Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Εθνικό Όραμα, ιδεολογία και εθνική χρεωκοπία


Ο ελληνισμός τις αρχές του 19ου αιώνα οραματίστηκε την απελευθέρωσή του από την οθωμανική σκλαβιά. Μια σκλαβιά που κράτησε τον ελληνισμό επί τέσσερις αιώνες στο σκοτάδι. Το όραμα της Ελευθερίας ήταν η κινητήρια δύναμη που ώθησε τον ελληνισμό στον εθνικοαπελευθερωτικό του αγώνα. Το όραμα της Ελευθερίας ήταν η κινητήρια δύναμη που έδωσε τη δυνατότητα σε μια χούφτα στην πλειοψηφία τους αγράμματους Έλληνες να τα βάλουν με μια αυτοκρατορία και όχι απλά να νικήσουν, αλλά να γράψουν μια αξεπέραστη σελίδα ανδρείας και αυταπάρνησης, που υπήρξε παράδειγμα για τα άλλα υπόδουλα έθνη στον οθωμανικό ζυγό..


Μετά την ίδρυση του ελλαδικού κράτους, στου οποίου την επικράτεια ζούσε μόνο ένα μικρό μέρος του ελληνισμού, το όραμα της ελληνικής παιδείας και της εθνικής συνείδησης ήταν η κινητήρια δύναμη που οδήγησε σε μια αξιοζήλευτη πνευματική και εκπαιδευτική άνθηση όχι μόνο τους Έλληνες της Ελλάδας, αλλά και τον απανταχού ελληνισμό. Οι ανά τον κόσμο κοινότητες των Ελλήνων έχτισαν και λειτουργούσαν επί δεκαετίες με δικά τους μέσα χιλιάδες περίλαμπρα σχολεία, που πολλές φορές ήταν καλύτερα από αυτά του ελλαδικού κράτους. Το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και της Αργυρούπολης είναι τρανά παραδείγματα. Το όραμα αυτό οδήγησε στο θαύμα της αναγέννησης του νέου ελληνικού έθνους, το 19ο αιώνα.

Το επόμενο όραμα του ελληνισμού, συνέχεια του προηγούμενου, ήταν αυτό της εθνικής ολοκλήρωσης, το όραμα που σχηματοποίησε τη Μεγάλη Ιδέα, η οποία υπήρξε με τη σειρά της η κινητήρια δύναμη του έθνους, ενός έθνους που αγωνίστηκε σκληρά για να συμπεριληφθούν στην ελληνική επικράτεια η Θεσσαλία, η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Θράκη, η Κρήτη και ο νησιωτικός χώρος του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους. Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας τερματίστηκε άδοξα με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή των πληθυσμών, μέγιστο πλήγμα στην ιστορία του Ελληνισμού.


Σε αυτές τις κύριες φάσεις της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, το όραμα ήταν πάντα αυτό που συνέθετε την εθνική ιδεολογία που καθοδηγούσε και κινητοποιούσε ολόκληρο το έθνος, τις ελίτ, τις ανώτερες και τις μεσαίες κοινωνικές τάξεις τον απλό λαό και τον απανταχού ελληνισμό. Το όραμα ήταν πάντα αυτό που καθόριζε το εθνικό καθήκον και την κοινωνικοπολιτική ηθική του κάθε Έλληνα, που καθόριζε αν θέλετε τους γενικούς «κανόνες του παιχνιδιού» και στην ίδια την πολιτική. Το όραμα ήταν που καθόριζε σε μεγάλο βαθμό πολιτική ηθική, την ηθική της διαχείρισης του εθνικού πλούτου, ακόμα και την επιχειρηματική ηθική.



Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας ενταφιάστηκε με την τραγική κατάληξη της μικρασιατικής εκστρατείας. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η Ανταλλαγή των πληθυσμών, η μεγαλύτερη συμφορά στην ιστορία του ελληνισμού, προκάλεσε έναν ισχυρό κλονισμό κυρίως στο ελλαδικό κράτος και τις ελλαδικές ελίτ. Ως κύρια αιτία της τραγικής αυτής κατάληξης θεωρήθηκε η Μεγάλη Ιδέα και οι ιδεολογικοί της φορείς, που παρέσυραν τη χώρα και το έθνος σε αυτή τη μείζονα καταστροφή. Έκτοτε, οι λέξεις εθνικό όραμα και μεγάλη ιδέα «στοχοποιήθηκαν». Οι ελίτ, οι θεσμικοί και οι εξωθεσμικοί παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή και την άσκηση εξουσίας στην Ελλάδα, το ελληνικό «βαθύ» κράτος (αν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον συγκεκριμένο όρο), μετά από αυτήν την τραυματική εμπειρία, εκτός του ότι δαιμονοποίησαν τη Μεγάλη Ιδέα και οτιδήποτε μεγαλοϊδεατικό και οραματικό με την ευρεία έννοια, οριοθέτησαν τους ορίζοντες των Ελλήνων, περιορίζοντας ταυτόχρονα τα ίδια τα οράματά μας. Δηλαδή, ο ελληνισμός και η ίδια η Ελλάδα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κινήθηκε και δυστυχώς συνεχίζει να κινείται χωρίς όραμα, ένα όραμα προσαρμοσμένο στις σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές και γεωπολιτικές συνθήκες που θα μπορούσε να επανακαθορίσει την εθνική ιδεολογία και την πορεία της χώρας και του έθνους τον 21ο αιώνα.

Αντίθετα, αυτό που καθόρισε την πορεία της χώρας όλες αυτές τις δεκαετίες, ήταν τα ‘οράματα' και οι ιδεολογίες άλλων (κομμουνισμός, σοσιαλισμός, ναζισμός, νεοφιλελευθερισμός κλπ) -που, όπως αποδείχτηκε, δεν είχαν και τα καλύτερα αποτελέσματα για τη χώρα. Την πορεία της χώρας καθόρισαν επίσης μερικές κρίσιμες επιλογές (συμμετοχή στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με την πλευρά των συμμάχων, συμμετοχή στο ΝΑΤΟ κλπ) που αναγκαστήκαμε να πάρουμε σε διάφορες φάσεις του 20ού αιώνα, επιλογές που καθόρισαν και συνεχίζουν να καθορίζουν την πορεία της χώρας και ολόκληρου του έθνους.



Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1981, μια κορυφαία και καθοριστικής σημασίας επιλογή που αμφισβητήθηκε και πολεμήθηκε από ένα μέρος του πολιτικού κόσμου, ήταν η επιλογή που εκ των πραγμάτων άλλαξε τον ρου της νεώτερης ιστορίας της χώρας μας. Η επιλογή όμως αυτή δεν παρουσιάστηκε οραματικά στο λαό, ούτε έγινε ποτέ μέρος ενός εθνικού οράματος, αφού αυτό δεν υπήρχε. Η ΕΟΚ και αργότερα η Ε.Ε. παρουσιάστηκε ή εκλήφθηκε από το πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας και από τους επιτήδειους, ως η χρυσή αγελάδα που γεννάει προγράμματα, προγράμματα που μοιράζονται ημέτεροι, χωρίς ποτέ να ελέγχεται αρμοδίως η αποτελεσματικότητά τους. Η ελληνική κοινωνία κομματικοποιήθηκε βάναυσα, εκμαυλίστηκε, επαναπαύθηκε και αρκέστηκε σε μια ευημερία κίβδηλη, που στηριζόταν στα προγράμματα και τα δανεικά λεφτά.


Το έλλειμμα του οράματος, ο λαϊκισμός, ο κομματισμός και ο «ευρωπαϊκός εκμαυλισμός» δεν επηρέασαν μόνο την πολιτική, επηρέασαν και τη δημόσια διοίκηση, την παιδεία, την επιχειρηματικότητα, τα ΜΜΕ, τελικά επηρέασαν την ίδια την ελληνική κοινωνία, με αποτέλεσμα να βυθιστεί η χώρα και η κοινωνία στο τέλμα, τη διαφθορά, την αναξιοκρατία, την αναξιοπιστία και την ανηθικότητα, για να έλθει τελικά σήμερα σε όλους μας ο «λογαριασμός»!


Τώρα, που δεν ηχούν απλά οι καμπάνες του κινδύνου, τώρα που η χώρα βρίσκεται στο χείλος της οικονομικής, αλλά και της ηθικής χρεωκοπίας, είναι ανάγκη να αποκτήσουμε και πάλι ένα εθνικό όραμα. Ένα όραμα που θα συνεγείρει τις δυνάμεις του έθνους, ένα όραμα που θα εξαλείψει επιτέλους τις ουλές του εθνικού διχασμού και του καταστροφικού εμφυλίου, ένα όραμα που θα αποβάλλει τον άθλιο κομματισμό και θα ενώσει ουσιαστικά τον ελληνισμό. Ένα όραμα θα αποτελέσει την καινούρια Μεγάλη Ιδέα του Γένους.


Και επειδή τα παθήματα και στην ιστορία πρέπει να μας γίνονται μαθήματα, η νέα Μεγάλη Ιδέα θα πρέπει γεννηθεί μέσα στην κοινωνία, από τον ίδιο τον ελληνικό λαό, ξεκινώντας με έναν απαράβατο όρο. Ότι δεν θα προκαλέσει πόνο και αίμα ούτε στον ελληνικό, ούτε σε κανέναν άλλο λαό της Οικουμένης και θα αγκαλιάζει τις πανανθρώπινες αξίες. Και για να γίνει αυτό, η νέα Μεγάλη Ιδέα θα πρέπει να κινηθεί στο πλαίσιο της Παιδείας, της Ιστορίας, του Πολιτισμού και του Οικουμενισμού, τομείς που απαξιώθηκαν και μας οδήγησαν στο εθνικό αδιέξοδο και το μαρασμό.


Σε μια στιγμή που το κύρος και η εικόνα της Ελλάδος πλήττονται βάναυσα διεθνώς, σε μια στιγμή που το ηθικό του λαού μας έχει καταβαραθρωθεί, αφού γίναμε περίγελως των πάντων, είναι καιρός να διεκδικήσουμε μερίδιο στο όραμα και το όνειρο. Το δικαιούμαστε. Το επιβάλλει η ιστορία και ο πολιτισμός μας. Ας δείξει και ας ανοίξει ο λαός μας τον δρόμο!

Tου Σάββα Καλεντερίδη, 

Κύριο άρθρο στη μηνιαία εφημερίδα "ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΓΝΩΜΗ", φύλλο Δεκεμβρίου 

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Ένα εθνικό σχέδιο για την Παιδεία

Σε κάθε εποχή, οι κρατούντες σχεδιάζουν και επιχειρούν να επιβάλουν τη δική τους εκπαιδευτική πολιτική, με βάση τις αξίες και τις αρχές τους, καθώς και με βάση την εξάρτησή τους από τις κοινωνικές ομάδες που εκπροσωπούν και που τους ανέδειξαν στην εξουσία. Με βάση τα παραπάνω, καθορίζουν επίσης το περιεχόμενο της παρεχόμενης γνώσης και την κατεύθυνση την οποία θέλουν να έχει η εκπαίδευση. Γιατί, το σχολείο δεν στοχεύει απλώς στην αναπαραγωγή της κοινωνίας, αλλά και στην προετοιμασία των νέων πολιτών, έτσι ώστε αυτοί να προσαρμοστούν, εντασσόμενοι ομαλά στις νέες κοινωνικές συνθήκες, όπως αυτές διαμορφώνονται από τους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Το ζήτημα είναι επομένως ποια ομάδα ή κοινωνική συμμαχία έχει κάθε φορά την ηγεμονία και ελέγχει τα κέντρα παιδείας. Το ίδιο ισχύει και για τα κινήματα. Κανένα αίτημα που αφορά την εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι ξεκομμένο από την κατεύθυνση την οποία θέλουμε να έχει το ελληνικό σχολείο και, κατ’ επέκταση, την κατεύθυνση που θέλουμε να έχει η χώρα. Με λίγα λόγια, για να έχουμε όραμα σχολείου, πρέπει να έχουμε όραμα κοινωνίας.

Αν επομένως συμφωνούμε πως θέλουμε μια κοινωνία δίκαιη και συνεκτική, ένα κράτος ανεξάρτητο, ασφαλές και όσο το δυνατόν περισσότερο αυτάρκες στο πλαίσιο ενός μοντέλου ήπιας και ισόρροπης ανάπτυξης, με οικονομία στηριγμένη στην παραγωγή αξιών χρήσης, προϊόντων ποιότητας και φιλικών προς το περιβάλλον, με σχέσεις ειρήνης, αλλά και αμοιβαίου σεβασμού με τους γειτονικούς λαούς, μια χώρα που προστατεύει τον φυσικό της πλούτο και αναδεικνύει την πλούσια παράδοσή της αλλά και ζητά να την προσαρμόσει στις σύγχρονες ανάγκες, με πολίτες που διαθέτουν δημοκρατικό αγωνιστικό ήθος και σέβονται τη διαφορετικότητα, κοινωνικά και οικολογικά ευαίσθητους, εγγράμματους και αισθητικά καλλιεργημένους, πατριώτες και διεθνιστές και όχι εθνικιστές και ρατσιστές, αλλά ούτε και συμπλεγματικούς μιμητές δυτικών προτύπων και άβουλους καταναλωτές, κυρίως όμως ανθρώπους ισορροπημένους, με αξίες και ήθος, και εργαζόμενους υπεύθυνους, δημιουργικούς και εργατικούς αλλά και με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, τότε μπορούμε (και πρέπει) να διατυπώσουμε και το ανάλογο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.


Προτείνουμε λοιπόν ένα εθνικό σχέδιο για την Παιδεία το οποίο:


α) θα καθορίζει ένα μίνιμουμ συγκεκριμένων γνώσεων που απαιτούνται για την ολοκλήρωση κάθε βαθμίδας με βάση τους παραπάνω κατευθυντήριους άξονες, β) τους τρόπους διασφάλισης της απόκτησης των γνώσεων αυτών και γ) τη δωρεάν δημόσια παιδεία όχι απλώς χωρίς αποκλεισμούς, αλλά με ενίσχυση των παιδιών των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. Η γνώση ως αξία, ως απελευθερωτική δύναμη, αλλά και ως άθλημα παιδείας, καθώς απαιτείται κόπος και προσπάθεια για να αποκτηθεί, βρίσκεται στο κέντρο αυτού του σχεδίου.

1. Πρωτοβάθμια εκπαίδευση


Για το δημοτικό σχολείο, θεωρείται απαραίτητη η γνώση γραφής και ανάγνωσης, των απλών πράξεων της αριθμητικής, της ελληνικής μυθολογίας, των βασικών γεγονότων στην ελληνική ιστορία, η γνωριμία με την Καινή Διαθήκη και βασικών στοιχείων της ελληνικής και παγκόσμιας γεωγραφίας. Αντίθετα, η υπερφόρτωση του ωρολογίου προγράμματος με νέα μαθήματα μάλλον λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το ίδιο ισχύει και με την πολυδιαφημιζόμενη εισαγωγή δεύτερης ξένης γλώσσας. Από την άλλη μεριά, θα πρέπει να ενισχυθούν η φυσική και αισθητική αγωγή (γυμναστική, μουσική, καλλιτεχνικά). Επίσης, να θεσπισθεί το όριο των 20 μαθητών ανά τάξη, με δύο δασκάλους, για να είναι εφικτή η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία.


Εφόσον σκοπός της εκπαίδευσης είναι η εμπέδωση βασικών γνώσεων απ’ όλους, αυτό θα πρέπει να διασφαλίζεται μέσα από τη συνεχή παρακολούθηση της πορείας των μαθητών και τη στήριξη όσων παιδιών υστερούν μορφωτικά, μέσω της ανάπτυξης μορφών αντισταθμιστικής αγωγής. Ο στόχος είναι όλα τα παιδιά που τελειώνουν το δημοτικό να κατέχουν τις βασικές γνώσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω.



2. Δευτεροβάθμια εκπαίδευση
α) Γυμνάσιο

Στο γυμνάσιο, επίσης, θα πρέπει να γίνει αναπροσαρμογή των ωρολογίων προγραμμάτων, έτσι ώστε αυτά να ελαφρύνουν. Η σημερινή κατάσταση με τα εφτάωρα και τα υπερβολικά πολλά αντικείμενα είναι παιδαγωγικά απαράδεκτη. Η λογική είναι: συγκεκριμένες βασικές γνώσεις στο γυμνάσιο, οι οποίες όμως να γίνονται κτήμα όλων. Το περιεχόμενο των μαθημάτων καθώς και τα σχολικά εγχειρίδια να κινούνται στο πλαίσιο των θέσεων και αρχών που περιγράφτηκε πιο πάνω και όχι στο πνεύμα που επιβάλλει σήμερα η παγκοσμιοποίηση και η κυριαρχία του εμπορεύματος, και αποτυπώνεται ανάγλυφα στα νέα βιβλία για το δημοτικό και το γυμνάσιο.

Καταργείται ο αντιπαιδαγωγικός θεσμός της επανάληψης της τάξης σε περίπτωση αποτυχίας και αντικαθίσταται από α) την ένταξη της υποχρεωτικής ενισχυτικής διδασκαλίας στη διάρκεια του σχολικού προγράμματος από μόνιμους εκπαιδευτικούς, β) την επέκταση του θεσμού των θερινών σχολείων (που σήμερα ισχύουν μόνον για ορισμένους μαθητές των ΤΕΕ και με αντικείμενο την… επιχειρηματικότητα), με οργανωμένα μαθήματα, προαιρετικά για όσους μαθητές το επιθυμούν και υποχρεωτικά για όσους έχουν αποτύχει τον Ιούνιο, και γ) τη δυνατότητα επανάληψης της εξέτασης για τον έλεγχο της εμπέδωσης της προβλεπόμενης ύλης. Να υπάρχουν 25 μαθητές ανά τάξη, ενώ κάποιες διδακτικές ώρες να απασχολείται και δεύτερος διδάσκων ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία.



3. Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
β) λύκειο και τεχνική/επαγγελματική εκπαίδευση

Σε ό,τι αφορά τη λυκειακή βαθμίδα, αυτή θα πρέπει να παρέχει υψηλού επιπέδου γνώσεις σε μια μεγάλη ποικιλία αντικειμένων που να καλύπτουν τα ενδιαφέροντα των νέων και να εμπεριέχει και τις τεχνικές και επαγγελματικές ειδικότητες. Οι τελευταίες να συνδέονται με την αγορά εργασίας με όρους πραγματικής μαθητείας. Δηλαδή, όχι της εκμετάλλευσης των εφήβων ως επιδοτούμενου προσωπικού, αλλά με επαγγελματικές δραστηριότητες που παράγουν προϊόντα και προσφέρουν υπηρεσίες στην κοινότητα και τη γειτονιά που ανήκει το σχολείο. Π.χ. να λειτουργεί παιδικός σταθμός από τους βοηθούς βρεφονηπιοκόμους, συνεργείο για τα μηχανάκια των μαθητών από τους μηχανολόγους, αγρόκτημα με βιολογικές καλλιέργειες από τον τομέα Φυτικής Παραγωγής κ.λπ. Να δίνεται επομένως η δυνατότητα στον νέο να αποκτήσει πιο εξειδικευμένες θεωρητικές γνώσεις απ’ ό,τι στο γυμνάσιο, π.χ. στα μαθηματικά, στα αρχαία ελληνικά, τη χημεία κ.λπ. αλλά και πρακτικές και τεχνικές δεξιότητες και επαγγελματική πείρα, με τέτοιο τρόπο που και ο ίδιος ο μαθητής να ολοκληρώνεται ως προσωπικότητα και η κοινωνία να ωφελείται. Πολλές κατευθύνσεις επομένως σ’ έναν ενιαίο τύπο λυκείου με κάποιον συμφωνημένο βασικό κορμό μαθημάτων γενικής παιδείας (Νέα ελληνική γλώσσα, ιστορία, μαθηματικά κ.λπ.) αλλά και ξεχωριστοί τύποι λυκείου στις μεγάλες πόλεις (κλασικό, μουσικό, αθλητικό, καλλιτεχνικό, τεχνικό, φυσικών επιστημών κ.λπ.) ώστε ν’ αποφεύγονται τα τεράστια σχολικά συγκροτήματα. Έτσι επιτυγχάνεται: α) Η κοινή εκπαίδευση των νέων χωρίς διακρίσεις και ταξικούς διαχωρισμούς σ’ ένα βασικό πρόγραμμα γενικής παιδείας, β) Η ικανοποίηση των ιδιαίτερων προτιμήσεων και η ανάπτυξη των ξεχωριστών κλίσεων και δεξιοτήτων τους και τέλος γ) Η επανασύνδεση του σχολείου με την κοινωνία και την παραγωγή.
Σε σχέση με το περιεχόμενο της παρεχόμενης γνώσης, ισχύει και εδώ ό,τι και για το γυμνάσιο. Το ίδιο και όσον αφορά την αξιολόγηση των μαθητών: Έλεγχος της πρόσληψης της γνώσης και στήριξη του παιδιού αντί για τη σημερινή αδιέξοδη επιλογή ανάμεσα στον χαριστικό προβιβασμό και την απόρριψη, που οδηγούν ο μεν πρώτος σε αμάθεια και ανευθυνότητα, η δε δεύτερη σε ταξικούς αποκλεισμούς.
Να υπάρχουν 25 μαθητές ανά τάξη, 15 στις κατευθύνσεις και 12 στα εργαστήρια.




Εκπαιδευτικά προγράμματα στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση

Το περιεχόμενο και η μεθοδολογία (διερευνητική μέθοδος) των προγραμμάτων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, αγωγής υγείας και αγωγής καταναλωτή, καθώς και η διαθεματική διδασκαλία να ενταχθούν στον προγραμματισμό των σχετικών υπαρχόντων μαθημάτων, όχι για να υποκαταστήσουν έτσι την παραδοσιακή διδασκαλία και μάθηση, αλλά για να την εμπλουτίσουν, με έμφαση στην ποιότητα ζωής και το περιβάλλον. Έτσι, τα προγράμματα αυτά, που η υλοποίησή τους σήμερα στηρίζεται στην εθελοντική πρωτοβουλία των διδασκόντων, θα πάψουν να παραμένουν στο περιθώριο της σχολικής ζωής, ούτε όμως, από την άλλη, θα αποτελέσουν ακόμα ένα ξεχωριστό μάθημα που θα επιβαρύνει το σχολικό πρόγραμμα. Π.χ., όταν διδάσκεται η παραγωγή πετρελαίου, βενζίνης, κ.λπ. στη χημεία, να υπάρχει ξεχωριστή ενότητα που να αναφέρεται στο ενεργειακό ζήτημα και τις συνέπειές του στη ζωή στον πλανήτη και οι μαθητές να αναλάβουν σχετική ομαδική εργασία όπως θα έκαναν για κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης με αυτό το θέμα. Ίσως μόνον η επιστήμη της οικολογίας να μπορεί να υπάρξει ως ξεχωριστό μάθημα, λόγω της κρισιμότητας του προβλήματος, στη θέση π.χ. της ξεπερασμένης σήμερα οικιακής οικονομίας ή της τεχνολογίας, μαθημάτων που, αν δεν αποκτήσουν περιεχόμενο που να αφορά την ποιότητα ζωής και το περιβάλλον, δεν έχουν να προσφέρουν απολύτως τίποτα.


Θέσπιση απογευματινής ζώνης

Να θεσπιστεί, για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, απογευματινή ζώνη στην οποία θα παρέχονται δωρεάν επιλεγόμενα μαθήματα ξένων γλωσσών, μουσικής, χορού, αθλητικών και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, πληροφορικής κ.λπ. από μόνιμους εκπαιδευτικούς, έτσι ώστε η παιδεία να καλύπτει την ολόπλευρη μορφωτική και ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και για να αποσυμφορηθεί το σχολείο από το σημερινό ασφυκτικό ωρολόγιο πρόγραμμα. Στην ίδια ζώνη εντάσσεται και η πρόσθετη διδακτική στήριξη ή αλλιώς το δημόσιο δωρεάν φροντιστήριο. Για τα παιδιά των χωριών, που αδυνατούν να επιστρέψουν το απόγευμα στο αστικό κέντρο όπου βρίσκεται το σχολείο, να υπάρχει η πρόβλεψη χρήσης των αιθουσών του πλησιέστερου δημοτικού σχολείου για τις ανάγκες της απογευματινής ζώνης.



Ολοήμερο Σχολείο

Το ολοήμερο σχολείο λειτουργεί σήμερα περισσότερο ως παιδοφύλαξη, κυρίως για τα μικρότερα παιδιά. Για να καταργηθεί όμως, θα πρέπει οι εργαζόμενοι γονείς να μπορούν να φεύγουν από τη δουλειά τους το μεσημέρι, ώστε να παίρνουν τα παιδιά από το σχολείο και να τρώνε μαζί τους. Θα πρέπει ακόμη ν’ αλλάξουν οι σημερινοί απάνθρωποι ρυθμοί ζωής στην πόλη και ειδικά στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, που αποτρέπουν τη μετακίνηση από και προς την εργασία δύο φορές την ημέρα. Η πρόταση αυτή, επομένως, αφορά τόσο τις συνθήκες ζωής στην πόλη όσο και τις εργασιακές σχέσεις  και τα ωράρια που σήμερα τείνουν να επιβάλουν, στον μεσογειακό τρόπο ζωής, το αγγλοσαξονικό ωράριο της εργασίας 9 με 5, που καταργεί την ιεροτελεστία του μεσημεριανού φαγητού για την οικογένεια, καθώς και τη μεσημβρινή ανάπαυση. Στα αστικά κέντρα, θα μπορούσε πάντως, εναλλακτικά, σε άλλα σχολεία να λειτουργεί η απογευματινή ζώνη και σε άλλα, με το ίδιο όμως περιεχόμενο, το ολοήμερο σχολείο. Στην επαρχία, που οι ρυθμοί είναι πιο ανθρώπινοι, οι αποστάσεις μικρότερες, οι οικογένειες διευρυμένες και οι κοινότητες συνεκτικές, η λειτουργία απογευματινής ζώνης ήδη λειτουργεί, μόνο που αφορά τους γονείς που επιλέγουν για τα παιδιά τους τα ιδιαίτερα μαθήματα και τα φροντιστήρια. Η πρότασή μας επομένως καθιστά προσιτές όλες αυτές τις δραστηριότητες, σε όλα τα παιδιά, στο πλαίσιο μιας πραγματικά δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης.
Πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Να αποδεσμευτεί οριστικά το λύκειο από τις εξετάσεις για την εισαγωγή στα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Η εισαγωγή στα πανεπιστήμια να είναι:


α) Με ελεύθερη εγγραφή όσων έχουν απολυτήριο λυκείου σε σχολές θεωρητικού χαρακτήρα και δεν προϋποθέτουν τη χρήση εργαστηρίων υψηλής τεχνολογίας. Για την αποφυγή της υπερσυγκέντρωσης σπουδαστών στα μεγάλα αστικά κέντρα και την αντίστοιχη δημιουργία κενών θέσεων στα ιδρύματα της επαρχίας, μπορεί να θεσπιστεί είτε η κλήρωση είτε η παροχή κινήτρων για τη φοίτηση στην επαρχία (ειδικό επίδομα, δωρεάν σίτιση, στέγαση, και σύνδεση στο διαδίκτυο, μεταφορές, κ.λπ.).


β) Με εξετάσεις που διενεργούνται τον Σεπτέμβριο σε τέσσερα μαθήματα, ανάλογα με τη σχολή, για συγκεκριμένο αριθμό σχολών υψηλής ειδίκευσης (ιατρική, πολυτεχνικά τμήματα κ.λπ.), ένα από τα οποία είναι οπωσδήποτε η παραγωγή κειμένου (έκθεση). Οι εξετάσεις τελούν υπό την εποπτεία του ΥΠΕΠΘ και οργανώνονται από κοινή επιτροπή αποτελούμενη από εκπαιδευτικούς της λυκειακής βαθμίδας και πανεπιστημιακούς. Το καλοκαίρι να λειτουργεί δωρεάν θερινό σχολείο – φροντιστήριο για τους υποψήφιους φοιτητές/σπουδαστές.


4. Εκπαιδευτικοί

Επιλογή Εκπαιδευτικών 
Εφόσον ισχύσουν οι προτάσεις μας για ελεύθερη πρόσβαση όλων σε μεγάλο αριθμό σχολών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, προτείνουμε την ίδρυση μονοετούς σχολής Παιδαγωγικής Επιμόρφωσης, που λειτουργεί με ένα παράρτημα σε κάθε Περιφέρεια, με κλειστό αριθμό εισακτέων, με βάση τις ανάγκες κάθε Περιφέρειας. Οι απόφοιτοι της σχολής θα διορίζονται ως μόνιμοι εκπαιδευτικοί. Η εισαγωγή και η αποφοίτηση από τη σχολή να γίνεται με πανελλαδικού χαρακτήρα εξετάσεις. Οι εξετάσεις να διέπονται από ακαδημαϊκά και παιδαγωγικά κριτήρια προκαθορισμένα, μετρήσιμα, σαφή και συγκεκριμένα. Κάθε τελειόφοιτος να δικαιούται να δοκιμαστεί σε όσα αντικείμενα επιθυμεί, κατοχυρώνοντας το δικαίωμα διορισμού και διδασκαλίας σε όσα αντικείμενα επιτυγχάνει, ενώ δεν θα δικαιούται να διδάξει αυτά στα οποία έχει αποτύχει. Π.χ. ο φιλόλογος – απόφοιτος της Σχολής Επιμόρφωσης που απέτυχε στα αρχαία ελληνικά να διορίζεται μεν αλλά να μη δικαιούται να διδάξει το μάθημα αυτό. Να δικαιούται ωστόσο να επαναλάβει την εξέταση σε επόμενη εξεταστική περίοδο. Οι φοιτητές της σχολής να απασχολούνται ως αναπληρωτές με πλήρη εργασιακά δικαιώματα.

Επιμόρφωση
Παροχή εκπαιδευτικών αδειών σε όλους τους εκπαιδευτικούς, όπως ισχύει για τους πανεπιστημιακούς, για την εκπόνηση μεταπτυχιακών σπουδών, την απόκτηση δεύτερου και τρίτου πτυχίου, τη συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα, επιστημονική έρευνα κ.λπ., με πλήρεις αποδοχές.
Περιοδική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων σε θεωρητικό-επιστημονικό και πρακτικό-διδακτικό επίπεδο, στο πλαίσιο ενός συστηματικού προγράμματος και όχι στο πλαίσιο θεσμών εξυπηρέτησης ημετέρων, όπως είναι τα σημερινά ψευδεπίγραφα ΠΕΚ.
Επέκταση του θεσμού του σχολικού συμβούλου για κάθε ειδικότητα. Να προβλέπεται τουλάχιστον ένας για κάθε κλάδο, σε κάθε νομό, ενώ για τους κλάδους με μεγάλο αριθμό καθηγητών να ορίζονται  επιπλέον σύμβουλοι για κάθε 50 εκπαιδευτικούς του ίδιου κλάδου.


5. Κτίρια και υποδομές σχολικών μονάδων


Κάθε σχολική μονάδα πρέπει να διαθέτει και τους ανάλογους χώρους, οι οποίοι είναι οι εξής:


1)    Εξοπλισμένες αίθουσες με τα κατάλληλα υλικά και μηχανήματα για κάθε μάθημα, π.χ. αίθουσα μουσικής, ιστορίας, καλλιτεχνικών κ.λπ.

2)    Εργαστήρια, π.χ. φυσικής, χημείας, πληροφορικής κ.λπ.
3)    Γυμναστήριο
4)    Αποδυτήρια με μπάνια και ντουλαπάκια/φοριαμούς για κάθε μαθητή
5)    Βιβλιοθήκη με αναγνωστήριο
6)    Αίθουσα εκδηλώσεων
7)    Αίθουσες καθηγητών, με ξεχωριστό γραφείο και συρτάρια για κάθε διδάσκοντα
8)    Ξεχωριστή αίθουσα – γραφείο για τη διεύθυνση
9)    Ξεχωριστή αίθουσα συμβούλων και υπευθύνων επαγγελματικού προσανατολισμού, σχολικού ψυχολόγου, κ.λπ.
10)     Κτίρια με φωτεινές και άνετες αίθουσες, με θρανία σε διάταξη «Π»,
11)     Άνετη αυλή
12)    Ασφαλή πρόσβαση

Κυλικεία
Η απόκτηση σωστών διατροφικών συνηθειών από τα παιδιά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανατροφής και της εκπαίδευσής τους. Είναι λοιπόν σκόπιμο τα κυλικεία να ελέγχονται αυστηρότερα και συχνότερα για το αν πληρούν τις προϋποθέσεις και τους όρους που έχουν τεθεί, αλλά και να παρέχουν τροφές με υψηλή θρεπτική αξία, όπως βιολογικά προϊόντα, φρούτα και φρέσκους χυμούς, αντί για τις γνωστές λιχουδιές και τις σφολιάτες με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και πολύ χαμηλή έως ανύπαρκτη θρεπτική αξία. Θα μπορούσε ακόμη το κυλικείο να προβάλλει τις τοπικές παραδοσιακές τροφές, γλυκίσματα κ.λπ., στο πλαίσιο ενός συνολικού μόνιμου εκπαιδευτικού προγράμματος που να αφορά την υγιεινή διατροφή.




6. Λειτουργία σχολικών μονάδων ως δημοσίων υπηρεσιών

Μόνιμοι γραμματείς, επιστάτες, καθαρίστριες και φύλακες σε κάθε σχολείο. Η γραμματειακή υποστήριξη είναι απαραίτητη έτσι ώστε το σχολείο να παραμένει ανοιχτό και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες για την εξυπηρέτηση του πολίτη, όπως κάθε δημόσια υπηρεσία (για απολυτήρια, πιστοποιητικά, ενδεικτικά, βεβαιώσεις, γνήσια φωτοαντίγραφα κ.λπ.). Επίσης, απαλλάσσεται ο εκπαιδευτικός από κάθε γραφειοκρατική απασχόληση (απουσίες, πρακτικά, μητρώα, καταχωρίσεις κ.λπ.) για να μπορεί να αξιοποιήσει τον χρόνο παραμονής του στο σχολείο, πέραν της διδασκαλίας, σε μόνιμες και τακτικές παιδαγωγικές συνεδριάσεις.

Ελεύθερη χρήση των σχολικών χώρων (βιβλιοθήκη, αθλητικές εγκαταστάσεις κ.λπ.) από την κοινότητα και τη γειτονιά, σε ώρες και μέρες που δεν γίνονται μαθήματα, με την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν εντάσσονται στη λογική της αγοράς και του εμπορεύματος. Η ευθύνη ωστόσο διαχείρισης των χώρων παραμένει στον σύλλογο διδασκόντων.


Εννοείται πως η παραπάνω πρόταση αποτελεί βάση συζήτησης στο πλαίσιο ενός απελευθερωτικού κινήματος που στοχεύει στο τρίπτυχο: Οικολογία, κοινωνική δικαιοσύνη, εθνική ανεξαρτησία. Αυτό σημαίνει πως μπορεί να συζητηθεί οποιαδήποτε επιμέρους ιδέα ή αίτημα της πρότασης, όχι όμως και η συνολική κατεύθυνση και φιλοσοφία της.


Τάσος Χατζηαναστασίου


Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Η έννοια του «Έλληνα» σε μία πολυπολιτισμική Ελλάδα του Γιάννη Κολοβού

του Γιάννη Κολοβού
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Patria, τεύχος 17



Ένα από τα αιτήματα που έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια και εδράζονται στην μεταβολή της σύνθεσης του πληθυσμού της χώρας λόγω της μαζικής εισροής μεταναστών είναι εκείνο για την αλλαγή του τρόπου κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας. Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, η οποία βασίζεται στο «δίκαιο του αίματος» (jus sanguinis), η ιθαγένεια αποκτάται αν ένας από τους δύο γονείς είναι Έλλην πολίτης. Η προτεινόμενη αλλαγή είναι να υιοθετηθεί το «δίκαιο του εδάφους» (jus soli) και η ιθαγένεια να αποκτάται από όσους γεννιούνται εντός της ελληνικής επικράτειας.


Μία τέτοια αλλαγή θα μεταβάλλει και το ουσιαστικό περιεχόμενο της έννοιας «Έλλην». Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία η έννοια του Έλληνα εμπεριέχει εν πολλοίς μία κοινότητα καταγωγής και κοινών πολιτισμικών συνιστωσών. Με την υιοθέτηση του δικαίου του εδάφους η έννοια του «Έλληνα» συνδέεται μόνο με την έννοια της επικράτειας του Ελληνικού κράτους και τον «συνταγματικό πατριωτισμό», χωρίς κάποιο άλλο κοινό συνδετικό στοιχείο. Μία τέτοια αλλαγή ουσίας θα έχει σημαντικές συνέπειες όχι μόνο στο πως γίνεται αντιληπτή η έννοια του «Έλληνα», αλλά και στην ίδια την κοινωνική συνοχή της χώρας.


Χαρακτηριστικό δείγμα της σχετικής επιχειρηματολογίας που αναπτύσσεται από την κοσμοπολίτικη Αριστερά (αλλά και από την φιλελεύθερη Κεντροδεξιά) αποτελούν τα γραφόμενα από τον καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Γιάννη Βούλγαρη ο οποίος προτείνει την επανεξέταση της νομοθεσίας για την απόκτηση ιθαγένειας και την διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων προς τους εγκατεστημένους μετανάστες με το εξής σκεπτικό: «Ποιούς, όμως, θεωρούμε «Έλληνες πολίτες»; Και είναι αρκετό πλέον στην εποχή της παγκοσμιοποίησης τα δικαιώματα να θεμελιώνονται μόνο υπό το πρίσμα της εθνικής φιλελεύθερης δημοκρατίας; Η αντιμετώπιση των δικαιωμάτων μέσα από το πρίσμα της εθνοτικής ομοιογένειας οδηγεί στην παραβίαση των δικαιωμάτων των εγχώριων εθνικών και θρησκευτικών μειοψηφιών, των μεταναστών και των ξένων. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, των μεταναστεύσεων και της συνύπαρξης με ανθρώπους διαφορετικής φυλής, εθνικότητας και πολιτισμού, η ελληνική δημοκρατική πολιτεία χρειάζεται να κατακτήσει και να εξοικειωθεί με μία «νέα γενιά» δικαιωμάτων τα οποία να αντιστοιχούν στην πολυπολιτισμική σύσταση που αποκτά η κοινωνία μας» (1, σελ. 175-176).


Μάλιστα, ο κ. Βούλγαρης δεν προβληματίζεται για την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων καθώς, όπως υπογραμμίζει: «Η ιστορική, η ανθρωπολογική και η κοινωνιολογική ανάλυση δείχνει ότι η «εθνική κουλτούρα», παλαιότερα ο «εθνικός χαρακτήρας», έχει αντιμετωπιστεί συνήθως σαν εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό της χώρας, οποιοδήποτε περιεχόμενο έπαιρνε στις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες» (1, σελ. 347-348). Με το ίδιο σκεπτικό ο λέκτορας του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Χριστόπουλος χαρακτηρίζει την ισχύουσα νομοθεσία περί ιθαγένειας ως «βαθιά αναχρονιστική» λόγω του ότι «λειτουργεί σε βάρος του ίδιου του δημοσίου συμφέροντος της Ελλάδας του 21ου αιώνα, μίας χώρας της οποίας το 10% του πληθυσμού είναι μετανάστες» (2).


Εδώ να επισημάνουμε ότι πολυπολιτισμικότητα είναι «η αποδοχή και η υποστήριξη της πληθυντικής σύνθεσης μίας κοινωνίας. Η έννοια αναφέρεται στις στάσεις ως προς την πολιτισμική διαφορετικότητα του πληθυσμού» (3) και «η έννοια της πολυπολιτισμικότητας, όπως χρησιμοποιείται από τους μετα-εθνικούς κοσμοπολίτες, υπονοεί ότι ο αυτόχθων πληθυσμός δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας από τους «πολλούς πολιτισμούς», μία μειονότητα μεταξύ των μειονοτήτων» (4). Κατά τον van den Berghe (5) του Πανεπιστημίου της Washington, προκειμένου να συνδυαστεί με επιτυχία η πολυπολιτισμικότητα με την δημοκρατία, θα πρέπει να αποεθνοποιηθεί το κράτος.


Η πολυπολιτισμική οπτική, διαμορφωμένη από απόψεις όπως του Gellner (6), θεωρεί ότι τα σύγχρονα έθνη και τα σύγχρονα έθνη-κράτη είναι προϊόντα της βιομηχανικής κοινωνίας και είναι αποτέλεσμα της διάβρωσης των υπαρχουσών εθνικοτήτων και της δημιουργίας μίας νέας κοινωνίας που βασίζεται στην υπηκοότητα. Οι απόψεις αυτές θεωρούν ότι οι θεσμοί της αγοράς και της πολιτείας θα εισαγάγουν αλλαγές στην παιδεία οι οποίες θα υποστηρίξουν τους νέους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς.


Γενικά μιλώντας, η πολυπολιτισμική θεωρία (7) υποστηρίζει ότι κάθε πολιτισμική ομάδα μέσα σε μία πολιτεία αποτελεί μία πηγή αξιών για τα μέλη της, οι οποίες είναι μη συγκρίσιμες. Επομένως, μία κοινωνία με ένα μόνον σύνολο αξιών και κανόνων που να ισχύουν για όλα τα μέλη της καταπιέζει τις πολιτισμικές μειονότητες καθώς οι κανόνες και οι αξίες αυτές απλά θα αντανακλούν τον πολιτισμό της πλειονότητας. Με το σκεπτικό αυτό ο πλειοψηφικός τρόπος λήψεως αποφάσεων δεν νομιμοποιείται επαρκώς κατά τους οπαδούς της πολυπολιτισμικότητας καθώς, κατ’ αυτούς, για κάθε πολιτισμική ομάδα θα πρέπει να υπάρχουν διαφορετικές πολιτικές προσαρμοσμένες στα συγκεκριμένα αιτήματα και ανάγκες της κάθε ομάδας. Ουσιαστικά δηλαδή η πολυπολιτισμικότητα και η αρχή της διαφορετικότητας ακυρώνουν στην πράξη κάθε έννοια συνοχής και αλληλεγγύης.


Κατά τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας Christian Joppke (8) «τα φιλελεύθερα έθνη-κράτη χαρακτηρίζονται από μία ενδελεχή αποεθνικοποίηση, κατά την οποία οι ποικίλες εθνικές ταμπέλες απλά αποτελούν διαφορετικά ονόματα για το ίδιο πράγμα, τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις της ελευθερίας και της ισότητας. Εμφανείς εκφράσεις αυτής της αποεθνικοποίησης είναι οι χωρίς-διακρίσεις μεταναστευτικές πολιτικές, η φιλελευθεροποιημένη νομοθεσία περί υπηκοότητας, και μία γενική αποστασιοποίηση από την παλαιά ιδέα της «αφομοίωσης». Με την εξαίρεση της γλώσσας, οι μόνες σαφείς επιβεβλημένες υποχρεώσεις στους νεοεισερχόμενους είναι οι φιλελεύθερες επιβεβλημένες υποχρεώσεις, με κυριότερη την διαδικαστική δέσμευση στις φιλελεύθερες-δημοκρατικές αρχές» (p. 254).


Πάντως, όπως παρατηρεί ο Joppke, οι «Βρετανικές» και οι «Ολλανδικές» αξίες οι οποίες διαμορφώνονται σε αυτές τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες και με τις οποίες θα πρέπει να συμμορφωθούν οι μετανάστες δεν έχουν κάτι το «Βρετανικό» ή το «Ολλανδικό». Είναι απλώς «διαφορετικά ονόματα για τις οικουμενικές πεποιθήσεις της ελευθερίας και της ισότητας που χαρακτηρίζουν όλες τις φιλελεύθερες κοινωνίες. Είναι οι οικουμενικές, εθνικά ανώνυμες πεποιθήσεις του φιλελεύθερου κράτους» (p. 253).


Κάνοντας μία ανασκόπηση της ευρωπαϊκής εμπειρίας από την πολυπολιτισμικότητα, ο John Rex (9) του Πανεπιστημίου του Warwick τονίζει ότι «ο πολιτισμός της γηγενούς πλειονότητας δεν μπορεί απλά να θεωρηθεί ως ένας μεταξύ ενός αριθμού πολιτισμών. Ούτε θα πρέπει να υποστηριχθεί ότι αυτός ο πολιτισμός αναπόφευκτα θα τροποποιηθεί μέσω της απορρόφησης τμημάτων από νέους μειονοτικούς πολιτισμούς. Υπάρχουν πολλά πολιτισμικά και θεσμικά χαρακτηριστικά των κοινωνιών στις οποίες εγκαθίστανται οι μετανάστες τα οποία, επομένως, θα πρέπει να αποδεχθούν τα οποία παρέχουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει τώρα να ζήσουν τις ζωές τους. Μεταξύ άλλων αυτά περιλαμβάνουν την επίσημη γλώσσα της κοινωνίας, τους οικονομικούς θεσμούς της, την ποινική και αστική νομοθεσία. Η αποδοχή αυτών και η ζωή μέσα στους περιορισμούς που αυτά θέτουν είναι το τίμημα που οι μετανάστες θα πρέπει να πληρώσουν για τα πλεονεκτήματα της μετανάστευσης».


Το βασικό πρόβλημα της πολυπολιτισμικής οπτικής είναι, κατά την διατύπωση του καθηγητού Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Duke Edward Tiryakian, το εξής: «Το ερώτημα είναι αν ο «συνταγματικός πατριωτισμός» και η συσχέτισή του με πολιτικές αξίες επαρκεί για να παρέξει μία κοινή κουλτούρα, ένα κοινό καλό που να μπορεί να ενσωματώσει τόσο τον γηγενή πληθυσμό όσο και τους νεοεισερχόμενους μετανάστες, ειδικά όπου οι νεοεισερχόμενοι φέρουν ένα πολύ διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο σε σχέση με τον κατεστημένο εθνικό πολιτισμό» (10).


Κατά τον William Pfaff το πρόβλημα «δημιουργήθηκε από καλές προθέσεις συνδυασμένες με λάθος υποθέσεις αναφορικά με τις ανθρώπινες, κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες της πολιτισμικής διαφοράς… Κάποιες ψευδαισθήσεις για την φύση του ανθρώπου προωθούνταν – και προωθούνται. Οι άνθρωποι της Δύσεως θέλουν να πιστεύουν σε αυτές τις ψευδαισθήσεις, παρά τα όσα έχει κάνει η ιστορία για να τις καταρρίψει». Και οι ψευδαισθήσεις αυτές «περιλαμβάνουν την πεποίθηση ότι οι βασικές αξίες των Δυτικών δημοκρατιών είναι έμφυτες, και ότι η εκπαίδευση, η φιλελευθεροποίηση των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, και η πολιτική δράση μπορεί να απελευθερώσει αυτές τις αξίες μεταξύ ανθρώπων οι οποίοι δεν τις αναγνωρίζουν ακόμα. Θεωρείται ότι όλοι βαδίζουν όχι μόνον προς την φιλελεύθερη δημοκρατία αλλά επίσης προς την εκκοσμίκευση ή την θρησκευτική αδιαφορία. Οι Δυτικές πολιτικές (ακόμα και οικονομικές) αξίες θεωρούνται ως παγκόσμιες, ότι ισχύουν για όλες τις κοινωνίες τώρα και για το μέλλον. Επιδεικνύεται αδιαφορία ή άγνοια για την ηθική πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης κατά το παρελθόν. Όλα καταλήγουν σε μία αφελή εκδοχή της πεποίθησης στην αναπόφευκτη ανθρώπινη πρόοδο που προέκυψε κατά τον Γαλλικό Διαφωτισμό και την οποία η ιστορία έχει καταρρίψει επανειλημμένως» (11).


Πολύ διαφωτιστική για το τι πήγε στραβά στην περίπτωση της Βρετανίας είναι η άποψη του αρχιραββίνου της χώρας Jonathan Sacks ο οποίος υπογραμμίζει ότι «έχουμε σκεφθεί την κοινωνία σαν ένα ξενοδοχείο όπου πληρώνεις χρήματα σε αντάλλαγμα για υπηρεσίες και τότε ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει αρκεί να μην ενοχλεί τους άλλους επισκέπτες. Τα ξενοδοχεία είναι καλά, αλλά δεν δημιουργούν μία αίσθηση του ανήκειν. Η κοινωνία δεν είναι ξενοδοχείο. Είναι το σπίτι που χτίζουμε όλοι μαζί» (12).


Κατά τον καθηγητή του Πανεπιστήμιου του Harvard Samuel Huntington (13) «ένα Πιστεύω από μόνο του, δεν δημιουργεί ένα έθνος. Ελάχιστα έθνη προσδιορίσθηκαν μόνο από μία ιδεολογία ή σύνολο πολιτικών αρχών. Οι πιο αξιοσημείωτες περιπτώσεις της σύγχρονης εποχής σχετίζονται με τα κομμουνιστικά κράτη. Όταν ο κομμουνισμός έχασε την ελκτικότητά του και το κίνητρο για να διατηρηθούν αυτές οι οντότητες χάθηκε με τον τερματισμό του Ψυχρού πολέμου, όλες, πλην την Βόρειας Κορέας, εξαφανίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από χώρες που προσδιορίζονται από την εθνικότητα, την κουλτούρα και την εθνότητα» (σελ. 465). Και συνεχίζει υπογραμμίζοντας: «Ένα έθνος που προσδιορίζεται μόνο από την πολιτική ιδεολογία είναι ένα εύθραυστο έθνος. Οι αρχές του Πιστεύω – ελευθερία, δημοκρατία, πολιτικά δικαιώματα, μη εφαρμογή διακρίσεων, κράτος δικαίου – είναι δείκτες του τρόπου οργάνωσης μία κοινωνίας. Δεν καθορίζουν την έκταση, τα όρια ή τη σύνθεση αυτής της κοινωνίας. Οι αρχές αυτές δεν μπορούν ν’ αποτελούν την μοναδική βάση που διακρίνει τους Αμερικανούς από τους άλλους» (σελ. 466).


Ο Huntington υποστηρίζει ότι «είναι μάλλον απίθανο να βρίσκουν οι άνθρωποι στις πολιτικές αρχές εκείνες τις βαθιές συγκινήσεις και το περιεχόμενο που παρέχει η φιλία, η συγγένεια, το αίμα και η αίσθηση του ανήκειν, η κουλτούρα και η εθνικότητα. Αυτές οι εξαρτήσεις μπορεί να έχουν ελάχιστη ή και καθόλου βάση στην πραγματικότητα, όμως ικανοποιούν μία βαθιά ανθρώπινη λαχτάρα για συμμετοχή σε μία κοινότητα νοήματος» (σελ. 467). Μάλιστα, προβλέπει ότι «μία πολυπολιτισμική Αμερική θα γίνει με τον καιρό μία Αμερική με πολλά πολιτικά Πιστεύω, με ομάδες που θα έχουν διαφορετικές κουλτούρες οι οποίες θα ενστερνίζονται διαφορετικές πολιτικές αξίες και αρχές ριζωμένες σε αυτές τις διαφορετικές κουλτούρες» (σελ. 468).


Ο καθηγητής και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου Γιώργος Κοντογιώργης (14) επισημαίνει ότι «το επιχείρημα της πολυπολιτισμικότητας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα στην πολυ-πολιτειακή συγκρότηση του κράτους» (σελ. 53) και αυτό θα συμβεί γιατί «το κυρίαρχο έθνος βρίσκεται αντιμέτωπο με τη δηλωμένη βούληση του εθνοτικού (πολιτιστικού, γεωγραφικού κ.λπ.) «άλλου» να αναγνωρισθεί το πολιτισμικό του ιδίωμα και, συνεπώς, να υποστασιοποιηθεί πολιτικά ή να μετάσχει ισότιμα στη διαμόρφωση του λεγόμενου δημόσιου χώρου. Το αίτημα αυτό συνεπάγεται την πολυ-πολιτειακή συγκρότηση του κράτους και, συνακόλουθα, το διαζύγιό του από την εκλεκτική του συνάφεια με ένα και μοναδικό έθνος» (σελ. 52).


Το ίδιο έχει υπογραμμίσει και ο πολιτειολόγος Κώστας Ζουράρις υπενθυμίζοντας ότι: «Υπάρχει ένας μέγιστος πολιτικός νόμος του Θουκυδίδη: «Ισόψηφοι όντες και ουχ ομόφυλοι, έκαστος το εφ’ εαυτόν σπεύδει». Η δημοκρατία (ισόψηφοι όντες) προϋποθέτει την ομοιογένεια και την ομογένεια, γιατί αλλιώς έκαστος το εφ’ εαυτόν σπεύδει. Άρα η δημοκρατία λειτουργεί με ομόφυλο. Το πολυπολιτισμικό δημιουργεί γκέτο και ζει ο καθένας στο γκέτο του. Η ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων είναι στοιχείο ανεπαρκέστατο για συγκρότηση κοινωνίας. Γίνεται ένα σκορποχώρι όπου καθένας για το εφ’ εαυτόν σπεύδει» (15).


Μία συμπυκνωμένη απόδοση των προαναφερθέντων δίνει ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Κλοντ Μισεά (16) ο οποίος τονίζει ότι: «Ο πυρήνας της φιλελεύθερης φιλοσοφίας είναι η ιδέα ότι μόνον μια ιδεολογικά ουδέτερη εξουσία μπορεί να εξασφαλίζει την ειρηνική συνύπαρξη των πολιτών. Συγκεκριμένα κάθε άτομο είναι ελεύθερο να ζει σύμφωνα με τον δικό του ιδιωτικό ορισμό της ευτυχίας ή της ηθικής (αν έχει κάποια ηθική), υπό τον όρο ότι δεν θα βλάπτει την ελευθερία του άλλου. Το τελευταίο κριτήριο γίνεται γρήγορα ανεφάρμοστο, από τη στιγμή που θέλουμε να διατηρήσουμε μιαν αυστηρή ιδεολογική ουδετερότητα. Το παράδοξο είναι ότι η λογική του πολιτικού και πολιτισμικού φιλελευθερισμού δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε έναν νέο πόλεμο όλων εναντίον όλων, που διεξάγεται αυτή τη φορά στα δικαστήρια. Επειδή απαγορεύεται να έχουμε έναν φιλοσοφικό ορισμό του γενικού συμφέροντος, το φιλελεύθερο δίκαιο είναι υποχρεωμένο να νομοθετεί στα τυφλά, με βάση τον συσχετισμό δυνάμεων που υπάρχει σε μια δεδομένη στιγμή στην κοινωνία. Μια κοινωνία που αρνείται κάθε πολιτική σημασία σε κοινές ανθρώπινες αξίες, οδηγείται αναπόφευκτα να θέλει να διεκπεραιώνει τα πάντα με το δίκαιο. Εγώ υποβάλλω σε κριτική το φιλελεύθερο σύστημα από μια ριζοσπαστική δημοκρατική ή, αν προτιμάτε, αναρχική σκοπιά, επειδή απειλεί όλο και περισσότερο τις στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες. Ο φιλελευθερισμός αποκλείει κάθε αναφορά σε κοινές ηθικές αξίες. Μια κοινωνία που είναι ταυτόχρονα ατομικιστική και «πολυπολιτισμική» δεν μπορεί επομένως να βρει μιαν επίφαση ανθρωπολογικής συνοχής, παρά μόνο στη λατρεία της ανάπτυξης και της κατανάλωσης. Να γιατί η οικονομία έγινε η θρησκεία των σύγχρονων κοινωνιών».


Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η πολυπολιτισμικότητα συγκρούεται με την ουσία της δημοκρατίας καθώς η τελευταία, ως πολιτικό σύστημα, πρέπει να στηρίζεται σε μία αμοιβαία εμπιστοσύνη και αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών και στην αίσθηση αυτών περί ενός κοινού οράματος και κοινών ηθικών υποχρεώσεων. Και αυτά κείνται πολύ παραπάνω από την απλή διακήρυξη πίστης στην δημοκρατία, στο Σύνταγμα και στους νόμους την οποία επιβάλλει ο «συνταγματικός πατριωτισμός» του «δικαίου του εδάφους». Όταν η πολυπολιτισμική κοινωνία περιλαμβάνει τόσο διαφορετικές πολιτισμικά ομάδες ώστε να μην υπάρχει κοινό όραμα, κοινές αξίες και κοινές ηθικές υποχρεώσεις, τότε η κοινωνική αλληλεγγύη καταρρέει και επικρατούν φυγόκεντρες δυνάμεις.


Παραπομπές
1) Βούλγαρης Γιάννης «Η Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση στην Παγκοσμιοποίηση», Αθήνα, Εκδόσεις Πόλις, 2008.
2) Χριστόπουλος Δημήτρης «Η δυσκολία του να γίνεις Έλληνας», Βήμα Ιδεών τ. 4 - Αύγουστος 2007, Το Βήμα, 3/8/2007.
3) Van de Vijver Fons J., Schalk-Soekar Saskia R. G., Arends-Toth Judit and Seger M. Breugelmans «Cracks in the Wall of Multiculturalism? A Review of attitudinal studies in the Netherlands», International Journal on Multicultural Societies, 2006, vol. 8, no. 1, p. 103.
4) Cuperus Rene «Populism against Globalisation: a New European Revolt», in Cramme Olaf and Motte Constance (eds) «Rethinking Immigration and Integration: a New Centre-Left Agenda», London, Policy Network, 2007, p. 158.
5) Van den Berghe Pierre L. «Multicultural democracy: can it work?», Nations and Nationalism, 2002, vol. 8, no. 4, p. 440.
6) Gellner E. «Nations and Nationalism», Oxford, Blackwell, 1983.
7) Για μία πλήρη ανάλυση της «πολυπολιτισμικότητας» και ως θεωρίας αλλά – κυρίως – ως πρακτικής δες στο βιβλίο μου «Το τέλος μίας ουτοπίας: η κατάρρευση των πολυπολιτισμικών κοινωνιών στην Δυτική Ευρώπη», Αθήνα, Εκδόσεις Πελασγός, 2008.
8) Joppke Christian «The retreat of multiculturalism in the liberal state: theory and policy», The British Journal of Sociology, 2004, vol. 55, no. 2, p. 237-257.
9) Rex John «Multiculturalism in Europe and America», Nations and Nationalism, 1999, vol. 1, no. 2, p. 250.
10) Tiryakian Edward A. «Assessing Multiculturalism Theoretically: E Pluribus Unum, Sic et Non», International Journal on Multicultural Societies, 2003, vol. 5, no. 1, p. 33.
11) Pfaff William «Europe pays the price for cultural naivet?», International Herald Tribune, 25/11/2005.
12) Sacks Jonathan «Giving and belonging: the lesson Jews can offer new immigrants», The Times, 1/10/2005.
13) Huntington Samuel «Ποιοί Είμαστε; Η Αμερικανική ταυτότητα στην εποχή μας», Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη, 2005.
14) Κοντογιώργης Γιώργος «Έθνος και «εκσυγχρονιστική» νεοτερικότητα», Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2006.
15) Το αναφέρει ο Κώστας Ζουράρις σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Αντιφωνητής» (22/12/2004), τμήμα της οποίας αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ρεσάλτο», τεύχος 1, Δεκέμβριος 2005, σελ. 53.
16) Γιαλκέτσης Θανάσης «Φιλελεύθερη δουλεία», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22/2/2009. 

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Το αφιέρωμα του «Άρδην» για το μεταναστευτικό

του Γιάννη Κολοβού
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Ρεσάλτο(Δεκ 2009)

Σοβαρό προβληματισμό πρέπει να προκάλεσε στον κάθε καλόπιστο αναγνώστη το πρόσφατο αφιέρωμα του «Άρδην» για το μεταναστευτικό πρόβλημα της χώρας (τ. 77, Οκτώβριος - Νοέμβριος 2009). Και αυτό γιατί, ενώ το περιοδικό επισημαίνει σωστά τις παραμέτρους του προβλήματος, οι λύσεις που προτείνει αποτελούν, στην καλύτερη περίπτωση, ημίμετρα. Ενδεικτική της αντίφασης που επικρατεί στο συγκεκριμένο αφιέρωμα είναι το γεγονός ότι στην ουσία το «Άρδην» καταλήγει να προτείνει αυτό που το ίδιο καταδικάζει!

Η ανάλυση του «Άρδην»
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Σε άρθρο που εκφράζει την σύνταξη του περιοδικού (Ελληνικό έθνος και σύγχρονη μετανάστευση, σελ. 21-24) η επισήμανση των παραμέτρων του προβλήματος είναι σωστή. Πιο συγκεκριμένα επισημαίνεται ότι:
■«Η μετανάστευση αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο εθνικό ζήτημα της Ελλάδας σήμερα» (σελ. 21).
■Το πρόβλημα είναι ζήτημα πληθυσμιακών μεγεθών: «Αρκεί τα μεγέθη των ξένων πληθυσμών να μην είναι τέτοια που να αλλοιώνουν την πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα της χώρας» (σελ. 24).
■Η πολιτισμική διαφορά κάποιων μεταναστευτικών κοινοτήτων από τον γηγενή πληθυσμό καθιστά ανέφικτη την ενσωμάτωσή τους: «Η μαζική μετανάστευση, ιδιαίτερα πληθυσμών με μεγάλη πολιτισμική διαφορά από τους Έλληνες, που σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να ενσωματωθούν – τουλάχιστον στο προβλεπτό μέλλον» (σελ. 23).
■Η μετανάστευση από όμορες, αλλά και από μουσουλμανικές χώρες, περικλείει κινδύνους για την εθνική κυριαρχία και ασφάλεια: «Η μετανάστευση στην Ελλάδα πληθυσμών από τις γειτονικές χώρες με τις οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν άλυτα ή ανεπούλωτα ακόμα ιστορικά ζητήματα – το μακεδονικό, η τουρκική επιθετικότητα και οι αλβανικές διεκδικήσεις στην Τσαμουριά – κινδυνεύουν να μεταβάλουν τους μετανάστες εργάτες από αυτές τις χώρες, ή ένα μέρος τους, σε μειονότητες, οι οποίες αύριο θα διεκδικήσουν μειονοτικά δικαιώματα. Επιπλέον, η ενίσχυση μουσουλμανικών πληθυσμών από την Αφρική και την Κεντρική Ασία, θα φέρει σύντομα αυτούς τους πληθυσμούς υπό την «προστασία» της Τουρκίας» (σελ. 23).
Όμως, παρά τον σωστό και πλήρη εντοπισμό των βασικών παραμέτρων του προβλήματος, η προτεινόμενη δέσμη λύσεων είναι ανεπαρκής και αντιφατική. Το «Άρδην» κάνει λόγο για «άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων, αν όχι εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ελλάδα» (σελ. 22), η οποία κατά τον κ. Ρακκά «δέχεται πολύ μεγαλύτερη πίεση από τα μεταναστευτικά ρεύματα απ’ ό,τι οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης» (σελ. 59). Οι παραδοχές αυτές, σε συνδυασμό με την θέση του περιοδικού περί ορισμού ενός επιθυμητού αριθμού μεταναστών (δες παρακάτω), θα έπρεπε να οδηγήσουν και στον καθορισμό κάποιων κριτηρίων με βάση τα οποία θα επιλεγούν για να παραμείνουν στην χώρα μας οι καλύτεροι και χρησιμότεροι εκ των μεταναστών και εξ’ αυτών όσοι έχουν τις μεγαλύτερες δυνατότητες ενσωμάτωσης. Δυστυχώς, αναφορά σε τέτοια κριτήρια δεν γίνεται σε κανένα σημείο του αφιερώματος.

Επιπλέον, ουδεμία αναφορά γίνεται και ουδεμία κριτική ασκείται στην πρακτική των εκ των υστέρων νομιμοποιήσεων την οποία ακολούθησαν διαδοχικές κυβερνήσεις κατά τα τελευταία 20 έτη και η οποία κατέστησε την χώρα μας ακόμα μεγαλύτερο πόλο έλξης παράνομων μεταναστών. Όμως, αν δεν υπογραμμισθεί εντόνως το λανθασμένο περιεχόμενο της πρακτικής των εκ των υστέρων νομιμοποιήσεων, δεν θα γίνει αντιληπτός ο λόγος για τον οποίον θα πρέπει να ληφθεί ειδική μέριμνα ώστε τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής να αντιστραφούν.

Τέλος, δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο του αφιερώματος το ότι η συντριπτική πλειονότητα των εκ των υστέρων νομιμοποιημένων μεταναστών στην χώρα μας έχουν άδεια παραμονής διετούς διάρκειας, η ανανέωση της οποίας είναι στην διακριτική ευχέρεια του κράτους αν και εφ’ όσον κρίνει ότι η παρουσία του κάθε συγκεκριμένου μετανάστη εξακολουθεί να είναι απαραίτητη και να πληροί κάποια κριτήρια. Επομένως, η μη-ανανέωση τέτοιων αδειών παραμονής δεν αποτελεί καταπάτηση κάποιου δικαιώματος του μετανάστη, αλλά μία άσκηση ενός δικαιώματος εκ μέρους του κράτους. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα μπορούσε να υπάρχει και η παροχή κάποιου είδους οικονομικής αποζημίωσης.


Οι προτάσεις του «Άρδην»

Το «Άρδην» κάνει λόγο για:
■«Επιθυμητό αριθμό μεταναστών» και επισημαίνει ότι «πρέπει να οριστεί ένα συνολικό όριο στον αριθμό των μεταναστών» (σελ. 24).
■Ενίσχυση της φύλαξης των συνόρων.
■Κατάργηση της συνθήκης Δουβλίνο ΙΙ.
■Φιλικότερη πολιτική απέναντι στους πολιτικούς πρόσφυγες.
■«Επιστροφή των λαθρομεταναστών στις χώρες τους, με οικονομική ενίσχυση από το ελληνικό κράτος και την Ευρωπαϊκή Ένωση για να μπορέσουν να ζήσουν εκεί» (σελ. 24).
■«Ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, σε όλα τα επίπεδα, σταδιακώς, και στον βαθμό που ολοκληρώνεται αυτή η ένταξη» (σελ. 24).
■Ισόρροπη κατανομή των μεταναστών στις διάφορες περιοχές της Αττικής και της υπόλοιπης χώρας με μόνη εξαίρεση για τις παραμεθόριες περιοχές όπου εκεί θα πρέπει να αποφευχθεί η συσσώρευση μεταναστών.

Τα τέσσερα πρώτα σημεία είναι ορθά και, εν πολλοίς, αυτονόητα. Ορθή είναι και η πρόταση που αναφέρουν στα άρθρα τους ο κ. Ντρίνιας και ο κ. Ρακκάς, περί λήψης μέτρων κατά των εργοδοτών που απασχολούν παράνομους μετανάστες ή που καταπατούν τα εργασιακά δικαιώματα των μεταναστών. Οι θέσεις αυτές έχουν επανειλημμένως αναφερθεί κατά το παρελθόν και από άλλους μελετητές και σχολιαστές του μεταναστευτικού προβλήματος και, επομένως, δεν εισφέρουν κάτι το καινούργιο. Αξίζει να υπενθυμισθεί ότι το περιοδικό «Ρεσάλτο» έχει εδώ και χρόνια κάνει τεύχος-αφιέρωμα στο μεταναστευτικό (τ. 18 – Ιούνιος 2007), ενώ στις 29/10/2007 διοργάνωσε και σχετική ανοικτή συζήτηση.

Το πέμπτο σημείο ουσιαστικά ζητά την αλλαγή της ισχύουσας νομοθεσίας καθώς απεμπολεί την βασική κύρωση κατά των παράνομων μεταναστών, την διοικητική απέλαση, και την αντικαθιστά με τον ... εθελούσιο επαναπατρισμό με οικονομική αποζημίωση! Και αν οι παράνομοι μετανάστες δεν ... επιθυμούν τον επαναπατρισμό τους ή αν διαφωνούν με το ύψος της προσφερόμενης οικονομικής ενίσχυσης, τότε τι θα γίνει; Ειλικρινέστερος, είναι ο κ. Ντρίνιας ο οποίος παραδέχεται στο άρθρο του ότι «το ζήτημα των επαναπροωθήσεων μπορεί να αντιμετωπισθεί σε μία εθελοντική-ανθρωπιστική βάση» (σελ. 46). Παρ’ όλ’ αυτά, είναι και ο μόνος που κάνει λόγο για απελάσεις μεταναστών τις οποίες όμως περιορίζει μόνο για περιπτώσεις βαριάς εγκληματικότητας, πρόκλησης εθνικού ή φυλετικού μίσους, αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας κλπ.

Το έκτο σημείο κάνει λόγο για σταδιακή ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία μας. Όμως, χωρίς τον ορισμό κριτηρίων επιλογής των μεταναστών που θα παραμείνουν στην χώρα μας, πώς γίνεται λόγος για ένταξη; Αν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι, όπως παραδέχεται ο κ. Ρακκάς, η Ελλάδα διαθέτει «μικρότερη δυνατότητα ενσωμάτωσης» (σελ. 59) σε σύγκριση με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης γίνεται αντιληπτή η κεφαλαιώδης σημασία αυτών των κριτηρίων. Τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις παραμέτρους του προβλήματος, τις οποίες, όπως προαναφέραμε, έχει σωστά εντοπίσει το «Άρδην». Θα πρέπει δηλαδή να καλύπτουν τις όποιες ανάγκες της χώρας σε εργατικό δυναμικό καθώς και τις παραμέτρους της πολιτισμικής διαφοράς, της προέλευσης από όμορες χώρες και της προέλευσης από μουσουλμανικές χώρες ώστε εφαρμοζόμενα να οδηγήσουν στην μείωση του μεταναστευτικού πληθυσμού και στην επιλογή εκείνων των μεταναστών που θα έχουν ευκολότερη και καλύτερη ενσωμάτωση στην κοινωνία μας.

Το έβδομο σημείο ουσιαστικά αποτελεί πρόταση διασποράς των μεταναστών σε διάφορες περιοχές της Αττικής και της χώρας μας ώστε να αποφευχθεί η υπερσυγκέντρωση και η γκετοποίησή τους. Όμως, η πρόταση αυτή παραβλέπει τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι αυτοί συγκεντρώνονται στα αστικά κέντρα και σε συγκεκριμένες περιοχές. Οι κύριοι λόγοι αφορούν στην δυνατότητα που τους παρέχουν οι περιοχές αυτές να βρουν εργασία ή να αναπτύξουν κάποια παρασιτική ή εγκληματική δραστηριότητα και ταυτόχρονα να επωφεληθούν από τα άτυπα δίκτυα υποστήριξης που έχουν διαμορφωθεί από ομοεθνείς και ομοθρήσκους τους. Η διασπορά τους, λοιπόν, ανά την επικράτεια θα είναι ανώφελη καθώς εκείνοι με την πρώτη ευκαιρία θα επιστρέψουν στις αρχικές περιοχές τους για τους προαναφερθέντες λόγους. Επιπλέον, στην Βρετανία όπου έγινε προσπάθεια διασποράς των μεταναστών στο παρελθόν, αυτή απέτυχε παταγωδώς λόγω του τεράστιου κόστους της και λόγω του ότι οι διασπαρέντες μετανάστες επανεισέρρεαν στα αστικά κέντρα.

Ανησυχητική είναι η σχετική πρόταση του κ. Ντρίνια ο οποίος κάνει λόγο για ισοκατανομή του μεταναστευτικού πληθυσμού εντός των πολεοδομικών συγκροτημάτων είτε μέσω παροχής κινήτρων στους ιδιοκτήτες ακινήτων ώστε να ενοικιάζουν στους μετανάστες, είτε ... «κανονιστικά» (!) (σελ. 47). Επιπλέον, θεωρεί ότι «δήμοι και κεντρική κυβέρνηση οφείλουν να υποχρεωθούν σε ευρείες πολεοδομικές και περιβαλλοντικές παρεμβάσεις για την ανάπλαση των ήδη υποβαθμισμένων συνοικιών και την ανάπτυξη υποδομών και κοινόχρηστων χώρων, ενώ πρέπει να εξασφαλιστεί η καθημερινή αστυνόμευσή τους» (σελ. 47). Η θέση αυτή, εκτός του τεράστιου οικονομικού κόστους το οποίο θα έχει – και για το οποίο δεν γίνεται λόγος σε κανένα σημείο του αφιερώματος, ουσιαστικά προτείνει την κρατική επιβολή της συνύπαρξης Ελλήνων και αλλοδαπών σε όλες τις περιοχές! Κάτι τέτοιο είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει τεράστιες αντιδράσεις εκ μέρους των Ελλήνων και θα οξύνει τα αρνητικά αισθήματα των γηγενών προς τους μετανάστες.

Πάντως, δεν πρέπει να προκαλεί απορία το γιατί ο κ. Ντρίνιας δεν κάνει λόγο για αποτροπή της γκετοποίησης μέσω της μείωσης του αριθμού των ευρισκόμενων στην χώρα μεταναστών. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι το μεταναστευτικό πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί καθώς είναι ένα «υπερπολύπλοκο» και «πλανητικής έκτασης» ζήτημα και ότι «το μόνο που μπορεί να γίνει είναι η διαχείρισή του» (σελ. 44), σκοπός της οποίας είναι «να λειτουργήσει ανακουφιστικά» (σελ. 45). Κατ’ εκείνον εφικτή είναι μόνο «η συγκράτηση του αριθμού των μεταναστών» (σελ. 45).

Μάλιστα, κάποιες θέσεις του συγκεκριμένου αρθρογράφου θυμίζουν έντονα αντίστοιχες θέσεις του ... ΣΥΡΙΖΑ! Κατά τον κ. Ντρίνια «είναι απαραίτητη η απόδοση ταυτοποιητικών-νομιμοποιητικών εγγράφων για όλους και όλες. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι λαθραίος!» (σελ. 46), ενώ προτείνει και την «ανάπτυξη «ανοιχτών» και όχι «στρατοπεδικών» υποδομών στεγαστικής, υγειονομικής και επισιτιστικής μέριμνας» (σελ. 46).



«Άρδην» και πολυπολιτισμικότητα

Αυτό που γίνεται ξεκάθαρο στο αφιέρωμα του «Άρδην» είναι ότι οι συντελεστές του περιοδικού τάσσονται κατά της πολυπολιτισμικότητας. Μάλιστα, ο κ. Ρακκάς ορθώς επισημαίνει ότι η πολυπολιτισμικότητα προβάλλεται «ως μία αναγκαία δημοκρατική, φιλελεύθερη μεταρρύθμιση των δομών του εθνικού κράτους, προκειμένου αυτό να προσαρμοστεί στην νέα πολυεθνική πραγματικότητα που διαμορφώνει η μετανάστευση» (σελ. 57). Προς επίρρωση των θέσεών του ο κ. Ρακκάς παραθέτει ένα απόσπασμα από άρθρο του καθηγητή Α.Λιάκου ο οποίος υποστηρίζει ότι η παρουσία μεταναστευτικών κοινοτήτων «απαιτεί γενναίες τροποποιήσεις του φαντασιακού συνανήκειν και, κυρίως, μία διαφορετική εννοιολόγηση του έθνους. Τώρα το έθνος χρειάζεται να εννοιολογηθεί εκ νέου, έτσι ώστε να επιτρέπει νέα, διαφοροποιημένα πολιτισμικά και σύνθετα συνανήκειν» (σελ. 57).

Γι’ αυτό είναι πραγματικά ανεξήγητο το ότι το ίδιο το «Άρδην» θέτει ως στόχο του τον ίδιο ακριβώς σκοπό που έχει και η πολυπολιτισμικότητα: την μετάλλαξη της ελληνικής εθνικής συνείδησης και πολιτισμικής ταυτότητας! Όπως επισημαίνει το περιοδικό: «Διαφορετική ήταν η πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων πριν το μεγάλο πρόσφατο μεταναστευτικό κύμα. Διαφορετική ήταν η εθνική συνείδηση και είναι βέβαιο πως πρέπει να αναζητηθεί μία νέα συνείδηση, μία νέα ταυτότητα, μία νέα αντίληψη για το έθνος μας, ως συνέπεια του μεγάλου μεταναστευτικού κύματος» (σελ. 21). Ομοίως, ο κ. Ντρίνιας στο άρθρο του τονίζει ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί «μία νέα «συνείδηση κοινωνίας» σαν ενοποιητικό και ταυτοποιητικό στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας που έχει προκύψει από την παρουσία των μεταναστών στην χώρα» (σελ. 45). Κατ’ αυτόν «ο στόχος είναι να επιτευχθεί μία νέα σύνθεση της παλαιάς πραγματικότητας με την διαλεκτική συνάντησή της με την μεταναστευτική πραγματικότητα» (σελ. 47), ενώ επισημαίνει ότι «ο πολιτισμός που δύναται να προκύψει μέσα από μία τέτοια διαδικασία δεν θα είναι ο προϋπάρχον, αλλά ούτε και μία «συρραφή» πολιτισμών» (σελ. 47).

Πώς μπορούν να εξηγηθούν αυτές οι αντιφατικές τοποθετήσεις αν όχι ως ενδείξεις σοβαρής σύγχυσης; Πώς συμβιβάζεται η στηλίτευση της πρότασης περί «διαφορετικής εννοιολόγησης του έθνους», την οποία κάνει ο υπέρμαχος της πολυπολιτισμικότητας Λιάκος, με την πρόταση για αναζήτηση νέας εθνικής συνείδησης και νέας πολιτισμικής ταυτότητας την οποία κάνει το αντιμαχόμενο την πολυπολιτισμικότητα «Άρδην»;

Κλείνοντας αυτήν την κριτική του αφιερώματος θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι οι συντελεστές του «Άρδην», ενώ έχουν μία σωστή αντίληψη των παραμέτρων του προβλήματος, προτείνουν την λήψη ημιμέτρων τα οποία σε μεγάλο βαθμό στηρίζονται σε ευσεβείς πόθους ή σε ελλιπή γνώση του θέματος. Όσον αφορά την πολυπολιτισμικότητα, φαίνεται να μην έχουν αντιληφθεί το πραγματικό περιεχόμενό της γι’ αυτό ενώ από την μία την καταγγέλλουν, από την άλλη θέτουν στόχους που οδηγούν στην «πολυπολιτισμικοποίηση» του έθνους μας.

* Ο Γιάννης Κολοβός είναι επικοινωνιολόγος. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Το τέλος μίας ουτοπίας: η κατάρρευση των πολυπολιτισμικών κοινωνιών στην Δυτική Ευρώπη» κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις «Πελασγός».

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

«Η ελληνική ασθένεια της βουλήσεως»

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Π. ΡΩΜΑΝΟΥ, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
05/04/2009



Η «Καθημερινή» της 25ης Μαρτίου 2009 χαιρέτισε την εθνική επέτειο με την πρωτοσέλιδη φωτογραφία ενός μικρού μαύρου κοριτσιού, καθισμένου στο πεζοδρόμιο, με μια ελληνική σημαία απλωμένη στα γόνατά του. Δίπλα του ένα λευκό αγοράκι της ίδιας ηλικίας.


Από κάτω η επεξηγηματική λεζάντα «Δύο Ελληνόπουλα καθισμένα δίπλα δίπλα παρακολουθούν την παρέλαση της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα… Η ελληνικότητα ήταν πάντα μια έννοια που δεν ορίστηκε από φυλές, ψευδογονίδια και χρώματα…». Πιο μέσα στην εφημερίδα, ωστόσο, ο Π. Μανδραβέλης υποστήριζε την άποψη να καταργηθούν οι παρελάσεις γιατί «χάνεται μια επιπλέον μέρα διδασκαλίας για να περπατούν οι μαθητές με τη σημαία στους δρόμους», εξηγώντας ότι «στην Ελλάδα επικρατεί μια “αντιπαραγωγική λατρεία των παραδόσεων”» κ.λπ. κ.λπ.

Παιδαγωγικώς άστοχο ήταν λοιπόν να ντεμπουτάρει η μικρή Αφρικανή ως «Ελληνόπουλο» με ξεπερασμένες παρελάσεις και σημαίες, αλλά, όπως φαίνεται από το άρθρο «Έλληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι;» του Τ. Καμπύλη στην ίδια σελίδα, ο σκοπός τελικά αγιάζει τα μέσα.

Διότι εδώ πληροφορούμεθα ότι η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Μη Κυβερνητική Οργάνωση αγνώστου χρηματοδοτήσεως) προτίθεται να βάλει τέλος στο «γραφειοκρατικό Γκουαντάναμο» της Διεύθυνσης Ιθαγένειας του υπουργείου Εσωτερικών με τις προτάσεις της για έναν νέο κώδικα ελληνικής ιθαγένειας. Ο νέος αυτός κώδικας θα δώσει επιτέλους υπόσταση στον ατελή συμβολισμό «Αφρικανός + σημαία = Έλληνας», αντικαθιστώντας το ισχύον δίκαιο του αίματος με το δίκαιο του εδάφους (Έλληνας είναι όποιος γεννιέται στο ελληνικό έδαφος).

Στην εκδήλωση που ακολούθησε την επόμενη μέρα στην ΕΣΗΕΑ (η ώρα δεν ανακοινώθηκε, τη γνώριζαν μόνο οι μυημένοι) συμμετείχαν με εισηγήσεις, εκτός από εκπροσώπους της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η καθηγήτρια Χ. Κουλούρη, εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και ο υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος. Στο εκλεκτό ακροατήριο παρευρίσκονταν γνωστές προσωπικότητες του ακαδημαϊκού και δημοσιογραφικού κατεστημένου (με απόψεις κατά της αρχής του έθνους, υπέρ του «πολυπολιτισμού» και των «μειονοτήτων»). Στο έντυπο υλικό της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου περιλαμβάνονταν συμπληρωματικά και οι δηλώσεις του Εθνικού Παρατηρητηρίου του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας, σύμφωνα με τις οποίες η οικονομική κρίση πλήττει όλως ιδιαιτέρως τις «περιθωριοποιημένες» ομάδες του πληθυσμού, ενισχύοντας «ρατσιστικές, ισλαμοφοβικές, αντισημιτικές και ομοφοβικές» τάσεις, οι οποίες πρέπει απαραιτήτως να εξαλειφθούν διά μιας «εκ βάθρων» μεταρρυθμίσεως του δικαστικού συστήματος και της Αστυνομίας (η μεταρρύθμιση αφορά και στους «ανθρώπινους πόρους», δηλαδή στην αναγκαιότητα στελέχωσης των ανωτέρω με αλλοδαπούς).

Ένα σύγχρονο κράτος δικαίου «στην εποχή της μετανάστευσης» (παλαιότερα έλεγαν της «παγκοσμιοποίησης», αλλά με την κρίση η παγκοσμιοποίηση άφησε ως μόνο κατάλοιπο τις πεινασμένες στρατιές της λαθρομετανάστευσης) απαιτεί επιπλέον «ισότιμη πρόσβαση» των μεταναστών στην υγεία, την κοινωνική προστασία, τη στέγαση, την Παιδεία κ.λπ. (γιούργια, γιούργια στον ταβλά με τα κουλούρια).

Η μεταρρύθμιση του κώδικα ελληνικής ιθαγένειας προς την κατεύθυνση του δικαίου του εδάφους (jussoli) θα συνεπάγεται και αντικατάσταση των παλαιότερων προνομιακών ρυθμίσεων πολιτογράφησης ομογενών εξωτερικού (οι οποίες ως τώρα εδράζονται στο δίκαιο του αίματος) από νέες ρυθμίσεις, οι οποίες απαιτούν ο ομογενής να φέρει το βάρος της απόδειξης ότι διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με τη χώρα και την πολιτεία (ενδεχομένως με πενταετή παραμονή του στην Ελλάδα προ της αιτήσεώς του για πολιτογράφηση). Ο Έλληνας της Αμερικής, για παράδειγμα, δεν πρέπει να έχει μεγαλύτερα πλεονεκτήματα για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από τον αφρικανό μετανάστη, καθώς αυτό θα ήταν ξεπερασμένο και αντιδημοκρατικό. Η διάκριση μεταξύ ομογενών και αλλογενών ως προϋπόθεση πολιτογράφησης καταργείται. (Το αν θα υπάρξουν μετά ταύτα τυχόν ομογενείς που θα θελήσουν να γίνουν πολίτες της εχθρικής χώρας που λέγεται Ελλάδα είναι περισσότερο από αβέβαιο.)

Τη σύνολη πρόταση ενός νέου κώδικα ελληνικής ιθαγένειας εδέχθησαν οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ με κάποιες διαφορές στα επιμέρους. Ιδιαίτερα ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν υπέρ των ριζοσπαστικότερων αλλαγών υπέρ των μεταναστών, τονίζοντας επιπλέον ότι «πρέπει να βιαστούμε» (προφανώς ώστε να θωρακιστούν οι αλλοδαποί διά του νέου νομικού καθεστώτος, προτού οι ημεδαποί με την οικονομική κρίση αφυπνιστούν και απαιτήσουν την απέλασή τους).

Δυσερμήνευτες φάνηκαν οι σύντομες δηλώσεις του υπουργού Εσωτερικών Προκόπη Παυλόπουλου, ο οποίος εξέπληξε τους πάντες δηλώνοντας ότι το δίκαιο του αίματος ή το δίκαιο του εδάφους είναι «ξεπερασμένα» και αντ' αυτών πρέπει να εισαχθεί ο όρος της συνείδησης/βούλησης («Ελευθεροτυπία» 27/3/09). Να υποθέσουμε σχετικά ότι η Νέα Δημοκρατία ετοιμάζει έκπληξη στην κούρσα των κομμάτων για τις ψήφους των αλλοδαπών, υπερφαλαγγίζοντας τους πάντες με κάποιο νομοσχέδιο που πολιτογραφεί όλους όσοι θέλουν να πολιτογραφηθούν αρκεί να έχουν κάποια νεφελώδη «ελληνική» συνείδηση; Θα δείξει.


Εν τω μεταξύ ο «Ελεύθερος Τύπος» της 27/3/09 σε αποκλειστικό ρεπορτάζ ολοκληρώνει τα καλά νέα της «Ελευθεροτυπίας» με την ενθουσιώδη είδηση: Μετανάστες αστυνομικοί! Αποκαλύπτει ότι «η ηγεσία της ΕΛΑΣ εξετάζει προτάσεις για τη δημιουργία μίας άλλης Αστυνομίας μέσα στην Αστυνομία, την οποία θα στελεχώσουν μετανάστες, πιθανώς δεύτερης γενιάς, οι οποίοι θα έχουν ελληνική υπηκοότητα». Εδώ διαπιστώνεται ότι «ένα ποσοστό της αυξημένης εγκληματικότητας οφείλεται σε μετανάστες που ανήκαν στη χώρα τους στο οργανωμένο έγκλημα ή σε ομάδες σκληρών παραβατικών ατόμων». Γι' αυτό ο Αντώνης Μαγγανάς, εγκληματολόγος του Παντείου Πανεπιστημίου, θεωρεί σωστή λύση την ένταξη μεταναστών στην Αστυνομία (εφαρμογή της ομοιοπαθητικής θεραπευτικής, κατά την οποία αυτό που σε αρρωσταίνει σε θεραπεύει). Θετική λέγεται ότι είναι και η Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων! Προς το παρόν, εμπόδιο θεωρείται ότι υπάρχει στην ένταξη Πακιστανών και Αφγανών (μα τι ρατσισμός είναι πάλι αυτός), καθώς «δεν υπάρχουν ακόμα στις τάξεις των δύο κοινοτήτων άτομα με ελληνική υπηκοότητα». (Μα να πολιτογραφηθούν, εκτός βέβαια αν έχουν προσβληθεί από τον ιό της Αλ Κάιντα, οπότε εδώ ισχύουν απαγορεύσεις οι οποίες δεν ισχύουν για τον ιό του UCK.)

Η εγκληματικότητα των αλλοδαπών, η οποία προβάλλεται ως λόγος να εξουδετερωθεί το ελληνικό μονοπώλιο έννομης ένοπλης βίας της εκτελεστικής εξουσίας (Αστυνομίας), δεν είναι παρά πρόσχημα για την πραγματοποίηση ενός παλαιότερου σχεδίου. Ήδη το 2005 ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων Δημήτρης Κυριαζίδης είχε ζητήσει την εισαγωγή αλλοδαπών στην Αστυνομία («Ελεύθερος Τύπος» 27/3/09). Τότε όμως δεν είχε τεθεί ακόμα θέμα αλλοδαπής εγκληματικότητας, την ύπαρξη της οποίας ως αυτόνομης απειλής μέχρι πρότινος επίμονα αρνούνταν τα κατευθυνόμενα ΜΜΕ και οι «προοδευτικοί», «αντιρατσιστικοί» κονδυλοφόροι. Επομένως το γεγονός ότι τώρα πλέον βρισκόμαστε στην τελική φάση υλοποίησης του σχεδίου εισαγωγής αλλοδαπών στην Αστυνομία δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι έχει δημιουργηθεί, στον συνδικαλισμό και στη διοίκηση των αστυνομικών, η κρίσιμη μάζα ατόμων του γνωστού αντεθνικού, «αντιρατσιστικού» χώρου που θα επιβάλει τις αλλαγές.

Υπάρχουν πολλές ανώνυμες καταγγελίες απλών αστυνομικών, που φαίνεται ότι εκφράζουν τη συντριπτική πλειοψηφία του Σώματος, κατ' αντιστοιχία προς το γενικότερο φρόνημα του ελληνικού λαού, και οι οποίες δίνουν μια εικόνα της ιδεολογικής τρομοκρατίας που επικρατεί στο εσωτερικό του σώματος: διαγραφές αντιφρονούντων συνδικαλιστών, μηνύσεις, αγωγές και ΕΔΕ.

Και μετά όλοι οι υπόλοιποι κάνουμε ότι εκπλησσόμεθα από την ολιγωρία της Αστυνομίας απέναντι στον τραμπουκισμό των κουκουλοφόρων και στα εγκλήματα των αλλοδαπών!

Οι επικείμενες αλλαγές στον κώδικα ελληνικής ιθαγένειας, όπως και στο καθεστώς της Ελληνικής Αστυνομίας, είναι συντονισμένες κινήσεις μιας στρατηγικής ευτελισμού, μετάλλαξης και τελικής υποδούλωσης των Ελλήνων στους ξένους, τους εντός και εκτός της Ελλάδος. Το ίδιο το κράτος στρέφεται κατά του έθνους.

Ο ελληνικός λαός στέκεται μουδιασμένος μπροστά στον ορυμαγδό καταστροφών, αποπροσανατολιστικών κινητοποιήσεων και προπαγάνδας των μυημένων της μετάλλαξης και του διαμελισμού. Πάσχει από ασθένεια της βουλήσεως.

www.paron.gr