εχθρότητα του αραβικού και του ευρύτερου μουσουλμανικού κόσμου με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον.

Ακόμη, δεν θα ήταν φρόνιμο να μην εξετάσουμε το ενδεχόμενο ότι και το Ισραήλ, εκτός από τις ΗΠΑ, μπορεί να ακολουθήσει μια πολιτική κατευνασμού έναντι της Τουρκίας και η πιο πρόσφορη επιλογή σε παρόμοια περίπτωση είναι να στηρίξει τις διεκδικήσεις της Άγκυρας έναντι των ζωτικών συμφερόντων της Ελλάδας και της Κύπρου στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου…

Τέλος, έχει άραγε ερωτηθεί το Ισραήλ αν πράγματι θα ήθελε μια στρατηγική συμμαχία με την Ελλάδα;

Η επιλογή του αυτόνομου δρώντα και η επένδυση στην ισχύ

Από την άλλη, η ευκαιρία είναι πολύ μεγάλη για να τη χάσουμε. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, αυτό που κυριαρχεί στη γεωπολιτική ταυτότητα της περιοχής είναι μια τεράστια και επικίνδυνη γεωπολιτική ασάφεια. Κατά συνέπεια, αυτό που χρειάζονται σε βάθος χρόνου, τόσο οι ΗΠΑ και η Ευρώπη όσο και το Ισραήλ, είναι ισχυρά σημεία «αγκυροβολίου πολιτικής» που θα μπορούν να μειώσουν το βαθμό αβεβαιότητας και να αποτελέσουν κρίσιμης σημασίας στηρίγματα σε περίπτωση ακραίων εξελίξεων. Αν δηλαδή η Τουρκία οδηγείτο σε σαφέστατα εχθρική σχέση μαζί τους. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, πρόκειται ίσως για τη μόνη χώρα στην περιοχή που μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο, μια και είναι βαθιά ενταγμένη στους οργανικούς θεσμούς και τη γεωπολιτική υπόσταση της Δύσης και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτό που της λείπει όμως, ώστε να μπορεί να παίξει παρόμοιο ρόλο, είναι η ισχύς.

Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσαμε να κρατήσουμε πολύ χαμηλούς τόνους σε αυτή την αντιπαράθεση και να κρατηθούμε απέξω. Αυτό σημαίνει όχι μόνο να αποφύγουμε να ταυτιστούμε με το Ισραήλ, αλλά και να απομακρυνθούμε, όσο είναι καιρός, από την Τουρκία, σταματώντας την αυτοκαταστροφική πολιτική της «ελληνοτουρκικής προσέγγισης». Εν παραλλήλω, θα πρέπει να ενισχύσουμε τη γεωπολιτική μας υποδομή, έτσι ώστε να γίνουμε εν δυνάμει ισχυροί παράγοντες στην περιοχή, αποτρέποντας ταυτοχρόνως την πιθανότητα να αποτελέσουμε την «Ιφιγένεια» σε μια πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας από πλευράς ΗΠΑ και Ισραήλ. Να αντιστρέψουμε, δηλαδή, αυτή τη συνεχή πορεία γεωπολιτικής απομείωσης των τελευταίων ετών και να ξαναγίνουμε «κάτι» όχι ταυτιζόμενοι με κάποιο άλλο κράτος, αλλά ενισχύοντας την άμεση γεωπολιτική μας υπόσταση.

Κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ μάλλον θα προτιμούσαν μια ισχυρή αν και φιλοπαλαιστινιακή Ελλάδα, η οποία όμως, έτσι και αλλιώς, λόγω της δυτικής γεωπολιτικής της ταυτότητας, αποτελεί εν δυνάμει σύμμαχο, παρά μια φιλοϊσραηλινή αλλά αδύναμη, άρα και άχρηστη Ελλάδα.

Κι αν όλα τα παραπάνω φαίνονται πολύ θεωρητικά, ένα άμεσο μέτρο που, κατά την άποψη του γράφοντος, θα ενίσχυε την «κρίσιμη γεωπολιτική υποδομή» της Ελλάδας, θα την τοποθετούσε στο κέντρο των εξελίξεων και θα αύξανε δραματικά τη σπουδαιότητά της για το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, χωρίς ταυτοχρόνως να ενοχληθεί καμιά από τις αραβικές χώρες και χωρίς να χρειάζεται να αλλάξει η ρητορική της Ελλάδας από φιλοαραβική σε φιλοϊσραηλινή, είναι η άμεση απόκτηση ναυτικών αντιβαλλιστικών ικανοτήτων.

Βέβαια, σε καμία περίπτωση παρόμοια επιλογή δεν θα πρέπει να συνδυαστεί με κάποια ένταξη, επίσημη ή ανεπίσημη, στον αντιβαλλιστικό σχεδιασμό της Ουάσιγκτον, κάτι που θα μπορούσε ίσως να προκαλέσει την αντίδραση της Ρωσίας. Δεδομένης της γεωπολιτικής λειτουργίας της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, την ΕΕ και τη Ζώνη του Ευρώ, δηλαδή στο «σκληρό πυρήνα» της Δύσης, οι ελληνικές αντιβαλλιστικές ικανότητες εντάσσονται αυτομάτως στο στρατηγικό δυναμικό της Δύσης, χωρίς να χρειάζονται θορυβώδεις διακηρύξεις.

Σε παρόμοια περίπτωση, οι αντιβαλλιστικές ικανότητες του ΝΑΤΟ στην περιοχή (άρα εν δυνάμει και του Ισραήλ) ενισχύονται, η γεωστρατηγική Ομπάμα, που δίνει μεγάλη έμφαση στη ναυτική αντιβαλλιστική άμυνα, υποστηρίζεται με αποφασιστικό τρόπο, ο γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας απομειώνεται και οι άμεσες αμυντικές δυνατότητες της χώρας μας έναντι της τουρκικής απειλής αυξάνονται αποφασιστικά, ιδιαίτερα δε έναντι των τουρκικών βαλλιστικών όπλων, τα οποία έχουν αυξηθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια. Από την άλλη, ούτε οι Παλαιστίνιοι ούτε κανένας άλλος θίγεται και η Ελλάδα μπορεί να παραμένει κριτική έναντι του Ισραήλ και φιλοπαλαιστινιακή. Ταυτοχρόνως, όμως, θα έχει μετατραπεί σε μια μεγάλη μακροχρόνια επένδυση «μείωσης ρίσκου» για το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, σε περίπτωση που οι σχέσεις τους με την Τουρκία οδηγηθούν σε μια μεγάλη, οριστική και καταστρεπτική ρήξη κάποια στιγμή στο μέλλον. Βέβαια, η αγορά οπλικών συστημάτων, έστω και πολύ μεγάλης γεωπολιτικής αξίας, αυτή την εποχή είναι εκτός πραγματικότητας δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της Ελλάδας. Όμως, αν πράγματι η υπόθεση του γράφοντος είναι σωστή, θα μπορούσε να εξεταστεί ακόμη και η πιθανότητα της απόκτησης παρόμοιων ικανοτήτων από το Ελληνικό Ναυτικό με αμερικανική ή νατοϊκή χρηματοδότηση. Η απόλυτη κίνηση ματ, βέβαια, θα ήταν η απόκτηση από την Ελλάδα ρωσικών αντιβαλλιστικών συστημάτων S-400 ή και άλλων πιο εξελιγμένων στο μέλλον, που θα πλαισίωναν τα ναυτικά αντιβαλλιστικά συστήματα, με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον. Ακούγεται σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά ίσως κινείται στη σφαίρα των ρεαλιστικών επιλογών…

* Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι ειδικός σε θέματα γεωπολιτικής ανάλυσης και πολεμικών τεχνολογιών. Διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Πηγή: m-epikaira.gr

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Συνέντευξη του Σαράντου Καργάκου στο indubio.gr


΄΄ .. Σήμερα ακούω πολλούς να λένε «ο Θεός να βάλει το χέρι Του». Το εύχομαι αλλά προσεύχομαι αυτή τη φορά ο Θεός να βάλει το χέρι Του υπό μορφή μπουνιάς, γιατί μας χρειάζεται΄΄.




1) Ποια είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα, ποια είναι η προσωπικότητά της και οι αρχές οι οποίες τη διέπουν;


Το μπάχαλο και η απροσωπία. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει πρόσωπο, είχε μέχρι πρότινος ένα προσωπείο, το οποίο κατέπεσε και αφού κατέπεσε το προσωπείο αυτό, πίσω από αυτό είδαμε ένα πρόσωπο που μας θυμίζει το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ. Δηλαδή ένα πρόσωπο που τα στίγματα της αμαρτίας, της ανομίας του εκφυλισμού το είχαν κάνει πρόσωπο εκτρωματικό.


2) Για τι σήμερα οι δομικοί κοινωνικοί θεσμοί της χώρας μας όπως φερʼ ειπείν η παιδεία, η πολιτεία, η δικαιοσύνη, η εκκλησία και άλλα απαξιώνονται τόσο πολύ από τους ίδιους τους πολίτες; Μήπως είναι επικίνδυνο αυτό εννοώντας ότι όταν παρουσιάζουν δείγματα καταπτώσεως και αναποτελεσματικότητας οι εκπρόσωποι των θεσμών πρέπει εμείς οι ενεργοί πολίτες να εστιάζουμε την κριτική μας μόνο στους κακούς εκπροσώπους και όχι να προσπαθούμε να απαξιώνουμε τους ίδιους τους θεσμούς;


Οι θεσμοί είναι δεσμοί και με τις δύο έννοιες. Και με την αρνητική και με τη θετική. Δεσμοί με τη θετική έννοια είναι, ότι δένουν, σφίγγουν το κοινωνικό σύνολο, του δίνουν δηλαδή μια στιβαρότητα, αλλά όταν γίνονται δεσμοί με την κακή σημασία τότε λειτουργούν πνικτικά, αποπνικτικά. Το ζήτημα είναι όχι ότι απαξιώνονται από μας ή από το πλέον απαξιωτικό μέσο που κατʼ εμέ είναι η τηλοψία –και όχι τηλεόραση, όπως κακώς επεκράτησε να λέγεται. Ήδη έχουν απαξιωθεί οι θεσμοί από μόνοι τους, διότι δυστυχώς, για να μπορέσουν οι θεσμοί να αποδώσουν, δεν αρκεί να υπάρχει το κέλυφος, πρέπει να υπάρχει και το περιεχόμενο. Και στην πραγματικότητα στη μεταπολιτευτική Ελλάδα αντί να διαμορφώσουμε θεσμούς με ένα περιεχόμενο, πήραμε, θεωρήσαμε θεσμούς κάποια κούφια καρύδια, με αποτέλεσμα ο κόσμος ο πολύς να έχει χάσει την εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς και ιδιαίτερα προς τη δικαιοσύνη, αφού το γενικότερο κλίμα που επικρατεί είναι η ατιμωρησία. Το έχω γράψει άπειρες φορές ότι η τήρηση των νόμων στην Ελλάδα είναι προαιρετική. Για να θυμηθώ το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος των προηγούμενων καιρών, το άρθρο 114 που ήταν σύνθημα της δικής μου γενιάς, 1 1 4 , η τήρηση των νόμων επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Αλλά και κάποια στιγμή ο πατριωτισμός αυτός εξαντλείται, όταν βλέπουμε επιδέξια μηδενικά να αναρριχώνται, να έχουν μια προτεραιότητα έναντι των ανθρώπων, οι οποίοι μοχθούν σε διαφόρους τομείς της ζωής, χωρίς να έχουν τις πρέπουσες απολαβές. Θα μου πείτε, ότι το μηδενικό, καθʼ ότι στρογγυλό, έχει τη δυνατότητα να κινείται με μεγαλύτερη ευχέρεια απʼ ότι παραδείγματος χάριν ένας άνθρωπος, ο οποίος επιμένει στην όρθια και άκαμπτη στάση. Από την άποψη αυτή οι θεσμοί έχουν χάσει τη λειτουργικότητα τους και το κακό ξεκίνησε από την παιδεία, η οποία από το 1976 έχει πάρει έναν δρόμο ολισθηρό με τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες έχουν  καταλήξει όλες σε απορρυθμίσεις. Στα χρόνια που παρακολουθώ τα θέματα της παιδείας και τα παρακολουθώ από κοντά από το 1957 έχω γνωρίσει δεκατρείς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, που όλες αντί να φέρουν το καλύτερο έφεραν το χειρότερο. Οι άνθρωποι έχουν κάπως μπερδευτεί. Πιστεύουν ότι κάθε αλλαγή, κάθε μεταβολή φέρνει το καλύτερο. Δε συμβαίνει πάντοτε έτσι. Μπορεί μια μεταβολή να μας οδηγήσει στο χειρότερο και ένα προχώρημα προς τα εμπρός μπορεί να μας πηγαίνει προς το γκρεμό. Πρέπει να πέσουμε σε αυτόν; Από το 1976 ξεθεμελιώνονται ή μάλλον υπονομεύονται τα βάθρα της ελληνικής παιδείας. Ουσιαστικά καταστρέφεται η κλασσική μας παιδεία που μας έδινε ένα αίσθημα υπεροχής έναντι των άλλων λαών της γης. Είναι θλιβερό αυτή τη στιγμή να μην έχουμε φιλολόγους και ιστορικούς ικανούς να σταθούν στο ύψος των ξένων ιστορικών. Είναι αδιανόητο στην Ελλάδα, που υποτίθεται έχει γεμίσει Πανεπιστήμια, Σχολές και δε συμμαζεύεται να έχουμε παιδιά τα οποία σου λένε ότι δεν μπορώ πια να καταλάβω Βιζυηνό, Ροΐδη, Παπαδιαμάντη ή ακόμα και το δημοτικό τραγούδι. Όταν έγραψα τα βιβλία «Αλαλία-Το σύγχρονο γλωσσικό μας πανόραμα» και «Αλεξία- Γλωσσικό δράμα με πολλές πράξεις» όλοι με χαρακτήρισαν υπερβολικό. Όταν έκανα την προειδοποίηση ότι αύριο, μεθαύριο το παιδί δε θα είναι σε θέση να καταλάβει τους λόγους των πολιτικών που έκαναν τις αλλαγές αυτές και ήρθε η στιγμή που το σημερινό παιδί δεν είναι σε θέση να καταλάβει έναν λόγο του Κωνσταντίνου Καραμανλή- με αυτόν αρχίζουν οι εκπαιδευτικές απορρυθμίσεις με Υπουργό τον Γεώργιο Ράλλη- και φτάσαμε στο σημείο πριν από δυο χρόνια να μπει ένα απλό, απλούστατο θεματάκι ως έκθεση στους μαθητές στις λεγόμενες Πανελλήνιες, Γενικές, Πανελλαδικές, Ακαδημαϊκές- επτά ονομασίες έχουν αλλάξει- εξετάσεις, και ήταν το κείμενο αυτό ένα απλό, απλούστατο κείμενο του Γιώργου Σεφέρη για την παράδοση. Και για ένα κείμενο εικοσιπέντε γραμμών οι κύριοι εξεταστές έδωσαν επτά ερμηνευτικές σημειώσεις, ενώ την εποχή που έδινα εγώ εξετάσεις και ακολούθως όταν έδιναν οι δικοί μου μαθητές εξετάσεις το θέμα της εκθέσεως δεν γραφόταν ούτε καν στον πίνακα, γινόταν με απαγγελία χωρίς καμία μεταφραστική οδηγία. Αρκεί να σας πω μονάχα ότι το 1967 στη σχολή των Ευελπίδων είχε μπει ως θέμα μία φράση του Δημοσθένη που έλεγε: «Λυθέντων των νόμων και εκάστω δοθείσης εξουσίας ό,τι βούλεται ποιείν, ου μόνον πολιτεία οίχεται αλλʼ ουδέ ο πας των ανθρώπων βίος του των θηρίων ουδέν αν διενέγκοι». Το μόνο που δώσανε ως μετάφραση ήταν το τελευταίο το «αν διενέγκοι» δηλαδή δε θα διέφερε Και τα παιδιά αυτά μπόρεσαν να αποδώσουν γιατί εκείνη την εποχή ήταν ντροπή να μην ξέρεις ως ένα βαθμό αρχαία ελληνικά. Την ίδια χρονιά στα παιδιά των υπολοίπων σχολών είχαν βάλει θέμα: «Πάσα παιδεία προς μεν το παρόν λύπης και ου χαράς δοκείν, ύστερον δε καρπόν ειρηνικόν δικαιοσύνης αποδίδωσι τοις γεγυμνασμένοις διʼ αυτής». Μιλάμε για το 1967. Και διερωτώμαι: φτάνουμε τώρα στο 2010, έχει σημειωθεί πρόοδος υποτίθεται της παιδείας, σε όλα τα σχολεία υπάρχουν θρανία-τότε δεν υπήρχαν θρανία- , σε όλα τα σχολεία υπάρχουν πίνακες –τότε δεν υπήρχαν πίνακες- , σε όλα τα σχολεία υπάρχουν κιμωλίες –τότε δεν υπήρχαν καν κιμωλίες-, τώρα έχουμε λεξικά επί λεξικών -τότε με δυσκολία μπορούσες να βρεις ένα υποφερτό λεξικό- , και φτάνουμε στο σημείο να μη γνωρίζει το παιδί τι σημαίνει «ψεγάδι» ή τι σημαίνει «παρωχημένος» και το δίνουν ερμήνευμα στις γενικές εξετάσεις. Εγώ δε θα ήθελα να προχωρήσω σε άλλο σχολιασμό, μου αρκεί αυτό το οποίο είπε ένας πρώην υπουργός, ότι ξεκινάμε από μηδενική βάση όταν έφτιαξε μια επιτροπή για να συζητήσει τα θέματα της παιδείας. Όταν το 2008 ξεκινάς από μηδενική βάση σημαίνει ότι από το 1976 και εντεύθεν σωρεύεις μηδενικά επί μηδενικών. «Συ είπας», όπως θα έλεγε και ο Χριστός.


3) Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας μας, το οποίο θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί η βασική αιτία της γενικότερης και κοινώς αναγνωριζόμενης κοινωνικής παθογένειας σήμερα και ποια η προτεινόμενη λύση του;


Κατά την ταπεινή μου αντίληψη είναι η διόγκωση του «δε βαριέσαι». Αυτό μας χαρακτήριζα και σε μια παλαιότερη εποχή. Αλλά ειδικότερα αφʼ ότου μπήκαμε στο λάκκο των λεόντων, που ονομάστηκε αρχικά ΕΟΚ και ακολούθως Ευρωπαϊκή Ένωση σχηματίσαμε την εντύπωση, ότι αυτό το ευρωπαϊκό μόρφωμα-παραμόρφωμα είναι ένα μπιμπερό από το οποίο θα μπορούμε να θηλάζουμε εμείς ες αεί και να τραγουδάμε το παλαιό ισπανικό ασμάτιο που έλεγε: «ο Θεός έχει για μένα». Αλλά δεν καταλάβαμε ένα πράγμα, ότι ο Θεός είναι «μεθʼ ημών», μαζί μας, όταν το Θεό τον έχουμε στα χέρια μας και τον αποκαλύπτουμε με τη δουλειά μας. Αν δε δουλεύουμε τότε ο Θεός είναι «με θυμόν», χωρίς έκθλιψη, με οργή γιατί και αυτός σιχάθηκε να μας βλέπει. Ειλικρινά, αν το πάρω θεολογικά και σκεφτώ, ότι ο Θεός είναι παντεπόπτης και άρα τα βλέπει όλα, ειλικρινά λυπάμαι το Θεό, διότι ενώ μας έδωσε την πιο ευλογημένη περιοχή της γης, που τα έχει όλα από άποψη εδάφους, από άποψη ομορφιάς, από άποψη ιστορικών μνημείων, από άποψη, ας το πούμε, γεωγραφικής διαμορφώσεως και γεωπολιτικής στρατηγικής, εμείς προσπαθήσαμε να την κάνουμε τη γη αυτή πούλβερη και κουρνιαχτό. Και γιατί παρακαλώ; Διότι ξαφνικά διαπιστώσαμε, ότι πάνω από τον πατριωτισμό ή τον εθνισμό πρέπει να βάλουμε, λέει, τον κοσμοπολιτισμό. Οφείλω εδώ να κάνω μια παρατήρηση: «κοσμοπολίτης» είναι ένας όρος που ακούγεται για πρώτη φορά σε μία φράση του Αντισθένη. Όταν ρωτήθηκε από πού είναι, αποκρίθηκε «κοσμοπολίτης ειμί». Λέμε είμαι κοσμοπολίτης με την έννοια πολίτης του κόσμου. Αυτό είναι λάθος, διότι αυτός που θέλει να ανήκει στον κόσμο κανονικά θα έπρεπε να λέγεται «κοσμίτης». Κοσμοπολίτης είναι εκείνος που είναι κόσμημα για την πόλη του. Από την άποψη αυτή ο Σωκράτης, που ελάχιστα βγήκε από την Αθήνα, και φιλαθήναιος ην, ήταν κοσμοπολίτης γιατί ήταν κόσμημα για την πόλη του. Άρα αν θέλουμε, λοιπόν, να είμαστε κοσμοπολίτες πρέπει να είμαστε κοσμήματα για την πόλη μας, για την πατρίδα μας ευρύτερα, και από κει και πέρα, όταν αγαπάμε τον τόπο μας, την πατρίδα μας, τότε μπορούμε να αγαπήσουμε και άλλους λαούς. Γιατί όποιος δεν μπορεί να αγαπήσει τη δική του πατρίδα εν μπορεί να αγαπήσει καμία άλλη πατρίδα.


4) Η λεγόμενη οικονομική κρίση την οποία διέρχεται η Ελλάδα θεωρείτε ότι προέρχεται από οικονομικά αίτια μόνο ή ότι είναι μια πολυσύνθετη κρίση με διάφορα αίτια και ποια πιστεύετε ότι θα είναι η διάρκεια και η επίδρασή της στην κοινωνία μας;


Θα ήθελα πάνω σʼ αυτό να είμαι απόλυτα κατηγορηματικός. Η οικονομική κρίση δεν είναι φαινόμενο ελληνικό, είναι παγκόσμιο το φαινόμενο. Κατά κύριο λόγο ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες κατασκεύασαν την περιβόητη παγκοσμιοποίηση με τη απώτερη βλέψη να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Αλλά στην ιστορική εξέλιξη, αυτό που οι μαρξιστές λένε ιστορικό ΄΄προσσές΄΄, ισχύει η ετερονομία των σκοπών που συνέλαβε ο μεγάλος Θουκυδίδης. Για αλλού πας και αλλού βρίσκεσαι. Την ιστορία δεν την πας, η ιστορία σε πάει. Έτσι ενώ οι Αμερικανοί στήσανε το παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα, τελικά τον άσσο δεν τον πήραν αυτοί, τον πήραν οι Κινέζοι. Και νικητές στο παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης είναι οι Κινέζοι, οι οποίοι θα επιβάλλουν την παγκόσμια κυριαρχία τους και την έχουν επιβάλει είτε θέλουμε να το αναγνωρίσουμε είτε όχι. Εγώ όταν πριν από μερικά χρόνια ήρθα σε σύγκρουση με μια κυρία η οποία, απʼ ότι με πληροφόρησαν, ευρίσκεται σήμερα στο Υπουργείο Παιδείας, νομίζω ότι ασκεί καθήκοντα Υπουργού, η οποία είχε κάνει μια αφελή πρόταση να γίνουν τα αγγλικά η δεύτερη επίσημη γλώσσα ενώ τα αγγλικά όπως ξέρετε είναι πρώτη γλώσσα για τα σημερινά ελληνόπουλα, τα ελληνικά είναι μια δευτερεύουσα γλώσσα και ίσως γίνει μια τρίτη γλώσσα μετά τα αλβανικά ή τα τουρκικά, ανάλογα με τις εξελίξεις ας το πούμε της εξωτερικής μας πολιτικής, της είχα κάνει μια παρατήρηση, ότι όποιος θέλει να βλέπει μέλλον, γιατί αυτή μίλησε για μέλλον, δε μαθαίνει αγγλικά μαθαίνει κινεζικά. Και δεν εννοούσα να βάλουμε στα σχολεία μας τα κινεζικά, εννοούσα ότι θα έπρεπε από εκείνη την εποχή να δημιουργήσουμε δυο τρία ινστιτούτα κινεζικών σπουδών ώστε να είμαστε έτοιμοι να υποδεχτούμε το μέλλον. Αλλά οι πολιτικοί μας δυστυχώς έχουν όραση σκαθαριών, βλέπουν μόνο κοντινά και όχι μακρινά πλάνα και οφείλω να σας πω, ότι υπήρξαν πλέον κοντόθωροι και από τους Σκοπιανούς, οι οποίοι μας κέρδισαν σε ένα διπλωματικό παιχνίδι χωρίς να έχουν κανένα ιστορικό ατού, χωρίς να έχουν τη γεωγραφική έκταση τη δική μας, τα συμμαχικά πλέγματα τα δικά μας, τη στρατιωτική ισχύ τη δική μας, την οικονομική ισχύ τη δική μας. Ακόμη και σε θέματα φιλανθρωπίας όπου η Ελλάδα τουλάχιστον σʼ αυτό πρωτοπορεί, γίναμε με το τελευταίο περιστατικό ουραγοί της Τουρκίας. Και εννοώ το επεισόδιο της Γάζας. Τι θέλαμε εμείς οι Έλληνες να μεταφέρουμε βοήθεια στους Παλαιστινίους ακολουθώντας τους Τούρκους, οι οποίοι είναι πολύ γνωστό, ότι επιδίωκαν την προβοκάτσια. Εμείς ουδέποτε σταματήσαμε τη διοχέτευση βοηθείας προς τους Παλαιστινίους με άλλους τρόπους όχι ιδιαίτερα προκλητικούς. Ποτέ δε σταμάτησε η ελληνική βοήθεια και είναι αναρίθμητοι οι Έλληνες που έχουν επισκεφθεί με πολλούς τρόπους τη Γάζα χωρίς να ενοχλήσουν το παράπαν, ούτε τους ισραηλίτες, ούτε τους Αιγυπτίους ούτε τους Αμερικανούς. Και δε χρειάστηκε ποτέ να κάνουμε και χρήση διαβατηρίων ούτε να πάρουμε διαπιστευτήρια, διότι σε αυτό που κάναμε εμείς οι Ισραηλίτες είχαν κάθε λόγο να κάνουν στραβά μάτια. Γιατί ήξεραν πολύ καλά, ότι εμείς δεν πηγαίναμε εκεί κατασκοπευτικά ούτε υπονομευτικά, πηγαίναμε για να βοηθήσουμε τον πάσχοντα συνάνθρωπό μας. Θέλω λοιπόν με αυτό να σας πω, ότι, όταν η εξωτερική μας πολιτική παιδιαρίζει, είναι φυσικό και κάποιοι ιδιώτες, που δεν έχουν μια σαφή αντίληψη των πραγμάτων να παγιδεύονται και να πέφτουν θύματα μιας, ας το πούμε πολιτικής που μπορεί αύριο μεθαύριο να μας δημιουργήσει προβλήματα σε ό,τι αφορά τη διατήρηση της ακεραιότητας της χώρα μας.


5) Τι σημαίνει ο όρος παιδεία και τι ο όρος εκπαίδευση; Που αποσκοπούν αυτές οι δύο έννοιες; Σήμερα θεωρείται ότι επικρατεί μια σύγχυση επί αυτού.


Πάντα επικρατούσε και προσπάθησα πριν από είκοσι χρόνια όταν συνεργαζόμουν με τον Οικονομικό Ταχυδρόμο στα ένδοξα χρόνια του Γιάννη του Μαρίνου με ένα εκτενέστατο δοκίμιο να εξηγήσω τη διαφορά παιδείας και εκπαιδεύσεως. Η παιδεία είναι άσκηση αρετής, είναι ανθρωποπλαστικό ιδανικό. Με την παιδεία, η οποία έχει ως ετυμολογική βάση το παιδί, δημιουργείς ανθρώπους. Άρτιους ανθρώπους ικανούς να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του μέλλοντος που όμως δε σε θέλει υπήκοο σε θέλει πολίτη. Με την παιδεία δημιουργείς τον πολίτη και όχι τον αλήτη και με την αθώα και με την κακή της σημασία. Γιατί αλήτης σε πρώτη σημασία σημαίνει ο περιπλανώμενος. Εκπαίδευση είναι παροχή δεξιοτήτων. Χωρίς εγώ να αποκλείω το στοιχείο της εκπαιδεύσεως στη διάρκεια της παιδαγωγικής λειτουργίας, δε θέλω να ονομάζω την παιδεία εκπαίδευση. Διότι σε εκπαίδευση υπόκεινται και οι σκύλοι. Η παιδεία είναι μόνο για ανθρώπους. Το μεγάλο λάθος το οποίο έκαναν οι πολιτικοί από τη μεταπολεμική περίοδο και μετά είναι ότι βλέποντας την οικονομική μας υστέρηση η οποία δεν οφειλόταν αποκλειστικά σε θέματα παιδείας αλλά στις τρομακτικές καταστροφές του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου ήθελαν να κάνουν την παιδεία μας περισσότερο πρακτική. Την έκαναν πρακτική αλλά δεν την έκαναν αποδοτική. Διότι στο αναχρονιστικό δήθεν σχολείο μιας παλαιότερης εποχής το παιδί μάθαινε τουλάχιστον δυο τρία απλά πραγματάκια, π.χ. πώς να μπολιάζει ένα φυτό ή να κεντρώνει ένα φυτό, μάθαινε τέλος πάντων πώς να φυτεύει έναν βασιλικό, ένα άνθος, ένα δέντρο. Ήταν σε θέση να ξεχωρίζει, ως φυτό εννοώ, τη μπάμια από τη μελιτζανιά. Παίρνει σήμερα το παιδί, που υποτίθεται έχει πάει σε επαγγελματική σχολή, και δη ανθοκομικής και κηπουρικής τρία χρόνια και δεν είναι σε θέση να σου μπολιάσει μια ελιά, να σου μπολιάσει μια λεμονιά, πράγματα τα οποία τα ξέραμε εμείς που δεν προερχόμαστε στο κάτω κάτω από αγροτικές οικογένειες αλλά αυτά τα είχαμε μάθει στη δευτέρα γυμνασίου στο μάθημα της φυτολογίας. Αυτά λοιπόν τα πράγματα δημιούργησαν μια τάξη ανθρώπων, οι οποίοι ήθελαν να πάρουν ένα χαρτί για να εξασφαλίσουν μια θέση όχι για να δουλεύουν αλλά για να κάθονται. Και αν δεν το καταλάβουμε όλοι, πολίτες και πολιτικοί, ότι το μυστικό της σωτηρίας της Ελλάδος βρίσκεται στην τελευταία λέξη ενός διηγήματος που διδασκόμαστε σε παλαιότερη εποχή-ήταν στα αναγνωστικά μας- είχε τίτλο ο «Γυφτοδάσκαλος», ήταν του μεγάλου διηγηματογράφου αλλά και παιδαγωγού, του Τραυλαντώνη, ο οποίος περιέγραφε ένα σχολείο, όπου ένας ας το πούμε ενθουσιώδης φτωχοντυμένος δάσκαλος προσπαθούσε να διδάξει ελληνικά σε τσιγγανόπουλα και το βιβλίο τελείωνε με μια προτροπή του Σεπτιμίου Σεβήρου: «laboremous» που σημαίνει «ας εργαζόμαστε». Αυτό το έκανα πρόσφατα άρθρο και το δημοσίευσα σε μια εφημερίδα, ότι η Ελλάς θα σωθεί, εάν εφαρμόσει το «laboremous» και ξεφύγει από το «ξαπλαremous».


6) Ποιος είναι ο χαρακτήρας και ποια η ποιότητα της παρεχομένης από το επίσημο ελληνικό κράτος παιδείας σήμερα;


Πρώτον δεν προσφέρεται παιδεία. Προσφέρεται κακοπαιδεία ή υποπαιδεία ή υπνοπαιδεία από ένα Υπουργείο, το οποίο έχω ονομάσει Πνευματικής Ημιπληγίας. Θα ήταν σωτήριο για την Ελλάδα να καταργηθεί το υπουργείο αυτό και να ξαναγυρίσουμε στο σύστημα των κοινοτήτων, όπου οι κοινότητες είχαν την ευθύνη για την ίδρυση σχολείων, για την πρόσληψη δασκάλων, για την πληρωμή των δασκάλων, οπότε είχαν και την ευθύνη της ποιότητος και των διδασκόντων αλλά και της διδασκόμενης ύλης. Σήμερα έχει παρουσιαστεί το φαινόμενο του να πάω στο δημόσιο να γίνω δημόσιος υπάλληλος-εγώ παλιά είχα διαφωνήσει παρʼ ότι ήμουν συνδικαλιστής αλλά μη αμοιβόμενος τότε, οι συνδικαλιστές παλιά όταν έγινε μια απεργία των καθηγητών να ενταχθούν στον κλάδο των δημοσίων υπαλλήλων- εγώ τότε σε μια μεγάλη συγκέντρωση που είχαμε κάνει στο Ακροπόλ είπα: «Κύριοι, προς Θεού δεν είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι, είμαστε λειτουργοί». Λοιπόν όταν αποκτούν τη νοοτροπία του δημοσίου υπαλλήλου, του μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει ο μισθός τρέχει, η λογική του «ας κόψουν το λαιμό τους τα παιδιά», καταλαβαίνετε ότι δεν μπορούμε να έχουμε πνευματικά επιτεύγματα. Τα αποτελέσματα είναι σαφή. Το 1951, δηλαδή ένα χρόνο μετά τον εμφύλιο, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο ήταν στην πρώτη δεκάδα των Πολυτεχνείων της υφηλίου. Σήμερα επί πεντακοσίων πολυτεχνείων της υφηλίου είναι κάπου στη μέση. Το 1957 που μπήκαμε εμείς στη φιλοσοφική σχολή στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών είχαμε προτεραιότητα ακόμα και έναντι των ιταλοπαίδων τα οποία μαθαίνουν τα λατινικά εξ απαλών ονύχων στα λεγόμενα καθολικά σχολεία. Σήμερα έτσι και τολμήσεις και πεις μια αρχαία ελληνική φράση, μπορείς να ακούσεις –και το έχω ακούσει για τον εαυτό μου- «αλβανό είσαι κύριε;». Τα αρχαία ελληνικά θεωρούνται πλέον αλβανικά. Και αν είναι αληθές αυτό που μου έχουν μεταφέρει –θα το διαπιστώσω πολύ σύντομα αν είναι αληθές- μου ζητήθηκε από κάποιον κύριο αρκετά ισχυρό οικονομικά να συνθέσω έναν Πινδαρικό ύμνο για να διαβαστεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου. Κάθισα 22 ημέρες και έκανα αυτόν τον Πινδαρικό ύμνο σε βοιωτική διάλεκτο, που δε μου είναι τόσο οικεία όσο η δωρική ή ιωνική. Ο κύριος αυτός το έδωσε σε έναν πολύ γνωστό αμερικανό ελληνιστή που επιδίδεται στη μελέτη του Πινδάρου, αλλά αυτός ζήτησε να του στείλω και γλωσσάρι λέξη προς λέξη για να μπορέσει να το αποδώσει στα αγγλικά. Και αφού αυτό μεταφράστηκε στα αγγλικά, μεταφράστηκε στα κινεζικά. Απʼ ότι μου είπαν κάποιος υπουργός μας διάβασε στο Πεκίνο την ωδή στα αρχαία ελληνικά και οι έλληνες ακροατές νόμιζαν, ότι είναι κινέζικα. Όταν ακολούθως διαβάστηκε στα κινεζικά οι Έλληνες ακροατές νόμιζαν, ότι είναι αρχαία ελληνικά. Και μόνο όταν διαβάστηκε στα αγγλικά, δηλαδή στη μητρική μας γλώσσα, κατάλαβαν το νόημα. Αντιλαμβάνεστε, ότι έχουμε φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο γλωσσικού εκπεσμού, ώστε αυτή τη στιγμή αυτή η λεγόμενη οικονομική κρίση, εμένα ελάχιστα να με απασχολεί και να πω, ότι είναι ευλογία Θεού, διότι αν είχαμε κρίση δεν θα ερχόταν η οικονομική κρίση. Στην Ελλάδα είχαμε πάντα ακρισία και απότοκος της ακρισίας αυτής είναι και η ακράτεια, δηλαδή η παντελής απουσία κράτους, Και ευελπιστώ, ότι η κρίση αυτή που είναι κάτι σαν μαστίγιο του Θεού θα μας βάλει μυαλό. Να μαζέψουμε τα μυαλά μας ακόμα και να μαζέψουμε τα όποια λεφτά μας, και να μην τα σκορπίζουμε νομίζοντας, ότι τα χιλιάρικα – γιατί εγώ μιλάω πάντα με την αντίληψη της δραχμής προς την οποία θα επανέλθουμε οσονούπω- τα κόβουμε από τον τοίχο. Τα λεφτά που παίρναμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν δικά μας λεφτά που έβγαιναν μέσα από τη φορολογία μας, από την εκμετάλλευση των προϊόντων μας κλπ κλπ. Και όταν μας τα δίνανε αυτά Ευρωπαίοι αντί να κάνουμε με αυτά έργα υποδομής κάναμε σκυλάδικα και κηφηνεία όχι καφενεία, κηφηνεία. Και οι νέοι μας αντί να γίνουν εργατόβιοι έγιναν κηφηνόβιοι. Είναι εντροπή στην αποβιομηχανισμένη σήμερα Θεσσαλονίκη  να λειτουργούν 6.500 καφετέριες. Να μην αναφερθώ στην Αθήνα, γιατί εδώ δεν έχω νούμερα ούτε μπορούν να καταμετρηθούν. Αλλά όταν περνάω από τη στοά του Άστυ, που ήταν κάποτε γεμάτη από καταστήματα διαφόρων ειδών, και βλέπω όλη αυτή τη στοά να έχει μεταβληθεί σε ένα απέραντο κηφηνείο, ειλικρινά με πιάνει οδύνη.


7) Καθαρεύουσα ή δημοτική; Μονοτονικό ή πολυτονικό και γιατί; Και πια η βλαβερή συνέπεια της χρήσεως των λεγομένων greeklish στην ίδια τη γλώσσα μας αλλά και στους ανθρώπους, σε εμάς τους ίδιους;


Οφείλω να σας εξομολογηθώ, ενώ είναι σχεδόν σε όλους γνωστό, ότι από πολύ μικρός είχα έναν ογκωδέστατο φάκελο. Η συσσώρευση ενοχοποιητικού υλικού άρχισε από την Τρίτη τάξη του δημοτικού. Όταν μου ζητήθηκε από το διευθυντή προκειμένου να πάρω το βραβείο, γιατί ήμουν πρώτος μαθητής, να αποκηρύξω τους συγγενείς μου που είχαν χαρακτηριστεί αριστεροί και εγώ του είπα: «και τους σκοτωμένους κύριε;» εννοώντας τους συγγενείς μου που είχαν εκτελέσει οι γερμανοί. Η απάντηση που έδωσα ήταν αρκετά ενοχοποιητική. Αργότερα προσετέθησαν και άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία ώστε να προετοιμάζομαι για εξορία αλλά ευτυχώς ήρθε η απεργία πείνας του γιατρού Τσιρώνη τον οποίον έχουν ξεχάσει όλοι οι τάχα μου προοδευτικοί και ο οποίος δεν εκτελέστηκε, δολοφονήθηκε και το λέω μετά λόγου γνώσεως αυτό, εγώ θα είχα πάει για παραθερισμό στον Αη-Στράτη ή στην Μακρόνησο, που είναι κοντινή. Μέσα στα επιβαρυντικά στοιχεία που υπήρχαν στο φάκελό μου, τον οποίο έχω, διότι φρόντισα να τον αγοράσω μόλις έπεσε η δικτατορία, πριν οι φάκελοι καούν, το  γιατί κάηκαν οι φάκελοι είναι μια άλλη ιστορία, κάηκαν για να μην αποδειχτεί ποτέ ποιοι ήσαν οι ρουφιάνοι της δικτατορίας και πιο πριν, υπήρχε και το εξής επιβαρυντικό: «είναι οπαδός της δημοτικής». Επέμενα σε όλη τη διάρκεια της μαθητικής μου ζωής να γράφω στη δημοτική και είχα πάρει την απόφαση και όταν έδινα εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο να γράψω στη δημοτική αλλά με απέτρεψε ο συγχωρεμένος ο Γιάννης ο Κορδάτος, με τον οποίο γνωριζόμουν από πολύ μικρός και μου είπε «μη χτυπάς γροθιά στο μαχαίρι» και έγραψα στην καθαρεύουσα. Είχα μια μεγάλη ευχέρεια και στη δημοτική και στην καθαρεύουσα, είχα επίσης και μια ευχέρεια να μπορώ να μιμούμαι το λόγο του Εμμανουήλ Ροΐδη και πάρα πολλά Ροϊδικά κείμενα, που έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα έντυπα με διάφορα επώνυμα, είναι κείμενα πλαστά δικά μου. Σε καμία περίπτωση όμως η υποστήριξη, την οποία προσέφερα στη δημοτική δεν είχε στόχο την λογία, την καθαρεύουσα και πολύ περισσότερο τα αρχαία ελληνικά. Όπως γνώριζα από μαθητής τον Όμηρο αρκετά καλά το ίδιο καλά ήξερα και τα μεγάλα κεφάλαια της δημοτικής μας λογοτεχνίας. Εκείνο το οποίο εγώ επιζητούσα ήταν να μην παρεμβαίνει το κράτος στην γλωσσική εξέλιξη και νομοθετεί, δηλαδή να μην επαναληφθεί το λάθος του Ελευθερίου Βενιζέλου που έβαλε ρήτρα στο Σύνταγμα, ότι επίσημη γλώσσα είναι η καθαρεύουσα. Ήθελα λοιπόν να συνυπάρχει δημοτική και καθαρεύουσα όχι σε έναν ανταγωνισμό αλλά σε μια όσμωση, έτσι που σε κάποια φάση θα υπάρξει μια, ας το πούμε, συνάντηση, δηλαδή θα υπήρχε μια διαλλακτική σχέση, δηλαδή αυτό το περίφημο Ηρακλήτειον σχήμα θέση-αντίθεση-σύνθεση. Το  γεγονός ότι πάντοτε υπήρχε μια διαφορά ανάμεσα στην κοινώς λαλουμένη, αυτό που λέμε δημοτική, γιατί και ο όρος αυτός δεν είναι καλός και σε μια επίσημη γλώσσα, γραφομένη γλώσσα, είναι κάτι που αποδεικνύεται και από τη σωστή μελέτη των αρχαίων ελληνικών. Ο γραπτός λόγος δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον προφορικό. Το ίδιο συνέβαινε και στην Ελλάδα. Ασφαλώς δεν ήθελα τις ακρότητες κάποιων λογίων που ήθελαν να είναι πιο αρχαίοι και από τους αρχαίους, αλλά όμως οι άνθρωποι αυτοί, παρά τις ακρότητές τους προσέθεσαν έναν γλωσσικό πλούτο και έτσι αντί να λέμε π.χ. μινίστρος είπαμε υπουργός, αντί να λέμε γκουβέρνο είπαμε κυβέρνηση, αντί να λέμε μονέδα είπαμε χρήμα, πού είναι το κακό; Από την άλλη μεριά και αυτό που ονομάστηκε καθαρεύουσα ήταν και αυτό γλωσσικός πλούτος, γλωσσική κατάκτηση, γλωσσική περιουσία, διότι σʼ αυτό, ας το πούμε, το γλωσσικό μόρφωμα γράφτηκαν μνημειώδη κείμενα, συντάχθηκαν οι πρώτοι καταστατικοί μας χάρτες. Με τη γλώσσα αυτή εκφράστηκε ένας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ένας Παύλος Καρολίδης, μεγάλοι νομικοί όπως οι Σαρίπολοι αλλά και νεότεροι που ήταν οπαδοί της δημοτικής, όπως ο Αλέξανδρος Σβώλος και τόσοι άλλοι. Όλο αυτό το πλούσιο υλικό, επιστημονικό, ιστορικό, λογοτεχνικό το πετάξαμε στα σκουπίδια. Εγώ έχω μία αντίληψη ολότητας για τη γλώσσα, δεν κάνω διάκριση σε αρχαία, μεσαιωνική και νέα. Εγώ θεωρώ την ελληνική ενιαία, συνεχώς εξελισσομένη, μεταβαλλομένη, εμπλουτιζομένη ανάλογα με τις εξελίξεις, αλλά είναι πολύ φυσικό όπως ένα πλοίο που αντιμετωπίζει θαλασσοταραχή να πετάει κάποιο φορτίο γιατί δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις καινούργιες καταστάσεις, κάποιες λέξεις να χάνουν πια τη χρησιμότητά τους στο παρόν, για να χρησιμοποιήσουμε κάποια λέξη που μπορεί να μας αποδίδει με περισσότερη ακρίβεια καταστάσεις ή ιδέες του παρόντος. Τώρα το πόσο είναι αναγκαία η λογία και η αρχαία φαίνεται από αυτό που θα σας πω και που το έχω γράψει σε ένα βιβλιαράκι μικρό, τα μικρά γλωσσικά που περιέχει δυο μελέτες μου «Η δημοκρατικότητα του αρχαίου ελληνικού λόγου μέσα από τις συντακτικές δομές» και δεύτερο μελέτημα «Η γλώσσα του μέλλοντος και το μέλλον της γλώσσας». Αυτό εδώ κυκλοφορήθηκε, γιατί αυτό είναι το σωστό ρήμα, το βιβλίο κυκλοφορείται, το αυτοκίνητο κυκλοφορεί, το 2003. Εκεί κάνω μια παρατήρηση ότι τον αιώνα που διατρέχουμε θα έχουμε 35.000-40.000 ανακαλύψεις, οι οποίες θα χρειαστούν όνομα. Η λατινική έχει εξαντλήσει προ πολλού τα όριά της. Ούτε στη φυτολογία, ούτε στη βιολογία, , ούτε στην ιατρική, ούτε στη φαρμακολογία χρησιμοποιείται. Η αγγλική έχει πλέον κορεστεί. Και αν ακόμα εξακολουθεί να ονοματίζει τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι έχει δανειστεί από την ελληνική περίπου 35.000 και κατʼ άλλους 40.000 λέξεις. Τώρα ας τους κάνουμε και ένα σκόντο, θέλουν 35.000, 35.000, δεν έχουμε τη μικροψυχία τη δική τους. Εκείνη η γλώσσα η οποία δεν έχει τελειωμό είναι η ελληνική, διότι η ελληνική έχει πολλαπλασιαστικές δυνατότητες. Αν πάρουμε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το ρήμα «ποιώ» και πάτε σε ένα πολύ καλό λεξικό για να βρείτε τα παράγωγα, σύνθετα και παρασύνθετα, τότε φτιάχνεται ένα καινούργιο λεξικό, το οποίο έχει σαν βάση το ρήμα «ποιώ». Εγώ εδώ πήρα ως χαρακτηριστική λέξη το ρήμα «γκρεμίζω», που είναι η βάση της πολιτικής μας, διότι η πολιτική στην Ελλάδα σημαίνει, γκρεμίζω, ό,τι χτίζω, εκτός από αυτά τα εκτρώματα, τα οποία βλέπουμε να μας περικυκλώνουν, αν αυτά λέγονται κτίσματα, και ύστερα από πολύ προσεκτική μελέτη διαπίστωσα από το ρήμα «γκρεμίζω», έχουμε πάνω από 140 λέξεις και λεξίδια. Αντιλαμβάνεστε επομένως, ποιον πλούτο μπορεί να προσφέρει το ρήμα «λαμβάνω», το ρήμα «άγω», το ρήμα «έχω» και τόσα άλλα τα οποία μπορεί να μας δώσουν τα ονόματα των ανακαλύψεων, που πρόκειται να έρθουν σε φως. Δε γνωρίζω τις δυνατότητες της κινεζικής και γιʼ αυτό δεν μπορώ να έχω άποψη για τον πλούτο που έχει η γλώσσα αυτού του πανάρχαιου λαού, αλλά μια και φθάσαμε και με ρωτήσατε για τόνους και πνεύματα, εγώ υπήρξα απαρχής πολέμιος του μονοτονικού και των ορθογραφικών απλουστεύσεων. Και ο λόγος δεν ήταν οι δήθεν συντηρητικές καταβολές μου, αλλά ήταν λόγοι καθαρά παιδαγωγικοί. Διότι η προσπάθεια που έκανε το παιδί να γράψει σωστά μια λέξη ισοδυναμούσε με μια άσκηση. Κάθε λέξη που έγραφε το ελληνόπουλο ήταν ένα μικρό προβληματάκι. Έτσι η γραφή της λέξεως προϋπέθετε στοχασμό, σκέψη. Αυτό το πολύ απλό «γλώσσα» να βάλω οξεία ή περισπωμένη; Το μακρόν προ βραχέως περισπάται ήταν μια συνεχής, διαρκής επιταγή που έκανε το παιδί όταν έγραφε ένα σκεπτόμενο μαθητή. Τώρα ο μαθητής δεν έχει τόνους, δεν έχει πνεύματα, γράφει, όπως του κατέβει, ό,τι του κατέβει και ο καθηγητής δεν κάνει τον κόπο να διορθώσει, διότι και η διόρθωση απαγορεύεται. Σήμερα έχουμε μια ορθογραφία ΙΧ, γράφει καθένας όπως θέλει, και γιʼ αυτό πλέον η ελληνική έχει εγκαταλειφθεί σε σημείο που να διασχίζεις στη Λεωφόρο Κηφισίας και στη Λεωφόρο Συγγρού και να μη βλέπεις ελληνική επιγραφή. Οι ελληνικές επιγραφές εάν προσμετρηθούν με τα δάχτυλα του ενός χεριού πιθανώς να μας περισσέψουν δάχτυλα, που δεν επαρκούν ούτε για μια μούντζα. Θα ήθελα πάνω σε αυτό να πω, ότι όταν έγραφα την «Αλαλία» είχα παρατηρήσει, ότι σε μια πολύ μεγάλη πλατεία στο Κέντρο των Αθηνών, τα μόνα ελληνικά ονόματα που υπήρχαν σε επιγραφές ήταν το κατάστημα ενός κυρίου, που πουλούσε ελαστικά και λεγόταν «Εγγλέζος». Το κατάστημα, το όνομά του ήταν Εγγλέζος αλλά το είχε στα ελληνικά. Το κατάστημα που πουλάει μπαταρίες και έγραφε απʼ έξω με τεράστια γράμματα «Γερμανός» στα ελληνικά και ένας άλλος, νομίζω εστιάτορας ήταν, όπου σε περίοπτη θέση είχε γράψει το όνομά του «Αρβανίτης». Και λέω καλά δεν υπάρχει κανένας Έλληνας να γράψει το όνομά του ελληνικά; Οι μόνοι, λοιπόν που είχαν γράψει τα ονόματά τους ελληνικά ήταν ένας κύριος Εγγλέζος, ένας κύριος Αρβανίτης και ένας κύριος Γερμανός. Σημεία των καιρών.


8) Πως πρέπει να σταθεί η Ελλάδα απέναντι στην πρόκληση της εποχής μας, την ανάπτυξη δηλαδή της παγκοσμίου κοινότητας και πως θα επανακτήσει τα στοιχεία ετερότητος της απέναντι σε αυτή τη νέα πραγματικότητα;


Κατά πρώτο λόγο με το να μείνει Ελλάδα. Γιατί αν δεν είναι Ελλάδα τότε δεν έχει κανένα λόγο να προβληματίζεται πάνω στα θέματα αυτά. Εάν γίνουμε π.χ. οι νομάδες της Ευρώπης, οι νομάδες της οικουμένης δε χρειάζεται να μιλάμε για ετερότητες και άλλα συναφή. Ενσωματωνόμαστε στον παγκόσμιο χυλό και συνεπώς δεν υπάρχει κανένας προβληματισμός. Εάν όμως θέλουμε να παίξουμε κάποιον ρόλο και εμείς πρέπει αυτό που λέγεται Έλληνας να το νοηματοδοτήσουμε, να του δώσουμε ένα περιεχόμενο ουσίας. Εφόσον όμως δεν το κάνουμε αυτό, και αφήνουμε το όνομα Ελλάς και Έλλην να γίνεται αντικείμενο διακωμωδήσεως από ευτελή υποκείμενα τα οποία ελέγχουν τον τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, και όταν φτάνουμε στο σημείο οι πολιτικοί μας ταγοί να το χουν σε κακό να πουν Ελλάδα, Πατρίδα, Έθνος και να θυμούνται τις λέξεις αυτές μόνο την παραμονή των εκλογών και τώρα που φτάσαμε πλέον στη χρεοκοπία, στη δική τους χρεοκοπία, τότε ξαφνικά θυμήθηκαν την Ελλάδα, τον πατριωτισμό και άκουσα έναν γελοίο πολιτικό, ο οποίος είχε κάποτε δική του εκπομπή σε ραδιόφωνο και έκανε τα αδύνατα δυνατά για να γελοιοποιήσει όλα τα πρόσωπα τα ιστορικά, ιδιαιτέρως του ʼ21, να λέει ότι την Ελλάδα θα τη σώσει ο πατριωτισμός των Ελλήνων. Και διερωτώμαι πόσο δίκιο είχε εκείνος ο ταλαίπωρος Χριστός όταν τους μόνους που κατήγγειλε ήταν οι Φαρισαίοι «ουαί ειμί γραμματείς και φαρισαίοι, υποκριταί». Για μένα δεν υπάρχει μεγαλύτερη αμαρτία από την υποκρισία. Και τον κλέφτη μπορώ να τον συγχωρήσω, και τον ψεύτη μπορώ να τον συγχωρήσω. Δύο πράγματα δεν μπορώ να συγχωρήσω: την προδοσία και την υποκρισία. Προδώσαμε την έννοια της Ελλάδος, η οποία για μένα η Ελλάδα ταυτίζεται με το απροσκύνητο ήθος. Έλλην, όπως έχει πει ένας μεγάλος Ελβετός ιστορικός, ο Γιάκομπ Μπουρκχαρτ, είναι ο αγωνιζόμενος άνθρωπος, διότι στη γλώσσα την ελληνική η λέξη αγών είναι αυτό που αποδίδει την βασική ιδιότητα του Έλληνα. Και αυτό σχετίζεται και με τον αθλητισμό και δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ακόμα και στη θεολογική γλώσσα, την εκκλησιαστική γλώσσα οι όροι αυτοί οι αθλητικοί έγιναν θεολογικοί. Και επειδή μου είπατε κάτι για μοναχούς έχω ακούσει μοναχούς να λένε τους Αγίους παλληκάρια. Και τι κάναμε εμείς; Πήραμε τη λέξη παλληκάρι, τη γράψαμε με ένα λάμδα και γιώτα για να την αποσυνδέσουμε από το ομηρικό «πάλληξ» που γράφεται με δυο λάμδα και ήττα, ή έστω από το βυζαντινό «παλληκάριον» που υποδήλωνε στέλεχος ειδικής στρατιωτικής μονάδας για να του δώσουμε έτσι μια απροσδιόριστη καταγωγή. Ποια θα πρέπει να είναι η στάση της Ελλάδος; Η στάση της Ελλάδος θα πρέπει να βρίσκεται πάντα κοντά σε ένα ηχηρό «όχι». Όπως λέει ο ποιητής στο πίσω μέρος της παλάμης μας είναι γραμμένο τρεις φορές το «όχι», «όχι», «όχι». Οι Έλληνες δεν είναι οι άνθρωποι του
«ναι» και δεν είναι τυχαίο, ότι ο μεγαλύτερος προδότης στα χρόνια της Επαναστάσεως λεγόταν «Ναινέκος». Όχι ότι έλειψαν οι προδότες από την Ελλάδα, είχαμε και προδότες στα χρόνια της Κατοχής αλλά δεν είχαμε στο βαθμό που είχαν οι Γάλλοι, Δανοί και λοιποί, να μην αναφέρω χώρες και γίνουμε δυσάρεστοι, διότι είμαστε ο μόνος λαός ο οποίος δεν πολέμησε στο πλευρό των γερμανών, όπως το έπραξαν άλλοι Ευρωπαίοι υβριστές μας αυτή τη στιγμή. Δυο πράγματα ακόμη: όταν ο Λάμπρος Κατσώνης στάλθηκε από τη Μεγάλη Αικατερίνη για αντιπερισπασμό το 1792, κάποια στιγμή η Αικατερίνη αφού έκανε τη δουλειά της του είπε: «Λάμπρο μάζεψέ τα και έλα γιατί εγώ τερμάτισα τον πόλεμο με τους Τούρκους» και ο Λάμπρος σε μια υποτεταγμένη Ελλάδα με την περίφημη φανέρωσή του –έτσι ονομάζεται το μανιφέστο του, Φανέρωση- είπε το περίφημο: «Αν η Αικατερίνη υπέγραψε, ο λάμπρος δεν υπογράφει, δεν υποκύπτει». Την Ελλάδα την εκφράζουν τρία πράγματα: πρώτον το «μολών λαβέ» του Λεωνίδα, δεύτερον η απάντηση που έδωσε ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος στο Μεχμέτ το Β΄ , δεν είναι σωστό να λέμε Μωάμεθ, «τον δε την πόλιν συ δούναι ουκ εμού ούτε άλλου των κατοικούντων εν ταύτη, κοινή γαρ γνώμη αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών» και τρίτον η απάντηση που εισέπραξε ο ναύαρχος Χάμελτον από τον Γέρο του Μωριά όταν του πρότεινε συμβιβασμό και ο Γέρος του Μωρία του είπε: «Εμείς συμβιβασμό δεν κάνουμε. Ελευθερία ή Θάνατος. Καπετάν Άμιλτον ο Βασιλιάς μας σκοτώθηκε, συνθηκολόγηση δεν υπόγραψε και η φρουρά του εξακολουθεί τον πόλεμο εναντίον των κατακτητών και η φρουρά του Βασιλέως και τα φρούρια του Βασιλέως εξακολουθούν να είναι άπαρτα» και λέει ο Χάμιλτον: «και ποία είναι η φρουρά και ποία είναι τα φρούρια;» και ο Γέρος του Μωριά του απαντά: «Η φρουρά είναι οι κλέφτες και φρούρια τα βουνά, το Σούλι και η Μάνη». Και ο Χάμιλτον, γράφει ο Γέρος, δεν ομίλησε. Εάν μιλούσαμε έτσι στους ξένους δε θα τολμούσαν να μας μιλήσουν και να μας αντιμιλήσουν. Αλλά δυστυχώς η Ελλάς σήμερα δεν είναι η Ελλάδα των κλεφτών και των αρματολών, είναι δυστυχώς η Ελλάδα των κλεφτών και των αμαρτωλών. Η αμαρτία είναι, και όταν λέω αμαρτία την εννοώ και με την αρχαία και με τη χριστιανική σημασία, το σαράκι που έφαγε την αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, η αμαρτία είναι και το μαράζι που τρώει τη σύγχρονη Ελλάδα. Θα μου πείτε τα λέω εγώ και ξεχνάω αυτό που είπε ο Χριστός «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλλέτω». Όχι βέβαια. Όλοι έχουμε κάνει λάθη. Αλλά τουλάχιστον εμείς οι πολίτες τα λάθη τα πληρώσαμε και τα πληρώνουμε, και τα πληρώνουμε πολύ βαριά. Διότι τα λάθη των πολιτικών είναι αμαρτίες που δεν παιδεύουν αυτούς ούτε τα τέκνα τους, παιδεύουν εμάς τους πολίτες. Αλλά καλά κάνουν και μας παιδεύουν γιατί οι πολιτικοί, η εκλογή δηλαδή των πολιτικών, η επιλογή των πολιτικών είναι ευθύνη των πολιτών. Ας μάθουν οι πολίτες να επιλέγουν σωστά, ώστε να έχουμε γκεσέμια ικανά να μας οδηγήσουν προς τα μπροστά.



10) Τελικά μπορούμε να είμαστε ήσυχοι μόνο όταν είμαστε ανήσυχοι;


Στον άνθρωπο είναι απαραίτητη η ανάπαυση. Επικίνδυνη είναι η επανάπαυση. Δεν φοβήθηκα στη ζωή μου ποτέ, όταν είδα τον Έλληνα να ανησυχεί. Φοβόμουν πάντοτε τον έλληνα που έλεγε «καλά είμαι εδώ, καλά την έχω βολέψει» και για να το πω πιο παραστατικά ενθυμούμαι μια συζήτηση που είχα με κάτι κτηνοτρόφους όταν άρχισε η πρώτη τροφοδότηση με τα κονδύλια της ΕΟΚ. Τους είπα: «γιατί σπαταλάτε το χρήμα αυτό ζητώντας από το νομάρχη να σας κάνει έργα τα οποία δεν είναι αποδοτικά;». Η απάντηση ήταν: «Δε βαριέσαι», «Μα πως δε βαριέμαι, το χειμώνα σου λεώ τα έργα αυτά θα χαλάσουν», «Θα τα ξαναφτιάξουμε», «Με τι;», «Με χρήματα που θα μας δώσει ο Νομάρχης», «Και που θα τα βρει ο Νομάρχης;», «Έχει η ΕΟΚ», «Και όταν κάποτε η ΕΟΚ πάψει να μας δίνει;», τότε τους έπιασε το θρησκευτικό «Έχει ο θεός». Ε, ακούστε να σας πω. Ο Θεός δεν είναι βουλευτής μας στον ουρανό να μας κάνει ρουσφέτια . Σήμερα ακούω πολλούς να λένε «ο Θεός να βάλει το χέρι Του». Το εύχομαι αλλά προσεύχομαι αυτή τη φορά ο Θεός να βάλει το χέρι Του υπό μορφή μπουνιάς, γιατί μας χρειάζεται.



Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Καργάκο για την συνέντευξη αυτή και την ιδιαίτερα θερμή φιλοξενία του.
Επίσης, Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά την αγαπητή φίλη Λαμπρινή Τσιαμάκη, για την πολύτιμη βοήθειά της.



Ρούντας Γεώργιος                                                                 Σταυρόπουλος Ζώης




Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Το χρέος και η οικονομική κατοχή οδηγούν την Ελλάδα στη διάλυση

Του Δημήτρη Καζάκη
οικονομολόγου - αναλυτή*

Η Ελλάδα βρίσκεται ήδη υπό καθεστώς χρεοκοπίας. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αδυνατεί να εξυπηρετήσει τα χρέη της από μόνη της. Κι έτσι από την 6η Μαΐου έχει τεθεί επισήμως υπό καθεστώς νέας κατοχής από την «τρόικα», δηλαδή από την ΕΚΤ, την Κομισιόν στις Βρυξέλλες και το ΔΝΤ.

Ποιος είναι ο στόχος αυτού του καθεστώτος κατοχής; Να τεθεί η χώρα σε μια ιδιότυπη «καραντίνα» για να μην επεκταθεί η αποκαλούμενη «μόλυνση» και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Το κύριο ενδιαφέρον της «τρόικας» δεν είναι η κατάσταση ή η αποκατάσταση της οικονομίας της χώρας, αλλά η προστασία των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών και του ευρώ.

Γιατί; Διότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν γύρω στο 75% των ελληνικών ομολόγων και δεν θέλουν λέξη για τυχόν αδυναμία της Ελλάδας να συνεχίσει να πληρώνει τα χρέη της. Ενώ η δύναμη του ευρώ εξαρτάται άμεσα από τη δυνατότητα των μεγάλων τραπεζών και των επενδυτών στην Ευρωζώνη να συνεχίσουν να κερδοσκοπούν με τα ομόλογα και τα παράγωγα χρέους, των οποίων ο όγκος για το 2009 ήταν σχεδόν διπλάσιος από το συνολικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης.

Επομένως, η Ε.Ε. και το ΔΝΤ ήρθε για να εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να πληρώνει τα χρέη της, έστω κι αν πεινάσει ο λαός της, έστω κι αν η χώρα διαλυθεί και ξεπουληθεί στο σύνολό της. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ε.Ε. δεν ανέχεται, όπως διευκρίνισε πρόσφατα ο κ. Ρομπέι, ούτε καν την αναδιάρθρωση του χρέους. Δηλαδή δεν ανέχεται ούτε καν τη μετάθεση των ληξιπρόθεσμων χρεών της χώρας λίγο πιο πίσω, ώστε να υπάρξει μεγαλύτερος χρόνος για να βρεθούν τα λεφτά της αποπληρωμής τους.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η αναδιάρθρωση του χρέους – πρόκειται για έναν όρο που θα τον ακούτε όλο και πιο συχνά από εδώ κι εμπρός – δεν γίνεται προς όφελος του οφειλέτη, αλλά πάντα προς όφελος του δανειστή. Απλά ο οφειλέτης παίρνει μια παράταση χρόνου για να πληρώσει τα χρέη του, αφού φορτωθεί με πρόσθετους τόκους υπερημερίας και αποζημιώσεις «πιστωτικού κινδύνου» υπέρ του δανειστή. Η Ε.Ε. δεν δέχεται να δώσει στην Ελλάδα ούτε καν αυτή την παράταση χρόνου, την οποία η χώρα έτσι ή αλλιώς θα χρυσοπληρώσει.


Μια παράξενη αντίληψη περί «τιμής»

Μόλις το άκουσε αυτό ο κ. Παπανδρέου, έτρεξε αμέσως να συμμορφωθεί με τις άνωθεν εντολές λέγοντας στη συνέντευξή του στην El Pais ότι για την Ελλάδα δεν τίθεται καν θέμα αναδιάρθρωσης του χρέους. Είναι, λέει, θέμα τιμής. Ο πρωθυπουργός της χώρας, όμως, και το επιτελείο του έχουν μια πολύ παράξενη αντίληψη περί τιμής.

Η δική τους αντίληψη περί τιμής αρχίζει και τελειώνει με το να εκτελούν απερίφραστα και άνευ αντιλογίας τις εντολές του καθεστώτος κατοχής της χώρας. Όπως κάθε τυπική κυβέρνηση δωσιλόγων. Όμως, το να ομολογούν ότι η χώρα έχει χάσει την εθνική της κυριαρχία, ότι δεν είναι ελεύθερη αλλά δέσμια των δανειστών της, δεν φάνηκε να επηρεάζει στο ελάχιστο την αίσθηση τιμής που διαθέτουν.

Άλλωστε ο κ. Παπανδρέου έχει αποδείξει σ' όλη την πολιτική του θητεία ότι αδυνατεί να αντιληφθεί οτιδήποτε υπερβαίνει τις εκάστοτε εντολές έξωθεν και άνωθεν. Ούτε βέβαια θα περιμέναμε τίποτε καλύτερο από έναν υπουργό Οικονομικών ο οποίος αδυνατεί να αντιληφθεί ότι εκπροσωπεί, τυπικά έστω, κυρίαρχο κράτος και δεν είναι υπάλληλος της Ε.Ε. και του ΔΝΤ.

Σήμερα κάνουν ντόρο με τις «χορηγίες» της Siemens προς τον κ. Μαντέλη. Ο κ. Σημίτης έχει το θράσος να δηλώνει θλιμμένος και εξοργισμένος, ενώ ο κ. Παπανδρέου δηλώνει υποκριτικά ότι το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο. Όμως, τι είναι αυτές οι «χορηγίες», δηλαδή οι μίζες της Siemens, μπροστά στα 13 δισ. ευρώ που κέρδισαν συγκεκριμένα κερδοσκοπικά κυκλώματα από τις ενέργειες της κυβέρνησης για την «αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας στις αγορές»; Ποιος θα λογοδοτήσει για αυτά τα 13 δισ. ευρώ που έχει δωρίσει κυριολεκτικά στους κερδοσκόπους η κυβέρνηση μέχρι σήμερα μόνο από τα αυξημένα επιτόκια δανεισμού;

Μήπως έτσι εξηγείται η πρεμούρα του κ. Παπανδρέου και των πρωτοκλασάτων στελεχών του να αναλάβουν το τιμόνι του «Τιτανικού» τη στιγμή που βυθιζόταν; Ποιος πλούτισε με τη χρεοκοπία της χώρας; Ο γνωστός Μπάμπης; Οι δημόσιοι υπάλληλοι; Οι υδραυλικοί ή οι γιατροί; Ή μήπως είναι ένα από τα πολλά συμφωνημένα ανταλλάγματα για τους ασυνείδητους εκείνους πολιτικούς που θα αναλάμβαναν να οδηγήσουν την χώρα στο καθεστώς κατοχής και της ελεγχόμενης χρεοκοπίας;

Ποιος πληρώνει τον βαρκάρη;

Φυσικά, το ποιος θα κληθεί να πληρώσει δεν χρειάζεται να το ρωτήσουμε. Όπως πάντα, το γνωστό υποζύγιο, ο Έλληνας εργαζόμενος, ο Έλληνας μικρομεσαίος, ο Έλληνας συνταξιούχος.

Μόνο που αυτή τη φορά οι Έλληνες εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, επαγγελματίες, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες δεν καλούνται απλώς να πληρώσουν το μάρμαρο, αλλά να αποδεχτούν την επίσημη υποθήκευση της χώρας τους από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ για να κερδίσουν κυρίως οι ευρωπαϊκές τράπεζες, οι διεθνείς τοκογλύφοι και κερδοσκόποι που κατέχουν τα ελληνικά ομόλογα.

Δεν φτάνει που την τελευταία δεκαετία ο ελληνικός λαός έχει πληρώσει κυριολεκτικά από το υστέρημά του μιάμιση φορά το τρέχον δημόσιο χρέος: με το καθεστώς κατοχής που αποδέχτηκε η κυβέρνηση, προβλέπεται μέσα στην επόμενη τριετία να το πληρώσει εξ ολοκλήρου άλλη μια φορά! Παρ' όλα αυτά το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί μέσα στην τριετία πάνω από 70 δισ. ευρώ. Κι αυτό με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς. Αυτό είναι που υπόσχεται η κυβέρνηση στον ελληνικό λαό.

Αλήθεια, τι σόι... βοήθεια είναι αυτή που έρχεται να προσφέρει η «τρόικα», όταν μετά το πέρας των τριών ετών η Ελλάδα θα χρωστάει τουλάχιστον 30% περισσότερα από αυτά που χρωστάει σήμερα και η εξυπηρέτηση των χρεών της θα της κοστίζει ακόμη περισσότερο; Είναι δυνατόν με αυτόν τον τρόπο να ξεφύγει η Ελλάδα από τη μέγκενη της υπερχρέωσης;

Στο όνομα μάλιστα αυτής της αποκαλούμενης «βοήθειας» οι εργαζόμενοι και ο λαός της χώρας θα πρέπει να υποστούν τη χειρότερη υποβάθμιση της ζωής και της εργασίας τους από την εποχή του εμφυλίου πολέμου.

● Η εργασία και ο μισθός μεταβάλλονται σε είδος εν πλήρει ανεπαρκεία, ακόμη και η έννοια του εργατικού δικαιώματος στις συνθήκες εργασίας, στην απόλυση, στην αποζημίωση, στις συμβάσεις εξοστρακίζεται.

● Η σύνταξη – ιδίως για τις νεότερες γενιές – μετατρέπεται σε όνειρο θερινής νυκτός.

● Η κοινωνική ασφάλιση καταργείται και το κράτος αποβάλλει κάθε τυπική κοινωνική του υποχρέωση προκειμένου να μεταβληθεί ανοιχτά σ' έναν άγριο εισπρακτικό μηχανισμό προς όφελος των διεθνών τοκογλύφων και κερδοσκόπων που έχουν δανείσει τη χώρα.

Η Ελλάδα αφρικανοποιείται

Μπορούν να επιβιώσουν η χώρα και ο λαός της με αυτή την πολιτική; Κανείς σοβαρός αναλυτής δεν αποδέχεται ότι η χημειοθεραπεία στην οποία υποβάλλονται η χώρα και ο λαός θα λειτουργήσει σωτήρια. Αντιθέτως πληθαίνουν οι εκτιμήσεις ότι η πολιτική αυτή αποτελεί τη χαριστική βολή όχι μόνο για τους εργαζόμενους, αλλά και για την ίδια την επιβίωση της χώρας.

«Το φάρμακο», επισημαίνουν, «είναι χειρότερο και πιο θανατηφόρο από την ίδια την ασθένεια». Οι περισσότεροι εκτιμούν σήμερα ότι η χώρα προχωρά σε μια ύφεση χωρίς τέλος, η οποία δεν είναι αντιστρέψιμη τουλάχιστον για μία ή δύο δεκαετίες. Μέσα στην τριετία προβλέπεται μια πραγματική καθίζηση της οικονομίας τουλάχιστον κατά 27% έως 30%. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η επίσημη ανεργία θα εκτιναχθεί γύρω στο 30%. Σημαίνει μια αντίστοιχη πτώση του τζίρου της αγοράς που θα οδηγήσει τις δύο από τις τρεις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην πτώχευση.

Μπορεί να γίνει χειρότερη αυτή η κατάσταση; Ναι, μπορεί. Ήδη η χώρα αποκτά «τριτοκοσμικά» χαρακτηριστικά. Όχι μόνο επειδή η εργατική της δύναμη τίθεται υπό καθεστώς μετανάστη και μάλιστα λαθραίου μέσα στην ίδια της τη χώρα, ούτε μόνο επειδή η φτώχεια, η ανέχεια, ακόμη και η πείνα αρχίζουν σιγά - σιγά να στοιχειώνουν το ορατό μέλλον της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού. Αλλά γιατί η ίδια η χώρα έχει ήδη βγει στο σφυρί σε τιμή ευκαιρίας.

Όπως στις κατεστραμμένες χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, έτσι και στη χώρα μας έχει επιβληθεί μια λογική που βλέπει την ανάπτυξη μόνο ή κύρια μέσα από το ξεπούλημα των πάντων και την ασυδοσία των ξένων επενδυτών.

Έτσι φαντάζονται ότι θα αναχαιτίσουν την κάθετη πτώση του ΑΕΠ, χωρίς βέβαια να υπολογίζουν τι θα γίνει μετά, τι θα έχει απομείνει για τη χώρα και τον λαό της όταν όλη η δημόσια γη και περιουσία, όλες οι υποδομές και ο πλούτος θα έχουν ξεπουληθεί.

Γνωστός αρθρογράφος του γνωστού συγκροτήματος και πολύ καλός γνώστης του παρασκηνίου έγραφε πρόσφατα ότι η Αθήνα έχει μεταβληθεί σε αγαπημένο προορισμό για τους «γύπες» των αγορών, που καταφθάνουν για να επωφεληθούν από το μεγάλο φαγοπότι:

«Εκπρόσωποι επενδυτικών οίκων συνομιλούν με δικούς μας ειδικευμένους δικηγόρους σε θέματα αγορών και ομολόγων, έμποροι όπλων τρώνε με αποστράτους της Πολεμικής Αεροπορίας και του στρατεύματος σε μια προσπάθεια να βρουν επαφή και διασύνδεση για την πανάκριβη και αμαρτωλή πραμάτεια τους και ατζέντηδες παντός καιρού που ψάχνουν συνεταίρους για την εξαγορά ελεύθερης ελληνικής γης, άλλοτε για ξενοδοχεία πολυτελείας και άλλοτε για ανεμογεννήτριες ή εγκατάσταση φωτοβολταϊκών τόξων.

"Είναι σαν να έχουν πλακώσει γύπες από παντού" μονολογούσε τις προάλλες ένας έμπειρος σερβιτόρος του Ηilton που έχουν δει πολλά τα μάτια του και τώρα νιώθει, όπως όλοι μας, το άδοξο τέλος της Μεταπολίτευσης, το οποίο απειλεί να παρασύρει τη χώρα ολόκληρη σε αργό θάνατο».

Η χώρα σιγά - σιγά αφρικανοποιείται, μεταβάλλεται σε κράτος της μπανάνας, ιδανικό για να ικανοποιούν τα βίτσια τους τα αρπακτικά των διεθνών αγορών. Μπορεί να επιβιώσει έτσι η χώρα;

Άρνηση του χρέους

Ήδη η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Κάθε ημέρα που αφήνουμε να περνάει, τόσο περισσότερο η χώρα βυθίζεται στο απόλυτο τέλμα που έχουν δρομολογήσει το καθεστώς κατοχής και οι ντόπιοι σύγχρονοι δωσίλογοι.

Η λύση σήμερα είναι μόνο μία και τη χρωστάμε στους εαυτούς μας, στις οικογένειές μας, στα παιδιά και τα εγγόνια μας, τη χρωστάμε στους συναδέλφους και τους συντρόφους μας που υποφέρουν το ίδιο, τη χρωστάμε πρώτα και κύρια στη χώρα μας, που δεν μπορούμε να την αφήσουμε να χαθεί.

Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να αλλάξει οτιδήποτε, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη πολιτική, αν δεν αντιμετωπιστεί πρώτα απ' όλα ο βρόχος του δημόσιου δανεισμού, αν δεν ξεφύγει η χώρα από τη θανάσιμη λαβή των δανειστών της. Όποιος το αγνοεί αυτό απλώς ονειροβατεί.

Μια ριζικά διαφορετική πολιτική, στη βάση των αληθινών συμφερόντων του λαού και της χώρας, οφείλει να ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής τα στοιχειώδη:

● Το χρέος δεν το δημιούργησε ο λαός.

● Τα δανεικά δεν χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος του λαού και της χώρας.

● Ο δανεισμός χρηματοδότησε τη λεηλασία του τόπου και μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που σήμερα ρίχνει τη χώρα και τον λαό της στον Καιάδα του ΔΝΤ.

● Ο λαός δεν χρωστά, του χρωστάνε. Δεν μπορεί λοιπόν να του ζητιέται να πληρώσει τον «λογαριασμό του χρέους» που άλλοι δημιούργησαν και επωφελήθηκαν από αυτό.

Ποια είναι η απάντηση; Μόνο μία: Άρνηση της πληρωμής του χρέους εδώ και τώρα, άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές, ώστε να σταματήσει ο φόρος αίματος τον οποίο καταβάλλουν η χώρα και ο λαός στους διεθνείς τοκογλύφους και κερδοσκόπους.

Αυτή είναι η μόνη λύση για να σωθεί η χώρα από την καταστροφή και να διασώσουν οι εργαζόμενοι τα εισοδήματά τους, τη δουλειά τους, τις συντάξεις και τα δικαιώματά τους. Είναι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει προοπτική για τους νέους, τους αγρότες, τους μικρομεσαίους.


Η κυβέρνηση επισήμως επιχειρεί να ταυτίσει την άρνηση της πληρωμής του χρέους με την πτώχευση της χώρας, την οποία έτσι ή αλλιώς προετοιμάζει. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Άρνηση της πληρωμής του χρέους εδώ και τώρα σημαίνει άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές. Με απλά λόγια:

● Να μην πληρώσουμε τα κερατιάτικα στους τοκογλύφους, όπως αυτά που πληρώσαμε στις 19 Μαΐου και για τα οποία η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αναγκάστηκε να αποδεχτεί τα σκληρά μέτρα που ζήτησε η «τρόικα».

● Να σταματήσουμε να πληρώνουμε τα πάνω από 80 δισ. ευρώ που είμαστε αναγκασμένοι να καταβάλλουμε κάθε χρόνο στους δανειστές μας και για τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να δανειζόμαστε συνεχώς διογκώνοντας το δημόσιο χρέος.

«Μα δεν θα έχουμε λεφτά να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις», ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Ψέμα. Το 97% όσων δανειστήκαμε την τελευταία δεκαετία πήγαν στην εξυπηρέτηση παλιότερων δανείων. Μόλις το 3% κάλυψε ελλείμματα του δημοσίου. Δεν δανειζόμαστε δηλαδή για να πληρώνουμε μισθούς και συντάξεις, αλλά για να πληρώνουμε παλιότερα δάνεια. Αυτή είναι η αλήθεια.

● Μόνο με την πτώχευση και την παύση πληρωμών που ετοιμάζουν η κυβέρνηση και οι πάτρωνές της δεν θα πληρώνονται μισθοί και συντάξεις.

● Μόνο με την πολιτική που ακολουθείται σήμερα είναι σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα θα καταντήσουμε σαν την Ιρλανδία, την οποία οι περιοριστικές πολιτικές που της επιβλήθηκαν ανάγκασαν, μετά την περικοπή του 13ου και 12ου μισθού, να πληρώνει τους δημόσιους υπαλλήλους και συνταξιούχους κάθε δεύτερο ή τρίτο μήνα.

● Μόνο με αυτή την πολιτική θα βρεθεί στην ανάγκη η κυβέρνηση να δεσμεύσει τις λαϊκές καταθέσεις στις τράπεζες, όπως έγινε στην Αργεντινή, προκειμένου να περισώσει το τραπεζικό σύστημα της χώρας, το οποίο βρίσκεται ένα μόλις βήμα πριν από τη χρεοκοπία.

Δεν είναι τυχαίο ότι η σημερινή πρόεδρος της Αργεντινής Κριστίνα Φερνάντεζ είδε πρόσφατα στον σημερινό «μηχανισμό στήριξης» της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, τις ίδιες καταστροφικές συνέπειες που είχε και για την Αργεντινή το ανάλογο καθεστώς του ΔΝΤ το 2001. Με τον ίδιο τρόπο που το ΔΝΤ οδήγησε την Αργεντινή το 2001 στην καταστροφή και την πτώχευση, επιδιώκει να οδηγήσει και την Ελλάδα σήμερα. Πρόκειται για τις «ίδιες συνταγές που εφάρμοσαν και σε μας», είπε η Κριστίνα Φερνάντεζ, «οι οποίες προκάλεσαν την έκρηξη του 2001».

Ενώ για τις πολιτικές σκληρής λιτότητας είπε ότι δεν χρειάζεται να είναι οικονομολόγος κανείς για να εκτιμήσει ότι θα έχουν «τρομερές συνέπειες» για την οικονομία και τον λαό.

«Επαναλαμβάνουν συνταγές με βάση τις οποίες επιχειρούν να διασώσουν το τραπεζικό σύστημα. Πιστεύουμε ότι αυτές οι πολιτικές είναι καταδικασμένες να αποτύχουν και αυτός είναι ο λόγος που δεν τις εφαρμόζουμε στη χώρα μας».

Τι έκαναν οι Αργεντίνοι στη χώρα τους για να γλιτώσουν από την καταστροφή και το καθεστώς κατοχής του ΔΝΤ; Αυτό που οφείλουν να κάνουν και οι Έλληνες, αν θέλουν να κερδίσουν τη χώρα τους και να σταθούν στα πόδια τους:

1. Απαλλαγή της χώρας από το καθεστώς της νέας κατοχής από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, κατάργηση του άθλιου «μνημονίου» που έχει υπογράψει και νομοθετήσει η κυβέρνηση.

2. Μονομερής άρνηση της πληρωμής του χρέους για να γλιτώσουμε από την επικείμενη πτώχευση και να διασώσουμε μισθούς και συντάξεις.

3. Άνοιγμα όλων των δημόσιων λογαριασμών του κράτους, ώστε να δούμε τι έγιναν τα λεφτά, τι κρύβουν οι συμβάσεις δανεισμού και ποιος επωφελήθηκε από αυτές.

4. Κατάργηση κάθε έννοιας παραγραφής και ασυλίας για όλους όσοι διαχειρίστηκαν δημόσιο χρήμα. Όποιος έβαλε χέρι ή συνέργησε στη λεηλασία του δημόσιου πλούτου θα πρέπει να φυλακιστεί και η περιουσία του να δημευθεί.

5. Έξοδο από τη ζώνη του ευρώ. Όσο η χώρα βρίσκεται μέσα στην ΟΝΕ είναι εκτεθειμένη σε κάθε είδους πιέσεις, στους εκβιασμούς και τις επιδρομές της διεθνούς κερδοσκοπίας και λειτουργεί ως αναλώσιμο είδος για τα διευθυντήρια της Ευρωζώνης.

6. Εθνικοποίηση των μεγάλων πιστωτικών ιδρυμάτων για τον έλεγχο της οικονομίας και τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων.

7. Ανάδειξη του κράτους σε βασικό μοχλό της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας με πρώτη την εθνικοποίηση των παλιών ΔΕΚΟ και υπηρεσιών που ιδιωτικοποιήθηκαν.

8. Παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, η οποία δεν θα στηρίζεται σε ξένους και ντόπιους κερδοσκόπους επενδυτές, κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και μονοπώλια, αλλά στις ανάγκες και στο εισόδημα των εργαζομένων.

9. Αλλαγή του μονομερούς προσανατολισμού της χώρας και απαλλαγή της από τα δεσμά των μονοπωλιακών και ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Άνοιγμα του διεθνούς ορίζοντα της χώρας στην αναζήτηση νέων ερεισμάτων, νέων επαφών και σχέσεων με όλους τους λαούς και τις χώρες της Ευρώπης και όλου του κόσμου.

Ένα νέο ΕΑΜ

Η διάσωση της χώρας δεν μπορεί να επιτευχθεί με τον λαό στον «γύψο» ούτε με ψευδο-«οικουμενικές» ή «υπερκομματικές» κυβερνήσεις εκφασισμού της πολιτικής ζωής. Η διέξοδος από την κρίση απαιτεί περισσότερη και όχι λιγότερη δημοκρατία.

● Απαιτεί τον λαό στο προσκήνιο, όχι θεατή και θύμα των εξελίξεων.

● Απαιτεί μια νέα εξουσία με τον λαό στα κέντρα των αποφάσεων και όχι ένα διεφθαρμένο σύστημα κυβερνητικής απολυταρχίας.

● Απαιτεί την κατάκτηση της δημοκρατίας μέσα από την αυθεντική κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.

Ποιος μπορεί να το κάνει αυτό; Μόνο με τη δημιουργία ενός μεγάλου κοινωνικοπολιτικού μετώπου ολόκληρου του λαού για τη διάσωση της χώρας μπορούμε να ξεφύγουμε από τον καταθλιπτικό μονόδρομο της καταστροφής, της λεηλασίας και της υπερχρέωσης.

Ένα τέτοιο μέτωπο δεν είναι υπόθεση απλώς και μόνο ορισμένων οργανώσεων ή κομμάτων, αλλά αφορά το σύνολο του λαού πέρα και πάνω από κομματικές τοποθετήσεις και εξαρτήσεις. Ένας ενωμένος και αποφασισμένος λαός δεν έχει να φοβηθεί τίποτε και κανέναν, δεν μπορεί να τον σταματήσει καμιά απειλή, κανένα αντίποινο των αγορών. Όποτε ο λαός αποφάσισε να ενωθεί και να διεκδικήσει τα δίκαιά του, δεν υπήρξε καμιά αντιξοότητα, καμιά δύναμη που να στάθηκε εμπόδιο στον δρόμο του.

Αντίθετα οι αγορές, οι τραπεζίτες, οι κερδοσκόποι και το πολιτικό τους προσωπικό είναι εκείνοι που έχουν κάθε λόγο να φοβούνται. Και είναι αλήθεια ότι τρέμουν σήμερα στην ιδέα μιας αυθεντικής λαϊκής αφύπνισης. Όχι μόνο επειδή ένας αποφασισμένος και ενωμένος λαός δεν υπήρξε ποτέ εύκολος αντίπαλος για την αντίδραση, αλλά διότι ξέρουν πολύ καλά ότι ένας τέτοιος αγωνιστής λαός δεν θα βρεθεί μόνος του, απομονωμένος, αλλά σχεδόν αμέσως θα σταθούν δίπλα του, σύμμαχοι και συμπολεμιστές, και οι άλλοι λαοί της Ευρώπης, οι Πορτογάλοι, οι Ισπανοί, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι άλλοι που στενάζουν το ίδιο κάτω από την μπότα της υπερεθνικής χρηματιστικής απολυταρχίας.

Τώρα είναι η ώρα για να οικοδομηθεί ένα νέο ΕΑΜ, μια νέα Φιλική Εταιρεία, μια νέα Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας. Μόνο έτσι μπορεί να γεννηθεί μια καινούργια μορφή διακυβέρνησης, μια νέα μορφή εξουσίας που θα βασίζεται απευθείας στους ίδιους τους εργαζομένους, τους νέους, τους μικρομεσαίους, τους αγρότες, δηλαδή στο σύνολο του λαού, και θα εκφράζει την πάλη του για μια άλλη, ριζικά διαφορετική πορεία αυτού του τόπου.

* Το κείμενο αυτό του Δ. Καζάκη είναι η βάση των ομιλιών του σε εκδηλώσεις που έγιναν στην Άμφισσα στις 26.5 και στον Βύρωνα στις 27.5 

Πηγή: Ανεμογκάστρι